- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
BEEF: Η καλύτερη φετινή σειρά του Netflix
H νέα παραγωγή του A24, με πρωταγωνιστές την Ali Wong και τον Steven Yeun, είναι ένα διαμάντι υπαρξιακού dramedy
Η νέα τηλεοπτική σειρά BEEF στο Netflix, του κορεάτη συγγραφέα Lee Sung Jin, που ξεχώρισε τη φετινή σεζόν.
Τα τελευταία χρόνια η λέξη «beef» έχει μπει για τα καλά στη μικρή καθημερινή μας αργκό και όχι για να δηλώσει το αγαπημένο μας κρέας αλλά τους αγαπημένους μας καβγάδες και μικρο-έχθρες της διπλανής πόρτας που τρεμοπαίζουν στην κλίμακα μεταξύ χαριτωμένου αλατοπίπερου της ζωής και δυσβάσταχτης τροχοπέδης της. Εξαιρετικά δημοφιλής ιδιωματισμός στη hip hop κουλτούρα -που επίσης με τη σειρά της τα τελευταία χρόνια (ξανά)κρατάει περήφανα τα ηνία της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- το «beef» ως ένας άλλος τρόπος να δηλώσει την αντιπαράθεση και τη διαφωνία μεταξύ δύο μερών φέρεται να αντλεί τις ρίζες του στη λονδρέζικη slang του 190υ αιώνα όταν η φράση «hot beef» χρησιμοποιούνταν ως συναγερμός («hot beef/stop the thief») και μετέπειτα ως συνώνυμο του ρήματος «φωνάζω» («shout»). Κάπως έτσι, μέσα από τις δημιουργικές διαδικασίες του χρόνου έφτασε να αποτελεί τον δημοφιλέστερο όρο της νεολαίας και όσων θέλουν να κάτσουν μαζί της για κάθε μικρή και μεγάλη κόντρα της καθημερινής μας ζωής και επίσης κάπως έτσι έφτασε να φιγουράρει με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα στα new entries και trending now του ταλαιπωρημένου το τελευταίο χρονικό διάστημα από επιεικώς μέτριες παραγωγές Netflix για να κάνει, με συνοπτικές διαδικασίες, τη διαφορά.
Πράγματι η τηλεοπτική σειρά «BEEF» που παίζει εδώ και λίγα εικοσιτετράωρα στην πλατφόρμα κερδίζοντας πόντους και αστεράκια stream το stream και από στόμα σε στόμα είναι ό, τι καλύτερο και πιο φρέσκο έχουμε δει στο Netflix εδώ και πάρα πολύ καιρό, ξεχωρίζοντας με το θέμα, τον χαρακτήρα και την αισθητική του μέσα στον χαοτικό σωρό των features που ροκανίζουν επιθετικά τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο καναπέ, χαλάρωσης και streaming. Στη σειρά που εμπνεύστηκε και δημιούργησε ο Κορεάτης συγγραφέας και σεναριογράφος Lee Sung Jin, ένα επεισόδιο road rage εξελίσσεται σε μια ταχύτατη, πολυεπίπεδη, πνευματώδη αλλά και αρκούντως βαθιά υπαρξιακή, κωμικοτραγική περιπέτεια για τους δύο πρωταγωνιστές της: την αυτοδημιούργητη, πετυχημένη επιχειρηματία και ιδιοκτήτρια hip εταιρίας φυτών Amy Lau, την οποία υποδύεται, σαν γάντι κομμένο και ραμμένο για το χέρι που προορίζεται, η γνωστή stand – up κωμικός Ali Wong και του Danny Cho, ενσαρκωμένου ιδανικά από τον πρωταγωνιστή του Minari, Danny Cho, ενός βιοπαλαιστή Κορεάτη μετανάστη που προσπαθεί να ορθοποδήσει μέσα από μια μικρή ατομική επιχείρηση κατασκευών και επισκευών με όνειρο να αγοράσει ένα αμερικανικό κομμάτι γης για να εγκαταστήσει εκεί τους γονείς του που έχει αφήσει στην Κορέα.
Σε μία μέρα, μάλλον κακή και δύσκολη και για τους δύο, η Amy Leu, πιεσμένη από τις οικογενειακές της υποχρεώσεις και την προσπάθεια να κλείσει το deal της εξαγοράς της επιχείρησής της από το νο. 1 πολυκατάστημα στο Λος Άντζελες που θα της επιτρέψει να μη δουλέψει ξανά για το υπόλοιπο της ζωής της αποφασίζει να κορνάρει επίμονα και αναίτια από την πλεονεκτική θέση του λευκού, πολυτελούς SUV της στο κόκκινο φορτηγάκι του Danny Cho που αναλογίζεται πελαγωμένος τη ματαιότητα της αγοράς μιας γκριλιέρας στο πάρκινγκ του πολυκαταστήματος. Το κορνάρισμά αυτό εξελίσσεται σε μια οργισμένη αλληλοκαταδίωξη των δύο οχημάτων στους αυτοκινητόδρομους και τις νωχελικές upper γειτονιές του L.A. που στα επόμενα εννέα επεισόδια, μέσα από τις ευφάνταστες αναπάντεχες τροπές και διαστάσεις που θα λάβει, θα εξελιχθεί σε μια πολλαπλή, μετωπική, παράξενη, διασκεδαστική, διαφωτιστική σύγκρουση δύο κόσμων, που στο βάθος -όπως συχνά συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα beefs- μοιράζονται τεράστια κοινά που τους καθιστούν, εντέλει, όμοιους: την κοινή τους αμερικανοασιατική εμπειρία, η οποία όμως προς ατού της σειράς αποτυπώνεται με έναν τρόπο που θα μπορούσε να αφορά κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως προέλευσης και καταγωγής, το κοινό, οικουμενικό, υπαρξιακό άγχος της ματαιότητας.
Κορέα εναντίον Βιετνάμ και Κίνας, εργατικές πολυκατοικίες και μοτέλ εναντίον κομψών, μοντέρνων κατοικιών στα καλιφορνέζικα προάστια, πισίνες, ψαγμένα φυτά και φυσικοί χυμοί κόντρα σε σάντουιτς από τα Burger King και φτηνά laptop, deals εκατομμυρίων και διοικητικά συμβούλια εναντίον μικρο-απατεώνων και κρυπτονομισμάτων, διαλογισμός εναντίον κορεατικής εκκλησίας, μια εύθραυστη, επίπλαστη επιτυχία κόντρα στην αποτυχία όπως αυτή εννοείται στη γλώσσα των τραπεζικών καταθέσεων, των τετραγωνικών του σπιτιού σου και της φερεγγυότητας σου για ένα δάνειο. Πάνω σε αυτές τις αντιθέσεις αλλά και στον κοινό κυνισμό των δύο πρωταγωνιστικών χαρακτήρων εξελίσσεται το «BEEF» που σε δέκα επεισόδια, μέσης διάρκειας μόλις 35 λεπτών το καθένα, ξύνει δημιουργικά, ευφάνταστα και απολαυστικά, με καλοζυγισμένο κυνισμό, ιδιότυπο σκοτεινό χιούμορ και πρωτότυπες δραματικές νότες πολλά δέρματα της σημειολογίας του σύγχρονου πολιτισμού. Τη σύγχρονη μεταναστευτική εμπειρία και το διαχρονικό αμερικανικό όνειρο, τις νευρώσεις του σύγχρονου ανθρώπου, τις ψευδαισθήσεις της σύγχρονης τέχνης αλλά και της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, τα οικογενειακά και συζυγικά τέλματα των σύγχρονων οικογενειών, τα βάσανα και τις κρίσεις της μέσης ηλικίας, την αβάσταχτη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, την αβάσταχτη δυσκολία του να δηλώνεις παρών τόσο τα πρότυπα επιτυχίας που έχουν διαμορφώσει οι άλλοι για εσένα όσο και σε εκείνα που έχεις θέσει εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου, τις παγίδες της παγιδευμένης οργής, τον αβάσταχτο εφιάλτη της σύγχρονης, υποδόριας κατάθλιψης.
Όλα αυτά και άλλα πολλά συμβαίνουν στο «BEEF» με τη χαρακτηριστική άνεση μιας weird φόρμας που μπορεί να παίρνει δεκάδες διαφορετικές στροφές το δευτερόλεπτο, των πυκνών πλην αβίαστων νοημάτων και τις ευλογίες ενός αισθητικού πακέτου που θα ζήλευε κάθε τηλεοπτική σειρά του είδους: το δημιουργικό αποτύπωμα του studio - φαινόμενο των indie creative industries που ακούει στο όνομα A24 και σάρωσε «τα πάντα όλα» στα φετινά Όσκαρ είναι το κερασάκι που θα μπερδέψεις άνετα με την τούρτα ενώ τα aesthetics του intro και του outrο κάθε επεισοδίου επιτελούν ουσιαστικές νοηματοδοτικές λειτουργίες εξυπηρετώντας τα μοτίβα συνοχής που χρειάζεται μια ξέφρενη πλοκή γεμάτη twists όπως αυτή του «BEEF». Τα επεισόδια του «BEEF» ρίχνουν τίτλους αρχής με κάρτες weird artworks που δένουν άψογα με το περιβάλλον της σειράς και quotes αντλημένα από καλλιτεχνικές προσωπικότητες που άγγιξαν με την τέχνη τους τον πυρήνα της υπαρξιακής αγωνίας από τον Γερμανό σκηνοθέτη Werner Herzog (Episode 1 - The Birds Don’t Sing, They Screech in Pain) και τον συγγραφέα Joseph Campbell (Episode 2 - The Rapture of Being Alive) μέχρι την ποίηση της Sylvia Plath (Episode 3 - I Am Inhabited by a Cry). Ενώ μετά από μισή και κάτι ώρα μας αποχαιρετάνε με αγαπημένα, φορτισμένα indie hits των 90s, από το «Liquid Dreams» των Ο-Τown μέχρι το «Nookie» των Limp Bizkit κι από το «Cornflake Girl» της Tori Amos μέχρι το «Lonely Day» των System of A Down συνθέτοντας μια playlist που πρέπει να κατεβάσει στο Spotify του κάθε indie kid και νοσταλγός αυτής της τελευταίας ένδοξης δεκαετίας πριν το millennium.
Κάπως έτσι το «BEEF» σκοράρει πανηγυρικά σε έναν streaming κόσμο που οδεύει ταχύτατα προς τα δικά του κορεσμένα αδιέξοδα γιατί καταφέρνει να μιλήσει για θέματα τόσο καθημερινά, τόσο γνωστά, αλλά και τόσο σοβαρά, χωρίς όμως να χρειάζεται να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του. Ισορροπεί μεταξύ άκρων και αντιθέσεων, mainstream κοινών τόπων και αταξινόμητων μορφότυπων, χιούμορ και αγωνίας, ματαιότητας και ελπίδας. Είναι μια σειρά φτιαγμένη με όλα τα φρέσκα εποχικά υλικά της βιομηχανίας της, με ό, τι συμβαίνει τώρα στις οθόνες του κόσμου, και σερβιρισμένη σε ένα αξιοθαύμαστο και καθόλου αυτονόητο σημείο ισορροπίας. Το Netflix έχει πάλι, μετά από καιρό, κάτι που αξίζει το binge – watching του θεατή του, ένα διαμάντι υπαρξιακού dramedy που τρέχει αβίαστα πάνω σε ένα από τα πιο έξυπνα και πιασάρικα τηλεοπτικά ευρήματα του των τελευταίων χρόνων.