TV + Series

Το Eρπετό στο Netflix: Θρίλερ με ήρωα τον serial killer των χίπις

Πώς νέοι με άγνοια κινδύνου ―εντελώς κουφιοκέφαλοι― έπεσαν θύμα ψυχοπαθούς δολοφόνου

Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για τη δραματική σειρά του Netflix «Το Ερπετό» γύρω από τον serial killer του hippie trail

Έχουμε αναπτύξει έμμονη ιδέα με τις αφηγήσεις true crime και με τους κατά συρροή δολοφόνους: τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες και σειρές streaming τοποθετούν ανθρώπινα τέρατα στο κέντρο της πλοκής – μου έρχονται στο μυαλό το «Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile» για τον περιβόητο Ted Bundy, το «Τhe Yorkshire Ripper» και το «Night Stalker: The Hunt for a Serial Killer». Στο «The Serpent», μια σειρά 8 επεισοδίων του Netflix, ο πρωταγωνιστής serial killer είναι ο Charles Sobhraj που στη δεκαετία του 1970 εξαπατούσε και δολοφονούσε κουτόφραγκους – χίπις και επίδοξους χίπις που ακολουθούσαν το «hippie trail», μια διαδρομή από την Ισταμπούλ στo Αφγανιστάν και μέχρι το άκρο της Νοτιοανατολικής Ασίας, συνήθως μέχρι την Μπανγκόκ, την Καλκούτα, το Κατμαντού ή την Τζακάρτα. Το hippie trail είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει ερευνηθεί: ο κινηματογράφος και η τηλεόραση έχουν αναδείξει την εξωτική του πλευρά –δραματικά τοπία, τροπική καταχνιά και βουδιστικούς ναούς– μαζί με τη λαχτάρα που είχε ένα μέρος της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και αυστραλιανής νεολαίας στη δεκαετία του 1970 να ανακαλύψει την αινιγματική Ανατολή – την υποτιθέμενη σοφία της. Πού οφειλόταν αυτή η λαχτάρα; Τι απέγιναν εκείνοι που ταξίδεψαν στην καρδιά του σκοταδιού; Επέστρεψαν άραγε στο Οχάιο και έπιασαν δουλειά στην τοπική αντιπροσωπία της Chevrolet; Πόσοι χάθηκαν στα πέριξ της Freak Street του Κατμαντού;

Ενώ εκτυλισσόταν το προσκύνημα στην Ανατολή, που πήρε οριστικά τέλος μετά την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, γυρίζονταν ταινίες hippie exploitation – το Χόλιγουντ σκάρωνε b-movies που εξέφραζαν την ανησυχία των πρεσβυτέρων για τα ήθη και τα γούστα της νεολαίας στο περιβάλλον της αντικουλτούρας. Αλλά το hippie trail δεν ήταν καινούργιο: οι μπίτνικς ταξίδευαν με περιπετειώδη διάθεση στην Ανατολή –συμπεριλαμβανομένης της βόρειας Αφρικής– ήδη από τη δεκαετία του 1950. Όμως ο ευρύτερος κύκλος των μπίτνικς αποτελούταν από ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία, πιο υποψιασμένους, που πειραματίζονταν με διαφορετικές ψυχοτρόπες ουσίες. Το καινούργιο στα χρόνια του ’70 ήταν ότι οι ταξιδιώτες έδειχναν υπερβολικά αγαθόπιστοι («τα αμερικανάκια») και είχαν γίνει πολύ εύκολα εκμεταλλεύσιμοι – ήταν άβγαλτοι, διάβαζαν βουδιστικά κείμενα χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα και πειραματίζονταν με επικίνδυνα παραισθησιογόνα. Συχνά, μιας και το είχαν σκάσει από συντηρητικές, θρησκευόμενες μικροαστικές οικογένειες, ήταν επιρρεπείς σε υποκατάστατα θρησκειών: σε μικρο-ηγέτες, σε κηρύγματα, σε δόγματα. Οι χίπικες προτροπές «Drop Acid, Not Bombs», «F*ck the establishment» και «Blow Your Mind» ακούγονταν ελκυστικές, αλλά λίγοι ήξεραν τι σήμαιναν ή τι θα μπορούσαν να σημαίνουν. Το «Τhe Serpent» περιγράφει τις περιπέτειες αυτών των νέων που όχι μόνο έχουν άγνοια κινδύνου αλλά φαίνονται εντελώς κουφιοκέφαλοι: αναζητώντας το καλύτερο trip πέφτουν θύματα στην καλύτερη περίπτωση ντόπιων επιτήδειων και στη χειρότερη δολοφόνων με ολόκληρα δίκτυα συνενόχων. Στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν να κουβαληθούν στην Ταϋλάνδη για να καταλήξουν νεκροί: στη δεκαετία του 1970 serial killers καραδοκούσαν στις αμερικανικές εθνικές οδούς – το οτοστόπ δεν άργησε να γίνει ριψοκίνδυνη συνήθεια.

Η σειρά, αν και binge-worthy, έχει πολλές αδυναμίες, με πρώτη τη διανομή των ρόλων: απορώ πώς ένας Βέλγος και ένας Βρετανός σκηνοθέτης προσέλαβαν μια Αγγλίδα για να υποδυθεί τη Γαλλο-καναδέζα Monique, έναν Άγγλο για να υποδυθεί τον Βέλγο διπλωμάτη κι έναν ακόμη Άγγλο να υποδυθεί τον Ολλανδό. Η Jemma Coleman αγωνίζεται να μιλήσει γαλλικά του Κεμπέκ –με κωμικοτραγικά αποτελέσματα– ενώ ο Billy Howle που θα έπρεπε να έχει ελαφρώς ολλανδική προφορά αγωνίζεται να μην του ξεφύγει η προφορά της Μεσαγγλίας (του ξεφεύγει). Όσο για τον Tim McInnerny αγωνίζεται να μην του ξεφύγει η προφορά του Τσέσαϊρ παραμένοντας ο Tim από τα χωριά του Μάντσεστερ. Αναρωτιέμαι: δεν υπάρχουν Γαλλο-καναδοί, Ολλανδοί και Βέλγοι ηθοποιοί; Kαι γιατί τον Γάλλο Dominique υποδύεται ο επίσης Άγγλος Fabien Frankel, ο οποίος αποφεύγει τη γελοιοποίηση επειδή μιλάει λίγο και επειδή, όπως έμαθα, έχει διδαχθεί γαλλικά σε φροντιστήριο; Οι Ολλανδοί διπλωμάτες μιλούν μεταξύ τους αγγλικά και, για να γλιτώσει η Jemma Coleman από τα γαλλικά, οι δύο γαλλόφωνοι χαρακτήρες, η Monique και ο Charles μιλάνε μεταξύ τους αγγλικά. Κι αν η Γερμανίδα σύζυγος του Ηerman Kippenberg μιλάει αγγλικά, μπορούμε να το δεχτούμε ως lingua franca μεταξύ των συζύγων, το πράγμα όμως γίνεται κάπως φαιδρό όταν, στο Παρίσι, η Γαλλο-ινδοκινέζα μητέρα του Charles μιλάει με τον γιο της στα αγγλικά.

Νομίζω πως η ηθοποιία είναι αποτυχημένη: ίσως εξαιτίας του ότι οι ηθοποιοί καλούνται να παίξουν τον ρόλο τους σε γλώσσα που δεν είναι η δική τους, ίσως εξαιτίας της επιφανειακής κατανόησης του θέματος. Ούτε ο Tahar Rahim που υποδύεται τον δολοφόνο είναι πειστικός· το ύπουλο, λοξό βλέμμα δεν αρκεί για να ζωντανέψει έναν κοινωνιοπαθή που καταδικάστηκε για δώδεκα δολοφονίες (μάλλον είχε διαπράξει περισσότερες) και κυρίως δεν αρκεί για νa εξηγήσει τη σαγήνη που ασκούσε ο Sobhraj στα θηράματά του.

Μια ακόμα αδυναμία είναι το μπρος-πίσω της αφήγησης· όχι επειδή «μπερδεύει» τον θεατή: πρόκειται για απλή ιστορία, δεν μπορείς να μπερδευτείς – ένας Γάλλος γεννημένος στη Σαϊγκόν εκμεταλλεύεται, ληστεύει και σκοτώνει «μακρυμάλληδες». Η επιλογή των διαδοχικών flash back και flash forward μου φάνηκε αδέξια από αισθητική άποψη: υπονομεύει τη συνοχή και δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Εξίσου αδέξια είναι, νομίζω, η έλλειψη εστίασης, ο δισταγμός ανάμεσα στον πρωταγωνιστή-Sobhraj και στον πρωταγωνιστή-Ολλανδό διπλωμάτη Herman Knippenberg, ο οποίος πάσχιζε μόνος, εναντίον όλων, να ανακαλύψει τον ένοχο. Αν έχει κάποιο νόημα η σεναριοποίηση αυτής της ιστορίας, την οποία γνωρίζουν μέσες-άκρες όσοι ήταν νέοι το 1975, είναι η υπόθεση αυτού του νεαρού διπλωματικού υπαλλήλου: ο Knippenberg σκοντάφτει στην απάθεια των Δυτικών διπλωματών, στην ευθυνοφοβία τους, στην απονιά τους· καθώς και στην παροιμιώδη διαφθορά, την αδιαφορία και την οκνηρία της ταϋλανδέζικης αστυνομίας. Αναζητώντας δικαιοσύνη, ο Ολλανδός, που όλοι τον αποκαλούν «Τσόκαρο» λόγω του στερεοτύπου για τους Ολλανδούς (αγελάδες και χωριατοπούλες που φοράνε τσόκαρα) αναγκάζεται να ανέβει στα βουνά της γραφειοκρατίας και της διεθνούς διπλωματίας – αλλά, η σειρά του Netflix παραείναι θαμπωμένη από τον serial killer για να τον τοποθετήσει στο κέντρο της αφήγησης. Εναλλάσσοντας την εστίαση με τον Sobhraj, της διαφεύγουν τα ερωτήματα: Τι λογής παιδιά είναι αυτά που γίνονται τόσο εύκολα λεία ληστών, λαθρεμπόρων και δολοφόνων; Πώς και γιατί η χίππικη κουλτούρα κατέληξε σε συμμορίες, εγκληματικές οικογένειες και ανθρώπινες απώλειες; Πώς οι «innocents abroad» χάθηκαν σε ξένους κόσμους; Πώς το όνειρο του Magic Bus έγινε εφιάλτης; Όσο για την απόπειρα της σειράς να ερμηνευθεί η εγκληματική προσωπικότητα του Charles Sobhraj μέσω των εμπειριών του –ήταν άπατρις, θεωρούσε τον εαυτό του «ημίαιμο» και δεν τον αγαπούσε η μητέρα του– ακούγονται μάλλον προχειροδουλειά.  Όχι ότι η σειρά δεν είναι ευχάριστη με τον τρόπο της ―είναι. Κυρίως για όσους παρακολουθούν το Netflix ενώ παίζουν με το κινητό τους.