TV + Series

Squid Game ή Maid; Τι διαλέγετε;

Η Οικιακή βοηθός, το αντίπαλο δέος στο Παιχνίδι του Καλαμαριού

Δήμητρα Γκρους
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Squid Game και Maid: Ομοιότητες και διαφορές από τις δύο τηλεοπτικές σειρές του Netflix που βγήκαν την ίδια περίοδο.

Οι περισσότεροι έχουμε δει το Squid Game – όπως το έχει δει όλος ο πλανήτης. Κάποιοι από εμάς το σκεφτόμασταν, κάποιοι το σκέφτονται ακόμα, γιατί να θέλεις να δεις κάτι τόσο βίαιο και σκληρό; Tο ξεκίνησα μόλις ολοκλήρωσα το Maid, μια υπέροχη σειρά του Netflix, καθώς ήδη από πριν σκεφτόμουν μια μεταξύ τους συνάφεια. Δεν ήταν τόσο το σχήμα του κατατρεγμένου και κοινωνικού απόκληρου, ή η φτώχεια και η απελπισία στον καπιταλιστικό κόσμο, της Δύσης από τη μία, της προηγμένης Ανατολής από την άλλη. Δεν ήταν εκεί που εστίαζα, αλλά στους ήρωες, στο πώς στέκεται κανείς, πώς δίνει τις μάχες του, όχι στην ίδια την απελπισία αλλά στη μάχη με την απελπισία. Στο πώς τελικά ο κυνισμός και η παραίτηση είναι που ισοπεδώνουν κάθε ελπίδα για οποιοδήποτε μέλλον, τουλάχιστον στη μυθοπλασία, γιατί όχι και στη ζωή. Κι αν δεν υπάρχει διέξοδος, τι κάνεις;

Η Οικιακή βοηθός έτυχε να κυκλοφορήσει την ίδια περίοδο με το Παιχνίδι του Καλαμαριού, δεν είναι όμως μόνο η χρονική συγκυρία που σε έβαζε στη διαδικασία να τα συγκρίνεις – το Maid, σκεφτόμουν όσο το έβλεπα, είναι το αντίπαλο δέος του Καλαμαριού. Το ένα είναι κοινωνικός ρεαλισμός που θυμίζει Κεν Λόουτς χωρίς καθόλου διδακτισμό, το άλλο μια μεταφορά που βασίζεται σε μια άρτια κορεατικής αισθητικής κατασκευή, φτιαγμένη με τα υλικά του πιο σκληρού (μέχρι θανάτου) κοινωνικού ανταγωνισμού. Ο πραγματικός κόσμος, από τη μία, στην πιο σκληρή (σχεδόν) εκδοχή του, ένα σχήμα εικονικής πραγματικότητας, από την άλλη, σαν μεταφορά για την πιο ακραία εκδοχή της ζωής. Και στις δύο ιστορίες παρακολουθούμε όχι απλώς τις δυσκολίες αλλά τα αδιέξοδα, όχι μόνο τη ματαίωση αλλά τον αγώνα μέχρις εσχάτων για την επιβίωση. Αλλά με ποιον τρόπο;

Το Maid είναι μία σειρά που σου ζεσταίνει την καρδιά παρότι δείχνει σε όλο της το μεγαλείο την επισφάλεια του να τα βγάλεις πέρα: χωρίς μόνιμη κατοικία, σταθερό εισόδημα, οικογενειακή υποστήριξη, κοινωνική πρόνοια. Μια 23χρονη μητέρα (η απίθανη Margaret Qualley) παίρνει μέσα στη νύχτα τη δίχρονη κόρη της και το σκάει από το σπίτι (caravan) όπου μένει με τον επίσης νεαρό πατέρα της μικρής με τον οποίο είναι παντρεμένη, ο οποίος όμως έχει πρόβλημα με το αλκοόλ και συχνά γίνεται βίαιος. Φεύγει χωρίς να έχει κανέναν να στηριχτεί και πουθενά να πάει. Η μητέρα της είναι ψυχικά ασταθής (εξαιρετική η Andie MacDowell, μητέρα της Qualley και στην πραγματική ζωή), με τον πατέρα της δεν έχουν ούτως ή άλλως σχέση, επίσης με προβλήματα ακλοολισμού και ιστορικό βίας.

Δεν έχει πού να κοιμηθεί με το παιδί της, δεν έχει χρήματα να το ταΐσει, να βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητο, να πληρώσει τον παιδικό σταθμό για να μπορέσει να εργαστεί. Κάθε ατυχία μπορεί να είναι καταστροφική κι αν τα καταφέρνει είναι χάρη στην αξιοθαύμαστη επιμονή της, στην περιστασιακή καλοσύνη των ξένων και στην εργασία της ως οικιακή βοηθός σε σπίτια, την οποία ασκεί με αφοσίωση και skills, καθώς εκμεταλλεύεται κάθε χαραμάδα ευκαιρίας που της παρουσιάζεται όσο έρχεται αντιμέτωπη με ήττες και αναποδιές, κινδυνεύοντας να χάσει την επιμέλεια του παιδιού της.

Στο μεταξύ βρίσκει κατάλυμα σε έναν ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες, αν και δεν πιστεύει ότι είναι κακοποιημένη μια που ο σύντροφός της δεν της έχει ασκήσει σωματική βία. Κι εμείς μαζί της αναρωτιόμαστε αν ανήκει εκεί ή όχι, ή αν απλώς βρήκε ένα μέρος να περάσει τη νύχτα. Κι ας βλέπουμε ξανά και ξανά να σκάει στο μυαλό της ηρωίδας σαν υπενθύμιση και τραύμα μαζί, η σκηνή που ο σύντροφός της ανοίγει μια τρύπα με τη γροθιά του στον τοίχο δίπλα ακριβώς στο κεφάλι της. Είναι η ψυχολογική κακοποίηση σε ένα σπίτι βία; Είναι κακοποιημένη μια γυναίκα που δεν της ασκείται σωματική βία (ακόμα) αλλά ζει σε ένα περιβάλλον φόβου και απειλής; Είναι ένα ερώτημα που απαντάται στην πορεία από τα ίδια τα γεγονότα, και είναι ένα άλλο προτέρημα της σειράς ότι περιγράφει τι σημαίνει κακοποιητική σχέση χωρίς καθόλου να καταφεύγει στην καταγγελία. Απλά το δείχνει.

Maid

Είναι ο δρόμος της ηρωίδας, κι εμείς πορευόμαστε μαζί της. Είμαστε στο πλευρό αυτού του τρομερού πλάσματος, γιατί η πρωταγωνίστρια του Maid σε αιχμαλωτίζει ερμηνευτικά, ο τρόπος που κινούνται τα μάτια της ψάχνοντας κάθε φορά λύση, το πώς αντιμετωπίζει κάθε νέο αδιέξοδο καθώς οι λύσεις που βρίσκει ναυαγούν η μία μετά την άλλη.

Είναι αυτή η εσωτερική πίστη που έχει, η πίστη της στη ζωή και στους ανθρώπους, που μεταφέρει και σε εμάς σαν παράδειγμα η χαρισματική Margaret Qualley

Αυτό που θαυμάζεις από την πρώτη σκηνή είναι η αποφασιστικότητα και η εσωτερική της δύναμη, το θάρρος της, το πώς είναι τοποθετημένη μέσα στον εαυτό της και από εκεί αντιμετωπίζει τα πάντα. Αλλά παρατηρείς και τον τρόπο της να συνδέεται και να φτιάχνει δεσμούς, το πώς αγαπάει το κοριτσάκι της, το πώς φροντίζει τη μητέρα της, την καλοσύνη και την έγνοια της σε όποιον έχει ανάγκη, ακόμα και στην κακότροπη –μαύρη– ιδιοκτήτρια του σπιτιού που καθαρίζει. Το εσωτερικό θάρρος και η καλοσύνη πάνε μαζί, και για αυτό, παρά τις δραματικές καταστάσεις, η ιστορία δεν μας βαραίνει, δεν μας θλίβει, ξέρεις πως ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να τα καταφέρει. Πάντως, είναι αυτή η εσωτερική πίστη που έχει, η πίστη της στη ζωή και στους ανθρώπους, που μεταφέρει και σε εμάς σαν παράδειγμα η χαρισματική Margaret Qualley. 

Το Squid Game, τώρα. Ξεκινάς με το ακριβώς αντίθετο: ήρωες χαμένους, παραιτημένους, χωρίς πίστη και ελπίδα. Κατεστραμμένες ζωές. Δεν είναι μόνο που χρωστάνε και δεν έχουν κανέναν τρόπο να τα βγάλουν πέρα. Είναι ότι στρατολογούνται σε αυτό το αλλόκοτο μέρος όπου καλούνται να παίζουν παιδικά παιχνίδια, με την υπόσχεση πως αν κερδίσουν θα βγάλουν πολλά χρήματα. Μόνο που όποιος χάνει τον σκοτώνουν. Κι όταν αντιλαμβάνονται το τίμημα ναι μεν εξεγείρονται, «άνθρωποι είμαστε, δεν μας αξίζει ο θάνατος επειδή χρωστάμε», μετά όμως βλέπουν το χρηματικό έπαθλο και οι περισσότεροι ξεχνούν. Φεύγουν από εκείνο το δυστοπικό μέρος, γλιτώνουν, αλλά αποφασίζουν να ξαναγυρίσουν με τη θέλησή τους, γιατί οτιδήποτε εκεί έξω είναι χειρότερο από τη μοίρα του θανάτου που τους επιφυλάσσει το παιχνίδι.

Η ελπίδα (για το έπαθλο) πεθαίνει πάντα τελευταία. Είναι όμως εκείνοι που πεθαίνουν, και, κυρίως, μέχρι τότε, είναι που βλέπουν όλους τους άλλους να πεθαίνουν. Στα πρώτα επεισόδια, ναι, σου πιάνεται το στομάχι.

Η ελπίδα (για το έπαθλο) πεθαίνει πάντα τελευταία. Είναι όμως εκείνοι που πεθαίνουν, και, κυρίως, μέχρι τότε, είναι που βλέπουν όλους τους άλλους να πεθαίνουν. Στα πρώτα επεισόδια, ναι, σου πιάνεται το στομάχι, το παιχνίδι συνεχίζει, σε κάθε γύρο άνθρωποι σκοτώνονται, κάπου συνηθίζεις, ο θάνατος γίνεται καρικατούρα, όπως στα video games, δεν σε αφορά, οι ήρωες παίκτες γίνονται κυνικοί, ήρωες τηλεχειριστηρίου. Όσο περισσότεροι πεθαίνουν τόσο γεμίζει η φωτεινή σφαίρα με τα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια γουόν που κρέμεται στην οροφή, την κοιτάζουν και παίρνουν θάρρος για να αντέξουν. 

Κάθε φορά που ξεκινάει ένας επόμενος γύρος παιχνιδιού το μόνο που έχει σημασία είναι να κερδίσουν τις αντίπαλες ομάδες, οι νικητές συνεχίζουν, οι χαμένοι εκτελούνται επιτόπου. Πόσο αθώα παρουσιάζεται ο θάνατος, σε ένα ροζ περιτύλιγμα – θυμίζω, οι παίκτες παίζουν παιδικά παιχνίδια σε αντίστοιχα σκηνικά, ροζ, συννεφένια, με παιδικές χαρές, ομπρελίτσες και σχήματα από πηλό. Αναρωτιέσαι. Και γιατί όλος ο πλανήτης ενθουσιάζεται με όλον αυτόν τον κυνισμό; 

Squid Game

(Προσοχή spoiler!)
Yπάρχει, ωστόσο, ένα σημείο game changing. Είναι το παιχνίδι που οι παίκτες χωρίζονται σε ομάδες των δύο, εκεί δεν αντιμετωπίζουν αντίπαλες ομάδες αλλά ο ένας τον άλλον. Εκεί βγαίνουν όλα, οι ηθικές ποιότητες των ηρώων. Γιατί εντάξει όταν έχεις έναν ξένο, αδιάφορο ή και αντιπαθητικό αντίπαλο, τι κάνεις όμως όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τον δικό σου άνθρωπο, τον αγαπημένο σου, ο θάνατός του - η ζωή σου; Ενώ μέχρι τότε παρακολουθούσες απαθής, εξοικειωμένος, τώρα σφίγγεσαι, είναι το πιο συγκινητικό επισόδειο.

Από εκεί και κάτω, και όσο φτάνουμε προς το τέλος, οι παίκτες που επιβιώνουν αποκτούν ηθικό βάρος, οι ήρωες γίνονται χαρακτήρες και όχι τα καρτούν που νομίζαμε. Τελικά όλη αυτή η απάνθρωπη, αδυσώπητη εμπειρία τούς αλλάζει, αυτούς τους ελάχιστους που επιβιώνουν. Το τελικό παιχνίδι ανάμεσα στους δύο που κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί είναι μια θανάσιμη μονομαχία, κι όσο αδιάφορους μας άφηναν οι σφαγές των προηγούμενων γύρων τόσο πλέον εμπλεκόμαστε συναισθηματικά. Γιατί αν ο θάνατος παρουσιάζεται πριν εύκολος και μας αφήνει ασυγκίνητους, τόσο εμάς όσο και τους ήρωες-παίκτες, η ανθρώπινη ζωή τώρα μπαίνει πάνω από όλα τα δισεκατομμύρια του κόσμου. Ο ήρωας, που τον παρακολουθούμε από την αρχή, αφελής και κάπως ρηχός, όχι χωρίς καλοσύνη, έχει μεταμορφωθεί, και η μεταμόρφωσή του είναι ανακουφιστική, μια ανταμοιβή έστω. Αρκεί να μπορεί κανείς να εστιάσει εκεί. 

Squid Game

Γιατί να πρέπει βέβαια να το περάσεις όλο αυτό για να φτάσεις εκεί, είναι ένα ερώτημα.
Το Squid Game δεν μετάνιωσα που το είδα, κι ας είχα αμφιβολίες μέχρι τη μέση, κι ας με τάραξε κάποια βράδια. Είναι πολύ καλό, αν και με ψεγάδια, κάποια προσχηματικά σημεία στο σενάριο, ωστόσο η σύλληψή του είναι πρωτότυπη και η όλη κατασκευή άρτια. Και τελικά μου άφησε ένα αποτύπωμα όπως το περιέγραψα. Εγώ όμως είμαι ενήλικη. Το πρόβλημα είναι ότι το βλέπουν παιδιά και έφηβοι. Για να καταλάβουμε την τάξη μεγέθους, βγήκε στις 17 Σεπτεμβρίου και πριν λίγες μέρες είχε συμπληρώσει 142 εκατομμύρια accounts που το τοποθετούν στη νούμερο ένα δημοφιλή σειρά στην ιστορία του Netflix: Νο 1 σε 90 χώρες!

Διαβάζω ότι στη Γερμανία και αλλού παρατηρήθηκε το φαινόμενο να παίζουν παιδιά στις παιδικές χαρές παιδικά κορεάτικα παιχνίδια που είδαν εκεί, ή να ζητούν να τα παίζουν στο σχολείο, ότι μετά μιμούνταν βίαιες συμπεριφορές ή βλαπτικές για τους συμμαθητές και τους φίλους τους, ενώ υπάρχουν προειδοποιήσεις και συστάσεις στους γονείς να μην επιτρέπουν τα παιδιά τους να το βλέπουν. Προειδοποιήσεις κυκλοφορούν και για το παιχνίδι με τα μπισκότα, το οποίο έχει γίνει viral στο TikTok, που απαιτεί από τους παίκτες να κόψουν με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο σχήμα στο κέντρο του γλυκίσματος, και εκφράζονται φόβοι πως πολλά παιδιά κινδυνεύουν να καούν στην προσπάθειά τους να φτιάξουν σπιτική καραμέλα από ζάχαρη, διαβάζω ότι 3 παιδιά στην Αυστραλία κατέληξαν στο νοσκομείο με εγκαύματα. Το Κόκκινο φως - Πράσινο Φως είναι το δικό μας Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, κανένα πρόβλημα, μόνο που οι χαμένοι πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά. Ή ευκολία στην καταφυγή της απόλυτης βίας προκειμένου να κερδίσουμε ή να επιβιώσουμε σε έναν σκληρό ή άδικο κόσμο είναι απαγορευτική για παιδιά και εφήβους, άλλωστε η σειρά έχει σήμανση 16 και άνω.

Το ροζ περιτύλιγμα του θανάτου, ο απόλυτος κυνισμός σε έναν κόσμο παιδικότητας, όπως παρουσιάζεται εδώ, πρέπει να είναι απαγορευτικό για οποιαδήποτε ταύτιση χωρίς σκέψη και επεξεργασία

Αλλά και πάλι. Ποιο είναι το μήνυμα που περνάει η σειρά για τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου; Είναι το ότι μετά την πανδημία χειροτέρεψε κι άλλο την απόσταση μεταξύ των πλουσίων και φτωχών, όπως είπε στο Wall Street Journal ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Hwang Dong-hyuk, και ότι η ιστορία έγινε πολύ ρεαλιστική για τον κόσμο σε σχέση με μια δεκαετία πριν, όταν είχε φτιάξει το σενάριο; Ίσως αν μείνουμε στο επίπεδο της κοινωνικής καταγγελίας, περιοριζόμαστε σε ένα πρώτο επίπεδο όχι και τόσο ενδιαφέρον. Η δουλειά της μυθοπλασίας είναι να δείχνει, να φτιάχνει ήρωες, να προκαλεί συναισθήματα ίσως και ταυτίσεις, αλλά σε ένα ψυχικό κομμάτι, δηλαδή ατομικό, στον καθένα από εμάς, και το ροζ περιτύλιγμα του θανάτου, ο απόλυτος κυνισμός σε έναν κόσμο παιδικότητας, όπως παρουσιάζεται εδώ, πρέπει να είναι απαγορευτικά για οποιαδήποτε ταύτιση χωρίς σκέψη και επεξεργασία. 

Maid

Όσο για το Maid, πριν λίγες μέρες είχε φτάσει σε 67 εκατομμύρια σπίτια, είναι ακόμα στο Top 10 της πλατφόρμας σε πολλές χώρες από την ημέρα που κυκλοφόρησε, 1η Οκτωβρίου. Δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την πρωταγωνίστριά του, αξίζει μόνο και μόνο για αυτή, η Margaret Qualley είναι χάρμα οφθαλμών να την παρακολουθείς, το next big thing όπως λένε του Χόλιγουντ. Αλλά και γενικότερα δεν υπάρχει ψεγάδι, σκηνοθετικό, ερμηνειών, σεναρίου, είναι όλα στη θέση τους. Η σειρά βασίστηκε στο best seller της Stephanie Land “Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive” και είναι οι περιπέτειες της ίδιας της Land, όπως περιγράφονται στο βιβλίο της, true story δηλαδή. Το πώς καταλήγει η ιστορία σας αφήνω να το διαπιστώσετε μόνοι σας. Είναι εξαιρετική σειρά, βάλσαμο να τη βλέπεις, χρήσιμη από κάθε άποψη για τους εφήβους όλου του κόσμου, και για τις νέες γυναίκες, που βλέπουν τι σημαίνει να είσαι fighter, αλλά και τι κάνεις όταν εγκλωβίζεσαι σε μια κακοποιητική σχέση: φεύγεις.

Αν και το Squid Game είναι καθηλωτικό για πολλά εκατομμύρια ανθρώπους, το Maid το αγαπάς περισσότερο από κάθε άποψη.