TV + Series

Αντώνης Κανάκης: Tο «τίποτα» κερδίζει συνεχώς έδαφος

Ο «πειρατής» των μίντια μιλάει στην ATHENS VOICE

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 767
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο Αντώνης Κανάκης απαντά για την επιστροφή στην τηλεόραση με τους «Ράδιο Αρβύλα» και το «Vinylio» στο OPEN, το ραδιόφωνο, τη μουσική και τη ζωή του.

Ο «πειρατής» που άλλαξε το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τα πάρτι, επέστρεψε με τους «Ράδιο Αρβύλα» και το «Vinylio» στο OPEN και μιλάει στην ATHENS VOICE για τα μίντια, τους ανθρώπους και τη ζωή του.

Το «Ράδιο Αρβύλα» αλλά και το «Vinylio» επιστρέφουν από τη συχνότητα του OPEN. Τι σας έμεινε από το διάστημα που ανεβάζατε επεισόδια στο YouTube;
Την περσινή σεζόν την απολαύσαμε και εμείς και οι τηλεθεατές, θαρρώ. Είχε έναν ρομαντισμό, μια «πειρατίλα», και σε συνδυασμό με την πρώτη καραντίνα λειτούργησε σαν διέξοδο και για εμάς και για τους θεατές. Στο διαδίκτυο, με αιφνιδίασαν ευχάριστα τα πολύ μεγάλα νούμερα σε ό,τι αφορά τις θεάσεις και η έντονη αλληλεπίδραση με τους θεατές. Επίσης, με εντυπωσίασε η έμπρακτη πλέον διαπίστωση, πόσο πολλοί άνθρωποι έχουν γυρίσει την πλάτη τους στο μεγαλύτερο κομμάτι της τηλεόρασης.
Στον αντίποδα, αυτό που έχω παρατηρήσει τελευταία, είναι ότι το YouTube έχει αρχίσει και χάνει την μπάλα με τη διαχείριση των διαφημίσεων, οι οποίες και αριθμητικά, αλλά και σε επίπεδο τοποθέτησης, έχουν αρχίσει να γίνονται πιο ενοχλητικές ακόμα και από την τηλεόραση.

Πώς το πήρατε απόφαση για καθημερινές εκπομπές; Θα έχει κάποια νέα δομή το «Ράδιο Αρβύλα»;
Το καθημερινό και ειδικά το ζωντανό, το αγαπάμε, το έχουμε στο αίμα μας και, όταν είναι εφικτό, το επιχειρούμε. Τι εννοώ; Εννοώ πως το Ράδιο Αρβύλα, τα τελευταία 13 χρόνια που βρίσκεται στον αέρα, έχει ανεβάσει τον εσωτερικό του πήχη σε τέτοιο βαθμό που η δημιουργία και παραγωγή ενός και μόνο επεισοδίου είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Για μένα έχει μεγάλη σημασία το υλικό της εκπομπής να είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό του, αν όχι στο 100%, δυνατό και ενδιαφέρον. Φέτος επιχειρούμε και πάλι το καθημερινό για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί από τον περασμένο Σεπτέμβριο δουλεύουμε κανονικότατα και παράγουμε υλικό και, δεύτερον, γιατί στο Open, λόγω της μετάδοσης του δελτίου ειδήσεων στις 7, η δυνατότητα για τη ζώνη των 8, μου φάνηκε και μας φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και προκλητική. Είναι μια νέα ώρα για το Ράδιο Αρβύλα, ένα καινούργιο κανάλι, και σίγουρα θα θέλει «χτίσιμο», αλλά σε όλους μας άρεσε πολύ.

Η πιο ισχυρή φωνή που αλλάζει συνεχώς τον τρόπο σκέψης μου, είναι η εσωτερική μου φωνή η οποία καθορίζεται από τις εμπειρίες μου και το πέρασμά μου μέσα στον χρόνο

Τι σας έκανε να βρεθείτε πίσω από ένα μικρόφωνο, μπροστά από μια κάμερα, πίσω από μια κάμερα και αργότερα σε ΑΦΜ μιντιακών επιχειρήσεων; Τι σας γοήτευσε στον κόσμο των μέσων; Συγκρούεται ο δημιουργός με τον επιχειρηματία μέσα σας; Και ποιος κερδίζει στο τέλος;
Ειλικρινά το θέμα ραδιόφωνο νιώθω ότι δεν το επέλεξα αλλά με επέλεξε. Δεν εξηγείται διαφορετικά το ότι 11 ετών ήμουν ήδη στον αέρα με πειρατικό σταθμό. Το λάτρεψα από πολύ μικρός ως ακροατής και ένιωσα πολύ έντονα και γρήγορα την ανάγκη για επικοινωνία μέσω αυτού και της μουσικής. Η τηλεόραση ήρθε το 1988 στη ζωή μου, ιδιαίτερα φυσικά και αβίαστα και πάλι με αντικείμενο τη μουσική. Παράλληλα με το μπροστά από την κάμερα, με μάγεψε και μου ταίριαξε σε δημιουργικό επίπεδο οτιδήποτε συμβαίνει πίσω από τις κάμερες, και έπεσα με τα μούτρα κατευθείαν σε όλα αυτά (σκηνοθεσία, μοντάζ, σκηνογραφία, μουσική επιμέλεια, συγγραφή, αρχισυνταξία κτλ) τα οποία μου έβγαιναν από την αρχή ιδιαίτερα αβίαστα και φυσικά. Οι εποχές ήταν ιδανικές για να τα κάνεις όλα μόνος σου και η συνθήκη αυτή ήταν τεράστιο σχολείο. Το βασικό συστατικό της γοητείας που άσκησαν τα μέσα επάνω μου είναι ο συνδυασμός δημιουργίας και επικοινωνίας.
Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό κομμάτι, αυτό το ανέλαβα για έναν και μοναδικό λόγο, γιατί ήθελα να εξασφαλίσω την απόλυτη ανεξαρτησία στις παραγωγές μας και την παραμονή μας στη Θεσσαλονίκη. Δεν το απολαμβάνω και τόσο πολύ και με κουράζει πολλές φορές ψυχολογικά, αλλά δεν του επιτρέπω, ειδικά πλέον, να λειτουργεί εις βάρος του δημιουργικού κομματιού, το οποίο φυσικά και υπερτερεί σε όλα τα επίπεδα.

Υπήρξατε διευθυντής και δημιουργός του FM 101, του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού στην Ελλάδα που εξέπεμπε 24 ώρες ξένη μουσική. Τι μέρες και νύχτες ήταν αυτές;
Αν και το 1988 που συνέβησαν όλα αυτά, το ραδιόφωνο ήταν ήδη επαγγελματικό, παράλληλα ήταν ακόμα στο ξεκίνημα της ελεύθερης ραδιοφωνίας και κατά συνέπεια υπήρχε έντονος ενθουσιασμός-ρομαντισμός και θύμιζε κάπως τα πειρατικά χρόνια. Ήταν λοιπόν πολύ όμορφες ημέρες και νύχτες, απόλυτα αφοσιωμένες στο ραδιόφωνο και στη μουσική, τις οποίες αναπολώ με χαμόγελο και ζεστασιά, όπως και όλους τους φίλους και συνεργάτες από τότε.

Η πιο όμορφη στιγμή που σας έχει συμβεί στο ραδιόφωνο είναι…
Να κάνω πειρατικό ραδιόφωνο, Χριστούγεννα, μαζί με τον μπαμπά μου.

Η πιο άβολη;
Να έχω ξεχάσει ανοιχτά τα μικρόφωνα στο δημοτικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης το 1988, να βρίσκονται στο στούντιο δύο φίλοι μου τους οποίους δεν τους χαρακτηρίζεις και τους πιο κομψούς στις εκφράσεις τους και τη συνέχεια την καταλαβαίνετε, φαντάζομαι…

Θυμάστε το πρώτο άλμπουμ που αγοράσατε;
Φυσικά, το πρώτο άλμπουμ που κατάφερα να αγοράσω, κρατώντας το χαρτζιλίκι μου, ήταν το «Breakfast In America» των Supertramp.

Τα περισσότερα χρήματα που έχετε δώσει για ένα βινύλιο είναι…
Ειλικρινά δεν θυμάμαι, αλλά ακόμα και όταν δεν είχα καθόλου χρήματα, ό,τι είχα, στα βινύλια πήγαιναν.

Τι πιστεύετε πως σας κάνει δημοφιλή;
Το κατάξανθο και πλούσιο μαλλί μου σε συνδυασμό με το πράσινο των ματιών μου.

Υπήρξαν φωνές που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης σας; Ποιες;
Η πιο ισχυρή φωνή που αλλάζει συνεχώς τον τρόπο σκέψης μου, είναι η εσωτερική μου φωνή η οποία καθορίζεται από τις εμπειρίες μου και το πέρασμά μου μέσα στον χρόνο. Όπως δηλαδή θεωρώ πως συμβαίνει για όλους τους ανθρώπους.

Ποιον κωμικό θαυμάζετε περισσότερο και γιατί;
Απολαμβάνω και αγαπώ πολλούς, αλλά ξεχωρίζω τον Bill Hicks. Ο τύπος συνδύαζε την κωμωδία, τη σάτιρα και τη φιλοσοφία με έναν τελείως rock τρόπο.

Ανήκετε στους ανθρώπους των μίντια που δεν επένδυσαν στην εύκολη λύση του διχασμού την ταραγμένη δεκαετία που έφυγε. Πώς βλέπετε τη δεκαετία που έχει ξεκινήσει; 
Ο διχασμός δυστυχώς καλλιεργείται εντέχνως από όλων των ειδών τους λαϊκιστές, κυρίως για λόγους χειραγώγησης αλλά και λόγω απουσίας οποιασδήποτε άλλης ικανότητας και προσφοράς. Αλλά και εμείς, βρε αδελφάκι μου, οι Έλληνες, στο πετσί μας τον έχουμε αυτόν τον άτιμο τον διχασμό.
Είναι μεγάλη συζήτηση και ενώ είμαι φύση αισιόδοξος, παρ’ όλα αυτά, σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο είδος και τις κοινωνίες μας πιστεύω ότι πλέον το πράγμα πηγαίνει, και θα πηγαίνει, από το κακό στο χειρότερο.

Θα εμβολιαστείτε; Τι σκέφτεστε για τους light αρνητές και τους ψεκασμένους που διαδίδουν θεωρίες συνωμοσίας για την πανδημία του κορωνοϊού; 
Νόμιζα ότι η κρίση ήταν η ιδανική συνθήκη για να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, έκανα λάθος. Η αμιγώς ιατρική, υγειονομική και επιστημονική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε τώρα, αποδείχτηκε ακόμα πιο δυνατός καθρέφτης.

Αυτολογοκρίνεστε ποτέ;
Προσπαθώ να μην το κάνω. Αυτό που νομίζω όμως ότι κάνω, είναι το τόσο εύστοχο που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί (αναρωτιέμαι, το λένε ακόμα;) και δεν είναι άλλο από το: «βούτα λίγο τη γλώσσα στο μυαλό σου πριν μιλήσεις».

Πώς αντιμετωπίζετε το φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας;
Επί της ουσίας η πολιτική ορθότητα είναι απαραίτητο, θεμιτό και κανονικά θα έπρεπε να είναι και αυτονόητο συστατικό κάθε κοινωνίας και να πηγάζει αβίαστα από τον πολιτισμό της.
Η πολιτική ορθότητα δεν είναι τίποτα άλλο από πολιτισμό, ενσυναίσθηση, σεβασμό και ωριμότητα. Το να σέβεσαι τον συμπολίτη σου, τις επιλογές του και τα δικαιώματά του, το να μην προάγεις το οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος των άλλων, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Όμως, όπως τα περισσότερα αυτονόητα, μάλλον και δυστυχώς, είναι ακριβώς το αντίθετο.
Το πρόβλημα αρχίζει, βέβαια, όταν η πολιτική ορθότητα χάνει την ουσία της, εφαρμόζεται υποκριτικά, ανάλγητα και υπερβολικά, γίνεται εργαλείο και άλλοθι στα χέρια των απανταχού «κουναωδαχτυλάκηδων» μόνο και μόνο για να το κουνάω, γιατί έτσι νιώθω σημαντικός. Τότε, αυτή η λανθασμένη κατάχρηση της πολιτικής ορθότητας γυρνάει μπούμερανγκ στους ουσιαστικούς στόχους της.

...και εμείς, βρε αδελφάκι μου, οι Έλληνες, στο πετσί μας τον έχουμε αυτόν τον άτιμο τον διχασμό.

Τι σας έσπρωξε στο DJing; Μετράτε πολλά ξενύχτια, χορεύοντας τους ανθρώπους από τα βράδια στο «Bullshit» και το «Limani» μέχρι τα πρωινά στο «Angels» …
Πρώτη φορά που ανέβηκα στα decks ήταν σε ένα πάρτι που είχα κάνει στο καλοκαιρινό μας σπίτι στην Περαία. Ήμουν 10 ετών και από τότε δεν σταμάτησα. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου είδη ενέργειας, είναι η ενέργεια που απελευθερώνεται όταν πολλοί άνθρωποι ενώνονται, μοιράζονται, επικοινωνούν και εκτονώνονται μέσω της ίδιας μουσικής. Αυτή η ενέργεια με κρατάει εθισμένο στο DJing, αν και τα τελευταία 5 χρόνια το έχω παραμελήσει. Όμως να είμαστε καλά, θα επιστρέψω σε αυτό με κάποια ωραία events που σκέφτομαι.

Το πιο δύσκολο πράγμα σε ένα remix είναι…
Να μη σου βγαίνει και να το συνεχίζεις ψυχαναγκαστικά.

Τι σας αρέσει στην Αθήνα, τι στη Θεσσαλονίκη και τι στη Χαλκιδική;
Την Αθήνα ειδικά τα τελευταία χρόνια την επισκέπτομαι πολύ σπάνια και αυτό που μου αρέσει είναι ότι βλέπω τους λιγοστούς φίλους που έχω εκεί. Η Θεσσαλονίκη είναι το σπίτι μου, οι αναμνήσεις μου, ο τόπος μου και δεν χρειάζονται αιτιολογίες σχετικά με το τι μου αρέσει σε αυτήν. Η Χαλκιδική είναι το δεύτερο σπίτι μου και πρόκειται για έναν μαγικό τόπο που βέβαια έχουμε φροντίσει να τον αντιμετωπίσουμε κάθε άλλο παρά μαγικά.

Πώς είναι η «Θεσσαλονίκη του Μπουτάρη» σε σχέση με τη «Θεσσαλονίκη του Ζέρβα»;
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι του Μπουτάρη, ούτε του Ζέρβα, είναι των κατοίκων της και θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι μια από τις πιο όμορφες και ιδιαίτερες πόλεις στον κόσμο, τονίζοντας το «θα μπορούσε».

Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχουν δει τα μάτια σας και γιατί;
Δεν ξέρω το γιατί, αλλά το πιο όμορφο μέρος που έχω δει, ήταν ένας μικρός παρατημένος και περιφραγμένος κήπος στην παλιά μου γειτονιά. Εκεί όπου τα παιδικά μου μάτια, όταν σκαρφάλωσα στην περίφραξη και αντίκρισα την άναρχη ομορφιά των διάφορων εποχιακών λουλουδιών που μπλέχτηκαν μεταξύ τους, τον αποτύπωσαν στην ψυχή μου ως το πιο όμορφο και μαγικό μέρος.

Το 2015, μετά τον θάνατο του πατέρα σας γράψατε το πρώτο σας βιβλίο «Μπαμπά... (μια κανονική ημέρα)». Πόσο και πώς έχει αλλάξει η ζωή σας τώρα που είστε πατέρας δύο παιδιών;
Δεν έγραφα βιβλίο όταν έγραφα τα λόγια εκείνα. Έγραφα κάθε βράδυ για να τη βγάλω καθαρή. Δεν είχα σκοπό να βγάλω βιβλίο, αλλά το ταξίδι αυτού του μικρού βιβλίου με αιφνιδίασε, με εντυπωσίασε και νομίζω εντυπωσίασε και τον Μπαμπά μου.
Τα παιδιά... αλήθεια δεν έχω λόγια για τα πλάσματα αυτά και για την ευτυχία που έχουν φέρει στη ζωή μου. Δεν νομίζω ότι έχουν εφευρεθεί οι λέξεις...

Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;
Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα αυθόρμητα μέσα στη μαύρη νύχτα, είναι το βιβλίο-αφιέρωμα του φίλου μου Ντίνου Δηματάτη: «Παύλος Σιδηρόπουλος, Το μοναχικό μπλουζ του πρίγκιπα».

Τον περασμένο Δεκέμβριο συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τη δολοφονία του Τζον Λένον. Έχοντας ονομάσει ένα ραδιοφωνικό σταθμό «Imagine», θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς θυμάστε εκείνη τη μέρα του 1980…
Ήμουνα 11 ετών και δεν είχα ακόμα αντιληφθεί πλήρως το μεγαλείο του ανθρώπου. Όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν τόσο έντονη και διαπεραστική, όπου ένιωθες ότι κάτι τραγικά σημαντικό έχει συμβεί. Η δολοφονία του Τζον Λένον νομίζω ότι αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το ανθρώπινο είδος, ειδικά σήμερα: Ένας μόνο διψασμένος για προσοχή και δημοσιότητα άνθρωπος αρκεί για να καταστρέψει οτιδήποτε όμορφο και σημαντικό. Από τότε έως και σήμερα, το «τίποτα» κερδίζει συνεχώς έδαφος και εκδικείται.

Πώς επαναφορτίζετε τις δημιουργικές σας μπαταρίες;
Πλέον η οικογένειά μου και το καλοκαίρι είναι οι φορτιστές μου.

Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται όταν δεν θα είστε εδώ;
Ως τον κατάξανθο τύπο με την πλούσια κόμη και τα πράσινα μάτια που προανέφερα.