TV + Series

«The Midnight Club»: Μία σειρά τρόμου για όλους

Για τη νέα σειρά του Netflix, από τον Μάικ Φλάναγκαν

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

The Midnight Club: H νέα σειρά του Netflix είναι μια σειρά φαντασίας και τρόμου, που παρακολουθείται με απόλαυση από τον καθένα, και όχι μόνο από τους φαν του είδους.

Ο Μάικ Φλάναγκαν ξέρει να παίρνει ένα σπίτι, να βάζει μία ομάδα πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων εκεί μέσα, να τους κλειδώνει, να πετάει το κλειδί, και να τους αφήνει να παλεύουν με τα φαντάσματά τους — και με φαντάσματα κυριολεκτικά. Οι «Δαίμονες του Χιλ Χάουζ» («Haunting of Hill House», 2018, τηλεοπτική μεταφορά από το ομώνυμο εκπληκτικό βιβλίο που εξέδωσε η Shirley Jackson το 1959) και οι «Δαίμονες της Έπαυλης Μπλάι» («The Haunting of Bly Manor», 2020, ελεύθερη μεταφορά της αριστουργηματικής νουβέλας «Το στρίψιμο της βίδας» του Henry James, που εκδόθηκε το 1898) είναι απολαυστικές σειρές, και όσοι δεν τις είδαν καλά θα κάνουν να τις προγραμματίσουν. Όπως άλλωστε και το «Midnight Mass» του ιδίου, όπου τον ρόλο του σπιτιού αναλαμβάνει να παίξει ένα αποκομμένο λόγω κακοκαιρίας νησάκι με ελάχιστους κατοίκους: το πιο προσωπικό έργο του σκηνοθέτη και παραγωγού. Καλά θα κάνουν να τα προγραμματίσουν όλα, αρκεί να τους αρέσει να τρομάζουν.

Γιατί ο Φλάναγκαν αυτό ξέρει να κάνει καλά, καθώς αυτό αρέσει και στον ίδιο: να τρομάζει. Δεν είναι ο μόνος — είμαστε λεγεών. Τα εξηγεί πολύ καλά ο μόλις 33 ετών Stephen King στον «Μακάβριο χορό» του (κυκλοφόρησε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ πριν από λίγες ημέρες και στα ελληνικά σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος), ένα βιβλίο που όμοιό του δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει, αν μη τι άλλο στη γλώσσα μας: μια ανατομία του τρόμου και της σαγήνης του από τον κορυφαίο των κορυφαίων του είδους (και όχι μόνο: και βαθύ γνώστη: ενός nerd με τα όλα του), και παράλληλα της βασικότερης επιρροής που δέχτηκε στη ζωή του ολόκληρη ο Φλάναγκαν — ο οποίος άλλωστε έχει μεταφέρει και δύο βιβλία του ίδιου τού Βασιλιά: το «Παιχνίδι του Τζέραλντ» και τον «Δόκτορα Ύπνο».

Όμως ευκαιρία για το σημερινό σημείωμα είναι η τωρινή σειρά του Φλάναγκαν, που στριμάρει εδώ και μερικές ημέρες επίσης στο Netflix, όπως και οι προηγούμενές του — και οι επόμενες: ήδη γυρίζει την «Πτώση του Οίκου των Όσερ», τηλεοπτική μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος του Πόε. Το «Midnight Club», λοιπόν, είναι με τη σειρά του βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα YA Λογοτεχνίας Φαντασίας και Τρόμου Christopher Pike (γεννημένου το 1955) που κυκλοφόρησε το 1994, αλλά και σε μερικά ακόμη βιβλία του: εκπληκτική ιδέα του Φλάναγκαν να συμπεριλάβει και άλλες ιστορίες του ίδιου συγγραφέα στη σειρά, εμπλουτίζοντάς την έτσι με ακόμη περισσότερο, και τρομερά ευφάνταστο, υλικό (ανατριχιαστικό υλικό, ξαναλέμε).

Ο Φλάναγκαν ξεκινά από εκεί τη δουλειά του: αγαπώντας το είδος (με μια αγάπη πολύ βαθιά, γεμάτη σεβασμό και καλοσύνη), έχοντάς το μελετήσει πολύ και σε βάθος, και αναγνωρίζοντας τις ρίζες του: η τηλεόραση και το σινεμά βασίζονται μεν στις εικόνες, αλλά γεννήθηκαν από την πεζογραφία, είναι τα παιδιά της — και η τηλεόραση και το σινεμά φαντασίας και τρόμου έχουν πολύ συγκεκριμένες πηγές, σε πολύ συγκεκριμένα κείμενα και συγγραφείς. Μελετά λοιπόν τα βιβλία, ξεχωρίζει όσα τού αρέσουν καλύτερα και όσα πιστεύει ότι μπορεί να μεταφέρει με ασφάλεια στη μικρή οθόνη, επιλέγει τους ηθοποιούς που βλέπει ότι ταιριάζουν περισσότερο με το όραμά του, και σχεδιάζει μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια τις σειρές του: βλέποντας το «Χιλ Χάουζ», την «Έπαυλη Μπλάι», το «Midnight Mass» ή το «Midnight Club», καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα πως τίποτε δεν είναι αφημένο στην τύχη, τίποτε δεν υπάρχει για να υπάρχει ή για να φουσκώσει ένα επεισόδιο (πόσο δε μάλλον για να δώσει ακόμη μία ή ακόμη εκατό σεζόν), όλα είναι σοφά ενορχηστρωμένα, καλά φωτισμένα, άψογα χορογραφημένα, μετρημένα με το ρολόι και το υποδεκάμετρο. Σειρές που ΔΕΝ έχουν μεγάλο μπάτζετ, αλλά που έχουν αστείρευτη μαστοριά και εμμονή στη λεπτομέρεια. Και ροή. Ειδικά αυτό.

Ο Φλάναγκαν είναι εξαιρετικός αφηγητής. Το λατρεύει αυτό, πεθαίνει να αφηγείται ιστορίες, να συνδέει μεταξύ τους υποπλοκές, να ενώνει πολλά ρυάκια και ποτάμια σε ένα και να φτάνει σε ένα κρεσέντο διαρκείας με μεγάλη εσωτερική πίεση. Ψυχολογικός τρόμος, πραγματικός και, τρόπον τινά, χειροπιαστός τρόμος, σωματικός τρόμος, φόβος για το τώρα και για το αύριο, αρρώστια, και έξεις, και ενοχές, και λάθη — όλα μα όλα αυτά που συνθέτουν το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, αν το καλοσκεφτείς. Δεν υπάρχουν πελώριοι μπαμπούλες εδώ (αν και πολλές φορές στα έργα του το αίμα μας θα παγώσει, και πού και πού θα πεταχτεί πράγματι ένα πλάσμα από το Επέκεινα), αλλά το Κακό έρχεται συνήθως έρποντας από κάπου στο πλάι μας, και μας χαρχαλεύει πριν να το πάρουμε μυρωδιά. Καμιά φορά μάλιστα, ή και πολύ συχνότερα από όσο θα θέλαμε, αυτό το Κακό μάς μοιάζει.

Το «Midnight Club», τώρα —για να μιλήσουμε επιτέλους γι’ αυτό!— είναι η λιγότερη «τρομακτική» από τις τέσσερις σειρές του Φλάναγκαν στο Netflix. Προσοχή όμως: ήδη από την αρχή του πρώτου επεισοδίου, μαθαίνουμε πως η γλυκιά, συμπαθητική πρωταγωνίστρια, ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι, πρόκειται πολύ σύντομα να πεθάνει από καρκίνο. Ενώ τη χαιρόμαστε στην αρχή με τα μακριά της μαλλιά και την τρομερή όρεξή της να σπουδάσει, και να ζήσει, και να ερωτευτεί, αμέσως μετά τη βλέπουμε ταλαιπωρημένη, χλωμή, με το κεφάλι της γυμνό και το βλέμμα της άδειο: λίγο πριν την ολική κατάρρευση. Όμως, θα μάθει κάτι που θα της κινήσει το ενδιαφέρον: υπάρχει μία έπαυλη κάπου στην εξοχή, το Μπράιτκλιφ, ένα μεγάλο σπίτι που λειτουργεί σαν παράδοξο σανατόριο για παιδιά σαν αυτήν. Δεν προσφέρει κάποιου είδους θεραπεία. Απλώς φιλοξενεί στις ωραίες εγκαταστάσεις του παιδιά που πρόκειται σύντομα να πεθάνουν από μία ανίατη αρρώστια. Και φροντίζει να περνούν καλά εκεί.

Αυτό τής κινεί το ενδιαφέρον, και ζητά από τον πατέρα της να της κάνει αυτό το μεγάλο δώρο. Υπάρχει πράγματι μία κενή θέση (αλίμονο: κάθε νέα κενή θέση σημαίνει πως μόλις πέθανε ακόμη ένα παιδί…), και έτσι πηγαίνει πράγματι στο Μπράιτκλιφ, γνωρίζεται με τα άλλα παιδιά που είναι ήδη εκεί (ο πιο παλιός δεν ξεπερνά τους έξι μήνες, καθώς όλοι τους έχουν τρομερά μικρό προσδόκιμο ζωής) και μαθαίνει από την πρώτη κιόλας νύχτα αυτό που κάνουν οι «παλιοί»: τις κρυφές, μεταμεσονύκτιες συναντήσεις τους στη βιβλιοθήκη της έπαυλης, όπου αφηγούνται ο καθένας με τη σειρά στους υπόλοιπους επινοημένες από τους ίδιους ιστορίες τρόμου: είναι ο τρόπος τους να ξορκίζουν το κακό.

Σύντομα όμως η νεαρή πρωταγωνίστρια θα μάθει και κάτι ακόμα. Θα μάθει πως ΔΕΝ έχουν πεθάνει όλοι οι τρόφιμοι του Μπράιτκλιφ. Μία κοπέλα, μερικές δεκαετίες πριν, έγινε τελείως καλά —μολονότι και ο δικός της καρκίνος ήταν στο τελικό του στάδιο— και μπόρεσε να σηκωθεί και να φύγει. Τι συνέβη; Πού είχε πάει όταν εξαφανίστηκε για λίγες μέρες πριν χαθεί ο καρκίνος της; Τι μυστήριο υπάρχει εδώ;

Και μήπως θα μπορούσε και η ίδια, αλλά και άλλοι, να σωθούν τελικά αν ακολουθούσαν τα βήματά της;…

Μία σειρά για τα όνειρα, τη ζωή, το πένθος, την απώλεια, την αγάπη, τη φιλία, και βέβαια για τα φαντάσματα, που μπορούν πολύ-πολύ άνετα να δουν και όσοι δεν είναι φαν του είδους. Οι πρωταγωνιστές είναι εξαιρετικοί, η ατμόσφαιρα σαγηνευτική, οι ανατριχίλες δεν ξεπερνούν κάποιο όριο —δεν λείπουν τελείως όμως, κι αυτό είναι πολύ καλό—, τα περισσότερα jump scares είναι μαζεμένα στο πρώτο επεισόδιο για να… ξεμπερδεύει ο Φλάναγκαν με δαύτα, οι προσωπικές ιστορίες όλων των παιδιών είναι μία και μία (τα δέκα, αντί για τα συνήθη οχτώ, επεισόδια δίνουν χώρο και χρόνο σε όλους τους), και το τέλος είναι συνταρακτικό.

Από εμάς, είναι 5 στα 5. Βέβαια είμαστε προκατειλημμένοι. Αλλά έχουμε ισχυρούς λόγους για να είμαστε.