TV + Series

«Αυτή η νύχτα μένει»: Ο Θάνος Αλεξανδρής θυμάται την χρυσή εποχή των σκυλάδικων και την καψούρα της νύχτας

Με αφορμή τη νέα σειρά του ALPHA, o συγγραφέας του cult βιβλίου που στηρίζεται το σενάριο μας ξαναθυμίζει την εξωφρενική εποχή των σκυλάδικων που έφυγε ανεπιστρεπτί

Θάνος Αλεξανδρής
ΤΕΥΧΟΣ 844
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Αυτή η νύχτα μένει»: Το βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή 28 χρόνια από την πρώτη έκδοση του επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος και γίνεται τηλεοπτική σείρα από τον ALPHA

Βαρυχειµωνιά του Δεκέµβρη αρχές του 1980 σε χιονισµένη ακριτική πόλη της Μακεδονίας ξηµερώµατα, κι εγώ αποκαµωµένος απ’ το ολονύχτιο αλισβερίσι στο µαγαζί, ανεβαίνω σχεδόν ασθµαίνοντας, αφού δεν υπάρχει ασανσέρ σε ένα άθλιο δωµάτιο του πιο ντεκαντάνς ξενοδοχείου της πόλης. Υπάρχουν σίγουρα καλύτερα απ’ αυτό το ρηµάδι, όµως όλοι οι καλλιτέχνες του οικογενειακού κέντρου µένουν αποκλειστικά στο συγκεκριµένο µπορντέλο µε την επιγραφή HOTEL, γιατί απλά έτσι διέταξε ο ιδιοκτήτης του σκυλάδικου και έτσι το συνηθίζουν εκεί πάνω. Η  ρεσεψιόν µε τον τρόπο αυτό έχει τη δυνατότητα να σηµειώνει τις µεταµεσονύχτιες επισκέψεις, να παρακολουθεί τηλεφωνικές συνοµιλίες των καλλιτεχνών, ελέγχοντας κινήσεις πελατών-εραστών και οτιδήποτε κινείται στα πέριξ τσεκάρεται εξονυχιστικά.

Ήταν πολύ κουραστικό το µεροκάµατο απόψε. Γέµισαν το µαγαζί από τα γύρω χωριά παραγωγοί, µεσάζοντες και έτεροι γαµπροί µε σκοπό να καταθέσουν τζίρο, οικονοµίες και λοιπές επιδοτήσεις σε ένα πρόγραµµα που το αφεντικό δεν σταµατά να το διαφηµίζει… «Φέτος τα κορίτσια που µας έστειλε ο ατζέντης φυσάνε. Τέτοιο εµπόρευµα είχαµε να δούµε απ’ την εποχή του Γιώργου Παπαδόπουλου». Βάζω Φλέρυ Νταντωνάκη στο κασετόφωνο για να γαληνέψει η ψυχή µου και στο τηλέφωνο µε τον φίλο Γιώργο Σπανόπουλο, συµφοιτητή µου από το θέατρο τέχνης, συζητάµε για θεατρικά σχήµατα του χειµώνα. Ξαφνικά την κουβέντα ταράζουν θόρυβοι σαν ποδοβολητά αλόγων, φωνές που σκούζουν και παρατεταµένα χτυπήµατα στις πόρτες λες και γίνεται η απόβαση των Τούρκων. «Τι συµβαίνει;» ρωτάει ο φίλος µου ανήσυχος. «Ανοίξτε… θέλουµε να γαµήσουµε απόψε… µας τα πήρατε, µας κοροϊδέψατε και τώρα την κάνατε,  καριόλες… θα σας πάρουµε µε το ζόρι, γιατί  εµείς οι βλάχοι, δεν πιανόµαστε κορόϊδα από κάτι πουταναριά, σαν και σας». Τροµαγµένος παίρνω στη ρεσεψιόν και ουρλιάζω σε έναν µισοκοιµισµένο ηλίθιο, όµως το λαµόγιο που είναι στο κόλπο, ισχυρίζεται εντελώς στωικά, πως στα µέρη τους η αστυνοµία τέτοια ώρα κοιµάται. Είµαστε στο πουθενά µόνοι µας και εντελώς απροστάτευτοι, έρµαιο εγκληµατιών της νύχτας, κι εκεί είναι που εύλογα κάνεις τις σκέψεις: Τι τα ’θελα τα επικίνδυνα και δεν καθόµουνα στ’ αυγά µου και στον Οιδίποδα τύρανο και στον επί Κολονώ επίσης, άσχηµα ήταν; Για να λέµε αλήθειες, όταν λες στον άλλον, που έχει τελειώσει τρία µπουκάλια, όπου συνήθως το ουίσκι το έχουν νοθεύσει µε ένα υλικό που είναι σαν πετρέλαιο: Ξόδεψε ό,τι έχεις και δεν έχεις κι εγώ θα σου κάτσω, τι περιµένεις να γίνει; Τελευταία φορά που το είδε µπροστά του, ήταν όταν του φέρανε για προξενιό πριν τριάντα χρόνια την έρµη τη σύζυγο. Εποµένως, αυτός ο µαλάκας θα αντιδράσει µε τον δικό του χυδαίο τρόπο, γιατί στα µέρη τους ο λόγος τιµής είναι όρκος ιερός. Από την πρώτη βραδιά διαισθάνθηκα την επικινδυνότητα της κατάστασης και µάλιστα έκανα και δεύτερες σκέψεις, µήπως έπρεπε να σταµατήσει άδοξα εδώ αυτό το ταξίδι, όταν είδα πελάτη από µεγάλη απόσταση και καθόλου διακριτικά να δίνει στον σερβιτόρο παραγγελία: Σβέλτα ένα σπέσιαλ, παγάκια, φυστίκια κι ένα µν… όχι µπαγιάτικο όπως την άλλη φορά… Ήταν σαν να του ’λεγε φέρε µια χωριάτικη µε µπόλικη φέτα κι αυτό εκεί το θεωρούσαν φυσιολογικό. Το µοντέρνο πρόγραµµα άρχιζε µε το «χασίσι ήπιε κι ο θεός και έφτιαξε την πλάση», το µεταµοντέρνο συνέχιζε µε το διαχρονικό «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, µπάτσοι...» µε συγχωρείτε, είναι ντροπή θα πείτε, γιατί είµαι και παιδί της εκκλησίας, µα και του Κουν. Όµως τι θέλατε να ακούσετε; «Ντούκου ντούκου µηχανάκι, ντούκου το παλιό µεράκι, Τρίτη Πέµπτη και Σαββάτο µέσ’ της θάλασσας τον πάτο»; Το ερµήνευσε παλιά ο Βιολάρης µε την Γιαλαµπούκα και είναι στίχοι του Ελύτη. Ε, και;  Αυτά όταν τα είπα στο ξεκίνηµά µου κόντεψαν να µε λιντσάρουν. Σας παρακαλώ. Στις σκέψεις µου εκείνη την εποχή που έπαιρνα τα µεγάλα µεροκάµατα, ήταν ένα ρετιρέ που ήθελα να αγοράσω µε συγκεκριµένα τετραγωνικά, και στα τετραγωνικά, πρέπει να ξέρετε, δεν κάνω εκπτώσεις. Ο φίλος µου έντροµος ρωτάει να µάθει, και εγώ προσπαθώ τέτοια ώρα τέτοια λόγια να  εξηγήσω, πώς λειτουργούν οι νόµοι της νύχτας. «Μα τι είναι αυτά που ακούω, αυτά είναι θρίλερ µόνο για το σινεµά, εσύ έλεγες ιστορίες συναρπαστικές την άλλη φορά και γελούσαµε». «Ναι αλλά απόψε, Γιώργο, δεν έχει γέλιο. Απόψε είναι κόλαση και όποιος επιβιώσει».

Ο Θάνος Αλεξανδρής. © Αλέξανδρος Αλεξανδρής

Πέρασαν κιόλας 28 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου µου «Αυτή η νύχτα µένει» και κάποιοι από τους αναγνώστες της ATHENS VOICE δεν είχαν ακόµη γεννηθεί. Νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που ο ΚΑΚΤΟΣ, ένας από τους µεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, το επανακυκλοφορεί, εµπλουτισµένο µε καινούργιες ιστορίες, και ο ALPHA, ο µεγαλύτερος τηλεοπτικός σταθµός το πήρε, το αγάπησε και ετοίµασε µια υπερπαραγωγή µε σκοπό να αναβιώσει εκείνη την ένδοξη δεκαετία του ’80, όπου η νύχτα έγραφε τις δικές της λαµπρές ιστορίες. H ΑTHENS VOICE µου ζήτησε να θυµηθώ κορυφαίες στιγµές και σηµαντικούς σταθµούς στο ταξίδι και ειλικρινά η ψυχή µου δονείται, όταν αναπολώ το πιο συναρπαστικό κοµµάτι της ζωής µου και πάντα, όταν διηγούµαι στιγµές, νιώθω πως ξαναζώ, αυτό που πλέον αγκαλιάζω µόνο στα όνειρά µου.

Τι να θυµηθώ και τι να ξεχάσω από αυτή την «Οµήρου Οδύσσεια» που αξιώθηκα να ζήσω; Ταξίδια σε όλη την παραµεθόριο, στην Κύπρο, σε πόλεις της Γερµανίας και γενικά όπου υπήρχε οµογένεια ερµήνευσα και αποθεώθηκα µε το all time classic τραγούδι: «Τι πουρό, τι καγκουρό και τα δυο έχουν κοιλιά, ερωτεύτηκα κι εγώ το πουρό µε τα γυαλιά». Θυµάµαι βραδιές τρελού γέλιου µε συγκλονιστικά σουρεάλ απρόοπτα, αλλά και άγριες εµπειρίες µε επώδυνες συνέπειες, όπως η προηγούµενη. Είδα ανθρώπους να χαρακώνονται για τα µάτια µιας µεσόκοπης αρτίστας και έναν ολόκληρο κόσµο να καίγεται, πάνω σε µια σκηνή όλο µάγια. Είδα µαγαζιά να πυρπολούνται, κτίσµατα να κατεδαφίζονται –όλα µου τα ’κλεψες, Παντελή– και αγόρια να τρελαίνονται από πάθος για έναν υπέρλαµπρο Μάριο. Έζησα και αφέθηκα άνευ όρων σε µια φωταγωγηµένη ξεφτίλα, σαν πρωταγωνιστής σε ταινία του Φελίνι, και αξιώθηκα να ζήσω και να ανθίσω σ’ έναν κόσµο απροκάλυπτα άγριο, αλλά ταυτόχρονα τρυφερό, γοητευτικό, και απίστευτα ερωτικό. Έζησα συγκινήσεις που δεν θα µπορούσαν ποτέ να προσφέρουν ρόλοι στα Ηρώδεια και στις θεατρικές σκηνές, ευγνωµονώντας τη µοίρα που µε επέλεξε να συνυπάρξω µε όλους αυτούς τους µαγικούς ανθρώπους της νύχτας.

Ο Θάνος Αλεξανδρής. © Αλέξανδρος Αλεξανδρής

Καλησπέρα σας, είµαι ο Θάνος Αλεξανδρής και έχω ύψος 1.85, γεννήθηκα το… τι σηµασία έχει πότε γεννήθηκα; Σηµασία, έχει το πώς έζησα. Αλλά για να µην πείτε ότι κρύβω τα χρόνια µου, γεννήθηκα ένα βροχερό φθινόπωρο µιας µελαγχολικής δεκαετίας του προηγούµενου αιώνα, σ’ ένα γραφικό ψαροχώρι. Παππούδες, γονείς και άλλοι εκδιωχθέντες, τότε µε τη Μικρασιατική καταστροφή, δηµιουργούν την πανέµορφη Νέα Αρτάκη, απ’ όπου έχω ακόµα µυρωδιές και µνήµες από χορούς, κυριακάτικα τραπέζια και ατέλειωτη αγάπη από δύο εξαίσιους γονείς. Πριν την έλευση του καινούργιου αιώνα, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, λίγο µετά την ταινία έγραφα: «Πιστεύω ακράδαντα ότι στον 21ο αιώνα, όπως και µε το ρεµπέτικο, που ήταν παρεξηγηµένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείµενο συζήτησης των κοινωνιολόγων και οι φοιτητές θα προσεγγίζουν µε ευλάβεια το κοµµάτι αυτό της πολιτιστικής µας ιστορίας». Συγκινήθηκα, όταν φίλη φίλου µου, φοιτήτρια κοινωνιολογίας στο πανεπιστήµιο  Παρισιού, στο µεταπτυχιακό της σαν πρώτη ύλη χρησιµοποίησε το βιβλίο «Αυτή η νύχτα µένει» δηµιουργώντας ταραχή στους Γάλλους. Πολιτιστικοί σύλλογοι από Άρτα, Καλαµάτα και άλλες πόλεις µε έχουν κατά καιρούς προσκαλέσει σε ειδικές βραδιές, να µιλήσω για το βιβλίο, κι εγώ νιώθω µια αµηχανία να µιλήσω για γεγονότα που έζησα. Διότι για να έχει σουξέ η πνευµατική µάζωξη, θα πρέπει να αναφερθούν πικάντικες λεπτοµέρειες, γεγονός που σίγουρα θα οδηγήσει σε εγκεφαλικό το µισό ακροατήριο.

Άντε τώρα να πεις εσύ στο ευγενέστατο κοινό, που έχεις πιει και δυο ουισκάκια, ότι πριν χρόνια, στη δεκαετία του ’80, ένας καψούρης κρατούσε µια µαύρη σακούλα σκουπιδιών τίγκα στα χιλιάρικα και εκλιπαρούσε µια αρτίστα σχεδόν µεσόκοπη: «Κατς µουρή να σ’γµσω και θα σδώκω 1.000.000». Τότε να σκεφτείς µε 1.000.000, για δραχµές µιλάµε, έπαιρνες τριάρι στο Παγκράτι. Στο ακροατήριο όµως, που η άλλη έχει κλείσει κοµµωτήριο µια εβδοµάδα πριν για να παραστεί στην εκδήλωση, ο παπάς της ενορίας, η αντιδήµαρχος µε την πέρλα και όλο το σόι του προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου σίγουρα θα αντιδράσουν και δεν ξέρω για ποιο λόγο. Μήπως γιατί ακούνε από τον συγγραφέα ότι ένας πελάτης παρακαλάει την τύπισσα να του κάτσει και από πάνω τής προσφέρει ένα σκασµό λεφτά; Ή µήπως γιατί καταριούνται την ώρα και τη στιγµή, που είχαν τη φαεινή ιδέα να τον καλέσουν, ενώ προτιµότερος θα ήταν ο Μάκης Δελαπόρτας να µιλήσει για τους έρωτες της Ντιριντάουα; Πεθαίνω, που υπάρχουν άνθρωποι που ξαφνικά ανακαλύπτουν το ανίερο, το απαγορευµένο, τη γοητεία στην παραµεθόριο και τη µαγεία της νύχτας. Αυτοί λοιπόν οι τύποι, που παλιότερα είχαν βαφτίσει τα µαγαζιά που δούλεψα κωλοχανεία, µπορντέλα, παρακµή, και τον κόσµο που σύχναζε παράνοµο, ηµιµαθή τριτοκλασάτο και γενικά ευτελούς αισθητικής, τώρα καλούνται επίσηµα σε πανεπιστηµιακές αίθουσες ενώπιον φοιτητών να σηµειολογήσουν το «µυστικέ µου έρωτα». Χρησιµοποιούν χιλιοκλεµµένα τσιτάτα του Μπωντλαίρ για να πουν αυτό που ο Τάκης Μουσαφίρης στο δίνει µε ακρίβεια και καθαρότητα µέσα σε δύο λεπτά, όσο δηλαδή διαρκεί το τραγούδι. Άλλος ένας ακόµη µέγιστος δηµιουργός, που δεν αξιώθηκε τιµών, δεν του παραχωρήθηκε ποτέ το Ηρώδειο, όταν προσφέρεται κατά κόρο και στο τελευταίο ρετάλι τού έντεχνου ή του λαϊκο-πόπ. Βέβαια πώς θα µπορούσε να συναγωνιστεί, αξιοπρεπής άνθρωπος, όσο ζούσε, όλα εκείνα τα παρτάλια, που πάντα θα παραµονεύουν σαν τους αλιγάτορες, να αρπάξουν, ότι δεν τους ανήκει; Έτσι λοιπόν αντί να προσκληθεί, για να µιλήσει ο Σούκας ή η κυρία Άντζελα Δηµητρίου, κάνουν διάλεξη για τη νύχτα όλοι αυτοί οι ντεµέκ που µιµούνται συναίσθηµα και υποδύονται ότι έζησαν αλητείες, όταν στα νιάτα τους άκουγαν φανατικά Wham.

Ο Θάνος Αλεξανδρής. © Αλέξανδρος Αλεξανδρής

Είµαι συγκινηµένος γιατί η κονσοµανσιόν που έκανα µε τεράστια επιτυχία έγινε πρώτα βιβλίο, ύστερα ταινία και τραγούδι αγαπηµένο, στη συνέχεια θεατρική παράσταση από την Κίρκη Καραλή και στο τέλος κάτι υπέροχο. Το νιώθω σαν δώρο, λες και µου το χρωστούσε ο Θεός. Όταν η Ευγενία Μαυρίδου κατόπιν εντολής του διευθυντή προγράµµατος του Alpha Χρήστου Κόµπου ζήτησε συνάντηση, είχα την εντύπωση πως θα γίνει σίριαλ το πρόσφατο βιβλίο µου «Του Οσίου Αλµοδόβαρ ανήµερα», όµως είχαν επιλέξει τη Νύχτα και έτσι άρχισε ένα καινούργιο συναρπαστικό ταξίδι µε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου. Ένα καταπληκτικό δίδυµο σεναριογράφων η Γιάννα Κανελλοπούλου & ο Γιώργος Μακρής ανέλαβαν τη µυθοπλασία και ένας µοναδικός θίασος από τους πιο εκρηκτικούς ηθοποιούς επιλέγονται για τη διανοµή των ρόλων: Στάνκογλου, Μπισµπίκης, Νικολέτα Καρά, Κόρα Καρβούνη, Μαυροµάτη, Άννα Μάσχα, Ρουσσινού, Σουίφτ, Τσιλιµπίου, Απέργης, Σορτέκης, Γιώργος Αρµένης, Πυρπασόπουλος, Αλεξίου Κατσανδρή κ.ά.

Εύχοµαι να αγαπήσετε την οµώνυµη τηλεοπτική σειρά και οι καινούργιες γενιές να µάθουν πως η δεκαετία του ’80 ήταν µια χρονική περίοδος που οι άνθρωποι απολάµβαναν µια ιδιαίτερη ευµάρεια, γλεντούσαν, ξενυχτούσαν, έκαναν έρωτα και ονειρεύονταν. Κυρίες µου και κύριοι το υπέροχο ταξίδι στη µαγεία της νύχτας, ξεκίνησε. Συντονιστείτε στο κανάλι και καλή σας διασκέδαση!