- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πηνελόπη Τσιλίκα: Ο «Σιωπηλός δρόμος», η Θάλεια & το έργο της
«Χρειάζεται τόλμη από τους τηλεοπτικούς παραγωγούς, γιατί μια καλή σειρά μυθοπλασίας είναι μια μεγάλη επένδυση, και ενέχει πάντα ένα ρίσκο»
Η Πηνελόπη Τσιλίκα μιλά για τη νέα σειρά του MEGA «Σιωπηλός δρόμος», τη μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση και την πορεία της στις τέχνες.
Μυστηριώδης, ασυμβίβαστος, αλλά γνήσιος χαρακτήρας. Η νεαρή δημοσιογράφος Θάλεια Καρούζου είναι ο άνθρωπος-κλειδί στη διαλεύκανση της υπόθεσης μαζικής απαγωγής εννέα μαθητών ενός ιδιωτικού δημοτικού σχολείου στο Βαθύ Αττικής. Τα παιδιά επέβαιναν στο σχολικό λεωφορείο που ποτέ δεν ολοκλήρωσε το καθημερινό δρομολόγιό του κι έτσι τα ίχνη τους –μαζί με αυτά του οδηγού και της συνοδηγού– χάθηκαν. Η εξαφάνιση έχει μεγάλο αντίκτυπο στις εύπορες οικογένειές τους, όπως και σε μια ολόκληρη κοινότητα που δοκιμάζεται μέχρι να μάθει την αλήθεια.
Η Θάλεια επιστρέφει στη γενέτειρα και την οικογένειά της από την οποία έχει απομακρυνθεί εδώ και χρόνια, όταν μαθαίνει ότι τα ανίψια της βρίσκονται ανάμεσα στα παιδιά που αγνοούνται. Όμως γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπη με μια σειρά από αναπάντεχα γεγονότα που θα την κάνουν να βρεθεί στο στόχαστρο της έρευνας. Πώς συνδέεται με την απαγωγή; Αυτή είναι η ιστορία του «Σιωπηλού δρόμου», της νέας μίνι σειράς μυθοπλασίας του MEGA σε σκηνοθεσία του Βαρδή Μαρινάκη («Ζίζοτεκ», «Μαύρο λιβάδι») και σενάριο του διδύμου πίσω από τις «Άγριες μέλισσες», Μελίνας Τσαμπάνη και Πέτρου Καλκόβαλη. Η αστυνομική-δραματική σειρά με την ατμοσφαιρική μουσική του Ted Regklis («Παράσιτα») και με φωτογραφία του Ραμόν Μαλαπέτσας («Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ») έκανε πρεμιέρα αρχές Απριλίου και από τα πρώτα λεπτά κατάφερε να κερδίσει τους θεατές που κάθε Κυριακή βράδυ γίνονται μάρτυρες της επίλυσης του παζλ.
Τη Θάλεια ενσαρκώνει η Πηνελόπη Τσιλίκα. Μετά από ερμηνεία ρόλων σε θεατρικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές όπως «Μικρά Αγγλία», «Βασιλιάς Ληρ», «Ζίζοτεκ», «Η λέξη που δε λες» κ.ά. η ηθοποιός υποδύεται ίσως έναν από τους πιο σκοτεινούς χαρακτήρες στην καριέρα της. Και μας μαγνητίζει.
Ο «Σιωπηλός Δρόμος» καθήλωσε τους θεατές από το πρώτο επεισόδιο και συνεχίζει να αποκτά θαυμαστές. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στη σειρά και τι ήταν εκείνο που αγαπήσατε στο σενάριο;
Έτσι είναι, και είμαστε όλοι πραγματικά χαρούμενοι που ο «Σιωπηλός δρόμος» βρήκε ανταπόκριση στο κοινό, ήταν ένα στοίχημα γιατί είναι μια σειρά διαφορετική, ως προς το θέμα της, την προσέγγισή του, την κινηματογράφηση, την υποκριτική κατεύθυνση, ακόμα και τη δομή του, το ότι είναι μια σειρά 13 επεισοδίων. Για μένα, καθοριστικός παράγοντας για τη συμμετοχή μου ήταν αφενός το ότι ξέρω και εκτιμώ πολύ τον Βαρδή Μαρινάκη, έχουμε ξαναδουλέψει μαζί στο «Ζίζοτεκ», στην τελευταία του μεγάλου μήκους, και εμπιστεύομαι και επικοινωνώ με τον τρόπο του και τη ματιά του πάνω στα πράγματα, και αφετέρου το εξαιρετικά δυνατό σενάριο της Μελίνας Τσαμπάνη και του Πέτρου Καλκόβαλη. Είναι ένα σπάνιο σενάριο, με τρομερά προσεγμένη πλοκή και χαρακτήρες, που μας προσφέρει πολύ γόνιμο έδαφος να εξερευνήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, τη διαδρομή τους, τον τρόπο αντίδρασής τους σε όσα συμβαίνουν, μεγάλα και μικρά, με έναν τρόπο υπόγειο και εκρηκτικό ταυτόχρονα.
Η Θάλεια είναι ο «ρόλος-κλειδί» στην υπόθεση απαγωγής των παιδιών και έχει μια αινιγματική προσωπικότητα. Ποιες πτυχές του χαρακτήρα της σας κέντρισαν το ενδιαφέρον και πώς προετοιμαστήκατε για να την υποδυθείτε;
Αυτή η αινιγματικότητα και το παρελθόν της Θάλειας ήταν αυτά που μου κίνησαν το ενδιαφέρον για αυτήν. Είναι μια κοπέλα με «επιβαρυμένο ιστορικό», που στο παρελθόν επέλεξε τη φυγομαχία και την απόδραση από τα τραύματά της, εξού και η φυγή της σε μια άλλη πόλη, εξού και η εξάρτησή της από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, προτιμούσε να ξεχάσει παρά να θυμηθεί και να αντιμετωπίσει. Τώρα, την ξανασυναντάμε στη στιγμή που διεκδικεί την ωριμότητά της, και τα πράγματα την φέρνουν σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή, οπότε παλεύει για να μη λιποτακτήσει, αλλά να φτάσει μέχρι το τέλος του δρόμου. Η ματιά της, ο τρόπος που παρατηρεί τα πράγματα, το τί σκέφτεται πριν μιλήσει τελικά, η διαδρομή της προς αυτήν τη διεκδίκηση, με βήματα μπρος και πίσω όπως συμβαίνει και στη ζωή μας, ήταν από τα πρώτα πράγματα που με απασχόλησαν στην προσέγγιση της Θάλειας.
O «Σιωπηλός δρόμος» ανήκει στο είδος της μυθοπλασίας. Πώς βλέπετε τη μυθοπλασία τα τελευταία χρόνια στην ελληνική τηλεόραση; Υπάρχει χώρος, υπάρχουν πόροι για περισσότερες παραγωγές;
Η μυθοπλασία δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα από την κρίση του 2009 και μετά, και χρειάστηκε πολύς καιρός μέχρι να καταλάβουμε ότι χρειαζόμαστε, πρώτα πρώτα σαν θεατές, μια μυθοπλασία που πραγματικά μας ικανοποιεί και μας κινητοποιεί. Από εκεί και πέρα χρειάζεται τόλμη από τους τηλεοπτικούς παραγωγούς, γιατί μια καλή σειρά μυθοπλασίας είναι μια μεγάλη επένδυση, και ενέχει πάντα ένα ρίσκο. Νομίζω ότι πλέον υπάρχει αυτή η διάθεση και η τόλμη για αυτό, το είδα με τα μάτια μου στην περίπτωση του «Σιωπηλού Δρόμου», και κάτι μου λέει ότι η μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση θα γνωρίσει μία νέα άνθιση.
Πρόσφατα βρεθήκατε στην Ιταλία για τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας. Πώς ήταν η εμπειρία γυρισμάτων σε ξένη χώρα εν μέσω πανδημίας;
Βρεθήκαμε στην Τεργέστη τον Νοέμβριο, για τα γυρίσματα της καινούργιας ταινίας του Θάνου Αναστόπουλου. Ήταν μια τρομερά ενδιαφέρουσα και απολαυστική εμπειρία, τόσο γιατί ο τρόπος που δουλεύει ο Θάνος είναι πραγματικά ιδιαίτερος, απαιτεί μια ευελιξία και μια αίσθηση παιχνιδιού που ήταν υπέροχη, όσο και γιατί βρισκόμασταν κατά στιγμές σε μία πόλη-φάντασμα, κάποιοι άνθρωποι, που γύριζαν μια ταινία.
Πηγαίνοντας πίσω στα πρώτα βήματα στην υποκριτική, πώς αποφασίσατε από τη Νομική Σχολή να δώσετε εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου; Τι σας οδήγησε σε αυτή την κατεύθυνση;
Νομίζω στην περίπτωσή μου συνέβη ό,τι συμβαίνει σε πάρα πολλά παιδιά, που φτάνουν να διαλέγουν κατεύθυνση και να δίνουν πανελλήνιες χωρίς να ξέρουν πραγματικά τι θέλουν να κάνουν, με τι θέλουν να ασχοληθούν και πώς θέλουν να δουλέψουν. Όταν πέρασα στη Νομική ήταν μεγάλη χαρά για τους δικούς μου, και ένα ερωτηματικό για μένα. Και ενώ υπήρχαν μαθήματα στη Νομική που με ενδιέφεραν, ξεκίνησα να ψάχνω εναλλακτικές για να πάρω μια απόφαση ως προς το πού θα κατευθυνθώ τελικά. Μία από αυτές ήταν το ότι ξεκίνησα να γράφω σε ένα φοιτητικό περιοδικό, στο οποίο ένας από τους συντάκτες, ο οποίος έγινε κι εκείνος σκηνοθέτης τελικά, δούλευε σε μια ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα. Οπότε πήγαμε στο γύρισμα για να συνδράμουμε σαν βοηθητικοί ηθοποιοί, και για μένα αυτό ήταν ένα γεγονός-κλειδί, το γύρισμα με γοήτευσε και αισθάνθηκα μια αναπάντεχη οικειότητα με τη διαδικασία του. Και πάλι, όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό δεν ήξερα αν θα είναι αυτό που θα κάνω τελικά.
Τι θυμόσαστε από την πρώτη σας οντισιόν; Ποια ήταν τα συναισθήματα όταν σας έδωσαν τον πρώτο ρόλο;
Πρώτη οντισιόν με το που τέλειωσα τη σχολή ήταν με τον Παντελή Βούλγαρη, για τη «Μικρά Αγγλία». Πρώτη και τυχερή, γιατί ο Παντελής είχε βλέμμα με τρυφερότητα, νεανικότητα, και θάρρος μέσα στα πράγματα. Προσωπικά ήμουν χαρούμενη μόνο και μόνο που συνάντησα τον σκηνοθέτη για τον οποίο μιλούσαν οι γονείς μου, και με είχαν πάει στο σινεμά για να δω ταινίες του, όταν πήρα τον ρόλο, έκανα σα μικρό παιδί από τη χαρά μου.
«Μικρά Αγγλία», «Dogville», «Kala Azar», «Βασιλιάς Ληρ», «Σιωπηλός δρόμος». Κινηματογράφος, θέατρο, τηλεόραση: Ποια τέχνη σας εκφράζει περισσότερο;
Με το σινεμά έχω μια σχέση σημαδιακή, γιατί ήταν η πρώτη επαφή μου με τον κόσμο αυτόν, και η πρώτη μου δουλειά. Το αγαπώ για την εστίαση πάνω στα πρόσωπα και τις ζωές, τις μυστικές σκέψεις και τα κρυφά αισθήματα. Για μένα και η τηλεόραση αυτήν την εστίαση επιχειρεί ιδανικά. Στο θέατρο από την άλλη, η έκφραση της οπτικής και της σκέψης γίνεται πρώτα με τον λόγο, μέσα από κείμενα που έχουν σωθεί μέσα στους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας, ή γράφτηκαν μόλις χθες. Και κάθε παράσταση, από την πρώτη μέχρι την τελευταία, είναι ένα πείραμα, μια ξεχωριστή συνάντηση διά ζώσης με τους θεατές, που συμμετέχουν εξίσου με όσους βρίσκονται πάνω στη σκηνή.
Ποια είναι τα «μαθήματα» που πήρατε από σκηνοθέτες και συναδέλφους με τους οποίους συνεργαστήκατε και πώς τα χρησιμοποιείτε στην τέχνη σας;
Ο Παντελής, για παράδειγμα, ζητούσε να δει πράγματα χωρίς ακριβώς να το αντιλαμβάνεσαι, μόνο και μόνο με τη διήγηση μιας ιστορίας και με τον τρόπο που παρακολουθούσε από το μόνιτορ κάνοντας ένα τσιγάρο, ο Παντελής υπάρχει και αναπνέει μαζί με τους ηθοποιούς του όταν γυρίζει μια ταινία, διατηρεί μια σχέση καλώς εννοούμενης συντροφικότητας μαζί τους σε αυτήν την εξερεύνηση. Το ίδιο στοιχείο έχει και η Τζάνις Ραφαηλίδου, η σκηνοθέτρια του «Κala Azar», της τελευταίας ταινίας που έπαιξα και έχει δει το φως εν μέσω πανδημίας. Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, έχουν την αίσθηση πως ό,τι είναι σημαντικό, δε μπορεί παρά να μας διαφεύγει κατά κανόνα, μόνο από τύχη ή ευτυχία θα καταφέρουμε να το απαθανατίσουμε στην πληρότητά του. Αυτό έχει κάτι το απελευθερωτικό.
Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη μέρα για το θέατρο μετά τις πρόσφατες καταγγελίες κακοποίησης; Πώς μοιάζει το μέλλον του ελληνικού #MeToo;
Ήδη έχει συμβεί ένα πολύ σημαντικό βήμα, η κάμψη της ντροπής που επωμιζόταν αποκλειστικά το θύμα, όπως και μια ενδυνάμωση της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων που δημιουργούν και δουλεύουν στον χώρο του θεάτρου και του σινεμά. Η λύση της σιωπής και η μετέπειτα συζήτηση συνέβη, και όχι τυχαία, σε μία περίοδο παύσης εργασιών και ενδοσκόπησης για όλους μας. Το αν αυτή η περίοδος θα βρει αντίκρυσμα στην θεατρική πρακτική στο κοντινό και μακρινό μέλλον, είναι ένας αγώνας, που θα δοθεί σε θεσμικό επίπεδο, αλλά και στο πεδίο της καθημερινότητας σε αυτή τη δουλειά, μέσα στην τριβή της πρόβας και της παράστασης.
Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια;
Το καλοκαίρι θα είναι μια ευκαιρία ξεκούρασης για μένα, από τον δεκαπενταύγουστο και μετά ξεκινάω πρόβες για την επόμενη σεζόν, που εκτός από θέατρο θα περιέχει και τα γυρίσματα για μια ταινία στην οποία πιστεύω πολύ.