- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ricky Gervais, θα σε ευχαριστούμε και «After Life» γι’ αυτήν τη σειρά
Προσοχή: Το κείμενο περιέχει σπόιλερ από τη δεύτερη σεζόν της σειράς που είναι τώρα διαθέσιμη.
Το «After Life» που γράφει, παίζει και σκηνοθετεί ο κωμικός Ricky Gervais βρίσκεται στο top ten των καλύτερων σειρών αυτήν τη στιγμή του Netflix.
Εικοσιένα λεπτά. Ένας άντρας που πενθεί σε έναν κόσμο που δεν έχει ιδέα τι δεν του πηγαίνει καλά. Ένας σκύλος που τον αγαπά και μια οθόνη που δεν χρησιμοποιεί για να δείξει πόσο γαμάτος είναι στην καθημερινότητά του ούτε για να μοιραστεί τη θλίψη του αναρτώντας φωτογραφίες με μαύρο φόντο ή περίγραμμα. Μια οθόνη που κρατά ζωντανή τη μνήμη του για εκείνη που έχασε.
Ο Ricky Gervais ή αλλιώς ένας κωμικός που έχει χτίσει ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ περσόνας όλα αυτά τα χρόνια έφτιαξε μια σειρά για να περιγράψει αυτό που οι παλαιότεροι πρότειναν ως λύση για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι: «Αν θες να εκτιμήσεις τη ζωή, πήγαινε σε ένα νεκροταφείο».
Η ιστορία του Τόνι είναι η ιστορία ενός άντρα ρεαλιστή, οριακά κυνικού με καυστικό χιούμορ και όχι ιδιαίτερη όρεξη για ζωή που έχασε τη γυναίκα του από καρκίνο. Η ιστορία του Τόνι είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε την αγάπη δίχως πρώτα να την έχει σχηματοποιήσει στο μυαλό του ως τέτοια. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ήξερε να δημιουργεί την αγάπη και να τη διαχέει και έπειτα γνώρισε μια γυναίκα, τη γυναίκα του, με την οποία δεν δημιούργησε παιδιά αλλά σχεδόν αμέτρητες στιγμές και αναμνήσεις αγάπης, γέλιου, έρωτα, συντροφικότητας.
Και σε αυτό το σημείο, ενώ πράγματι όλα φωνάζουν ότι πρόκειται για μια σειρά μελό που λογικά θα περιγράφει τον πόνο και τη θλίψη της απώλειας σε ένα επίπεδο καρτουνίστικο ή τουλάχιστον δραματικό, ο Gervais κάνει την απίστευτη γκέλα (συγνώμη για την αργκό αλλά έπρεπε) και τοποθετεί την στεναχώρια του ήρωά του τον οποίο και υποδύεται σε ένα σκηνικό απόλυτης κανονικότητας που έχει γέλιο, σάτιρα, συγκίνηση. Ακριβώς ό,τι συμβαίνει και στη δική μας καθημερινότητα. Θέλουμε ή όχι να το δούμε -αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Κατά έναν απολαυστικό τρόπο ο Τόνι έρχεται για να μας αποδείξει με άπλετα επιχειρήματα αυτό που ο σοφός λαός έχει να λέει ως τσιτάτο ότι δηλαδή «δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο». Ναι, το «After Life» κάνει τους θεατές του να γελάνε ενώ ταυτόχρονα έχουν πραγματικά συγκινηθεί και λίγο αργότερα όταν τα εικοσιένα λεπτά του επεισοδίου έχουν τελειώσει τους πείθει χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να περιμένουν με μια ευγενική προσμονή τα πέντε δευτερόλεπτα αναμονής μέχρι το επόμενο. Και στο τέλος, όταν πια έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο των έξι επεισοδίων να κοιτούν με ηρεμία και γαλήνη το ταβάνι σκεπτόμενοι τη ζωή και τους ανθρώπους τους. Και τότε ένα μήνυμα που θα τους στείλει τυχαία ένας δικός τους άνθρωπος που αγαπούν πολύ ίσως τους κάνει να αφήσουν ένα δάκρυ να πέσει στον βελούδινο καναπέ χαρίζοντάς του ένα σημάδι ανάμνησης και ιδιοκτησίας. Πώς γίνεται με τα σκυλιά που κάνοντας την ανάγκη τους μας ενημερώνουν για το ποια είναι η περιοχή τους, ε, κάτι αντίστοιχο που δεν παραβαίνει τους κανόνες του υγειονομικού.
Ο Τόνι είναι δημοσιογράφος σε μια τοπική εφημερίδα που μετά βίας επιβιώνει. Ο Τόνι δηλώνει ότι δεν έχει φίλους και όμως, η ειλικρίνειά του και ο τρόπος με τον οποίο αγαπάει και σέβεται τους γύρω του τον κάνουν να έχει αρκετούς, με τα δικά του φυσικά θέματα ο καθένας ανθρώπους που κατά περίπτωση σε κάνουν να γελάς αλλά και να συγκινείσαι. Ο Gervais σατιρίζει με έναν μοναδικό τρόπο την κατάσταση σε ένα χώρο όταν δεν υπάρχει το κίνητρο για μεγάλα πράγματα αλλά και ταυτόχρονα παρουσιάζει τη δύναμη της ιδρυματοποίησης. Στη δική μας περίπτωση, είναι πολύ πιθανό πρόσωπα και καταστάσεις της εφημερίδας να θυμίσουν σκετσάκια των ΑΜΑΝ για το ελληνικό δημόσιο επί εποχές ΠΑΣΟΚ. Οποιαδήποτε ομοιότητα, είναι τυχαία (φαντάζομαι).
Ο Τόνι περνάει πολλά από τα στάδια που δεν πολλοί θυσιάζουν πια στο βωμό του politically correct και τα αποσύρουν από το προφίλ του ήρωά τους. Όμως όταν ένας άνθρωπος θρηνεί, το πιο πιθανό και φυσιολογικό από την άποψη της άμυνας είναι να δοκιμάσει το οτιδήποτε μπορεί να του απαλύνει τον πόνο. Το γεγονός ότι ο Τόνι πίνει ή δοκιμάζει ναρκωτικά και τελικά τα παρατάει γιατί δεν του κάνουν πρακτικά τίποτα πέρα από το να χάνει το χρόνο και τα λεφτά του ζαλισμένος, όλη αυτή η μιζέρια στην οποία είναι βουτηγμένος είναι μια αλήθεια που θα μπορούσε να λειτουργήσει και αντίστροφα. Είναι πιο σοφό το να παρουσιάζεις την ανουσιότητα ενός πράγματος γιατί αποκρύπτοντάς το, του δίνεις αξία και φωτίζεις μια έως τότε ανύπαρκτη επιθυμία σε κάποιον να το δοκιμάσει.
Ο Τόνι, κάθε μέρα πηγαίνει στο νεκροταφείο. Όχι για να βρεθεί πιο κοντά στη γυναίκα του, άλλωστε εκείνη την έχει κάθε λεπτό μαζί του και στον ελεύθερό του χρόνο σπίτι βλέπει και ξαναβλέπει τα βιντεάκια που εκείνη του έφτιαξε για όταν δεν θα είναι πια κοντά του να τον προσέχει και να τον αγαπά ενεργά. Στο νεκροταφείο πηγαίνει για να συναντήσει μια καινούργια «φίλη», μια ηλικιωμένη που κρατάει μια χαρά που κάθε μέρα πηγαίνει στο παγκάκι μπροστά από τον τάφο του άντρα της και τα λένε. Με τον άντρα της. Μετά, όταν πηγαίνει ο Τόνι, τα λένε και με τον Τόνι. Θα λέγαμε ότι είναι η ψυχολόγος του μιας και δεν είναι πολύ της φάσης «θα πάω στον ψυχολόγο». Ούτε ο Ricky είναι αφού ο ψυχολόγος που μας παρουσιάζει στην σειρά είναι ο The Dude σε ψυχολόγο -ναι, γέλια και κλάματα μαζί.
Ο Ricky σατιρίζει μια καθημερινότητα και τις τάσεις που δεν θέλουμε πολλές φορές να δούμε ότι ακολουθεί. Θα πει την φανταστική ατάκα ότι «τον 18ο αιώνα αν ένας άντρας δεν φορούσε περούκα και μέικ απ δεν θα μπορούσε να καθίσει στο σαλόνι της καλής κοινωνίας. Σήμερα, αν κάνει το ίδιο τον βάζουν φυλακή και δεν του εξηγούν καν γιατί». Θα «τα βάλει» με το κόνσεπτ διαλογισμός στο πλαίσιο του «λέω αυτά που πρέπει να πω χωρίς να ξέρω γιατί τα λέω», θα στηρίξει την σκληρή αλλά ρεαλιστική άποψη ότι μπορεί να μη θέλουν όλοι οι ηλικιωμένοι και δη όταν έχουν πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν καθημερινά να ζήσουν παρά την επιθυμία των παιδιών τους να τους κρατήσουν στη ζωή. Χαρακτηριστικά, όταν με την ιδιότητα του δημοσιογράφου ο Τόνι επισκέπτεται την πιο γηραιά κυρία της πόλης και τη ρωτά «τι θα λέγατε σε όσους θέλουν να φτάσουν τα χρόνια σας», εκείνη του απαντά «απλά να μην το κάνουν. Θέλεις να σου πω τη ζωή μου; Την πρώτη εβδομάδα του μήνα έχω διάρροια και τις επόμενες τρεις παίρνω χάπια για να καταπολεμήσω τη δυσκοιλιότητα».
Ο Τόνι θα χάσει τον πατέρα του. Αλλά θα είναι ψύχραιμος γιατί «ήταν η ώρα του». Ο Τόνι δεν μπορεί τη λύπηση, τις πολλές αγκαλιές. Ο Τόνι βιώνει τη θλίψη του όσο πιο αξιοπρεπώς γίνεται. Ο Τόνι μας δείχνει τη χρήση της τεχνολογίας σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της ανάμνησης. Ο Τόνι μας δίνει ένα από τα καλύτερα μαθήματα που μπορεί να μας δώσει ένας ήρωας τηλεοπτικής σειράς: Να εκτιμάμε αυτό που έχουμε γιατί δεν ξέρουμε πότε θα το χάσουμε αλλά και να μην χάνουμε την ελπίδα ότι κάποτε θα το βρούμε, θα το ζήσουμε. Ο Τόνι δεν φοβάται τον θάνατο αλλά την απώλεια. Με αυτήν την απώλεια μας καλεί να συμφιλιωθούμε αναζητώντας τρόπους -ασυνείδητα- να το κάνει και ο ίδιος.
Γιατί όπως είπε και κάποιος από τους σοφούς του κάποτε: «Ο θάνατος δεν αποτελεί μέρος της ζωής». Η απώλεια όμως; Εικοσιένα λεπτά μετά από κάθε επεισόδιο, ερχόμαστε και λίγο πιο κοντά στην ιδέα της. Και αυτός είναι ο βασικός λόγος που το «After Life» μπορεί να λάβει δίχως υπερβολή τον τίτλο της «σπουδαίας» βρετανικής σειράς και να καθίσει να πιει τσάι με τις τιμές της βασίλισσας.