- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είχαμε καταπιαστεί περίπου ένα χρόνο πριν με την ντετέκτιβ Σάρα Λουντ, φυσιογνωμία σαγηνευτικά ψυχρή, περσόνα εμμονοληπτική και θρυλική μορφή για τους τηλεοπτικούς δέκτες της βόρειας Ευρώπης. Έχοντας κάνει πάταγο στη Δανία, οπότε πρωτοπροβλήθηκε το 2007, το πρώτο, 20ωρο Forbrydelsen ακολούθως αγοράστηκε και ωρίμασε στο κελάρι του BBC 4 για τέσσερα χρόνια, ωσότου οι περικοπές στο κρατικό κανάλι του επέτρεψαν να δοκιμάσει τον βηματισμό του στο prime time και, προς κατάπληξη όλων, να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών για τη βρετανική TV.
Συγκρίθηκε με το «Wire», (όντως υπάρχει κάτι το μονίμως ανεπίλυτο και δυσωδώς άδικο στον τρόπο που εξασκείται η δικαιοσύνη σε κάθε σκηνή του), παρομοιάστηκε με το «Twin Peaks», (μαγαρισμένα προεφηβικά αγγελούδια, επίβουλες παρέες και βεελζεβουλικό συγγενολόι), διέσχισε την ήπειρο για να διασκευαστεί στην αμερικάνική του εκδοχή, (εξαίρετη, ωστόσο η μισή γοητεία του σίριαλ έγκειται στη δανική εκφορά της μητρικής του γλώσσας), ενώ οι Άγγλοι καλλιέργησαν τέτοια έξη μαζί του, που έφτασαν σε σημείο να δημοσιεύουν πατρόν για «πλεκτά πουλόβερ Σάρα Λουντ» και να εκδίδουν δύο βιβλία με αντικείμενο το περιεχόμενό του.
«Forbrydelsen», για να περάσουμε στη δική μας εμμονή με τη σειρά, σημαίνει «The Killing», και τα killings εξελίσσονται στην Κοπεγχάγη. Αν οι προσλαμβάνουσές σας από τη σκανδιναβική πρωτεύουσα εμπλουτίστηκαν από τη φετινή προβολή του «Borgen» στην ελληνική τηλεόραση, (το γιατί προτιμήθηκε, εάν οι λόγοι δεν ήταν οικονομικοί, είναι ένα γεγονός που με ξεπερνά, δεδομένου ότι το «Forbrydelsen» έχει αγοραστεί ήδη από 120 χώρες), τότε στην οπτική σας μνήμη δεσπόζει μια ήπια μητρόπολη που βρίθει κοινωνικής ευαισθησίας, ωραίων δασών, καρτποσταλικής αρχιτεκτονικής και απέριττου ντιζάιν, ενώ οι πολιτικοί είναι προσηνείς, τίμιοι δημόσιοι λειτουργοί που περιφέρονται με ποδήλατα από τόπο διαβούλευσης σε κέντρο ακτιβιστικής δράσης.
Όλα αυτά ξεχάστε τα στο «Forbrydelsen», το τηλεοπτικό ανάλογο του «Blade Runner», όπου όταν ο θεατής δεν αγναντεύει ένα παγερό γκρίζο, εναλλασσόμενο με δρόμους που αντικατοπτρίζουν πολύχρωμο νέον και τη γυαλάδα της νεροποντής, τότε απλά διηθίζεται στο παχύρρευστο σκοτάδι, στα βάθη του οποίου εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της σειράς.
Με όλα αυτά να έχουν αποσαφηνιστεί, εάν ανήκετε στους εραστές του ερέβους, κατεβάστε τώρα και απολαύστε μονοκοπανιά τις δύο πρώτες σαιζόν για να επιστρέψετε κατόπιν, προκειμένου να πούμε κάποια πράγματα για το τελευταίο, (κυριολεκτικά τελευταίο, στερνό), «Forbrydelsen», που μόλις ολοκληρώθηκε στη Δανία και την Αγγλία. Ή καλύτερα, ας τα πούμε έτσι κι αλλιώς, χωρίς να διακινδυνεύσουμε τη σχέση σας μαζί του με το παραμικρό spoiler.
Από τα πρώτα καρέ του πρώτου επεισοδίου, όλα βρίσκονται καθησυχαστικά στη θέση τους: Η ομίχλη και τα ψυχρά ηλεκτρικά φώτα που αντικαθρεφτίζονται στις λακκούβες του νερού. Οι γερανοί και τα εμπορευματικά καράβια των λιμανιών. Το αξεπέραστο σάουντρακ του Frans Bak. Η ομοούσια θεματική –πολιτική ενεχόμενη σε πολλαπλά επίπεδα διαπλοκής με το αμαρτωλό κεφάλαιο, αλληλοεξαρτώμενα συμφέροντα και οι κοινωνικές επιπτώσεις τους στους καιρούς της κρίσης, μεγεθυσμένες από τα οικογενειακά δεινά που μαστίζουν αδιάκριτα δικαίους και αδίκους.
Σε αυτό τον περίγυρο ενεδρεύει και ο γρίφος, ο οποίος διακτινώνεται, κατακερματίζεται, διαστέλλεται υπαινισσόμενος αδιανόητες εκδοχές, παίρνοντας διαφορετικές μορφές ανάλογα με το είδος του κακού που επιθυμεί να σκιαγραφήσει, εξυφαίνοντας στην Κοπεγχάγη ένα αρχέγονο πλέγμα ύβρης, μίσους και τιμωρίας.
Όσο για την Σάρα Λουντ, μέσα από τα δυο κομμάτια γαλαζόχροου πάγου που παίζουν το ρόλο των ματιών της παρακολουθούμε τα πάντα. Στην πρώτη της εμφάνιση ξεπορτίζει από μια τουαλέτα κουμπώνοντας την πόρπη της ζώνης της, σαν νταγλαράς που κατουράει στα όρθια. Το ίδιο χαχόλικο πουλόβερ, το χιλιοφορεμένο τζιν, η αφρόντιστη αλογοουρά, το χέρι κοντά στο φακό και το περίστροφο, οι ίδιες ανεπανόρθωτες διαταραχές, η κοινωνιοπαθής λακωνικότητα και η εριστική απάθεια που διασπάται από περιστασιακές εκδηλώσεις -ένα τικ στα χείλη, ένα βούρκωμα στο βλέμμα, μια ανεκδήλωτη χειρονομία. Παραιτημένη από κάθε προσωπική χαρά ή επαγγελματική φιλοδοξία, η Σάρα Λουντ δεν αναλαμβάνει μια υπόθεση για να την επιλύσει, όσο τρακάρει επάνω της με φόρα. Δεν κυνηγά, αλλά οσφραίνεται, ακολουθεί μυρωδιές και ξεψαχνίζει ατμόσφαιρες διαισθητικά, αρκεί να την τοποθετήσεις σε οποιοδήποτε χώρο, ένα σκοτεινό υπόγειο, ένα δωμάτιο χωρίς προσβάσιμους διακόπτες, ένα στενόχωρο κάθισμα αυτοκινήτου, και κάτι κακό θα συμβεί, συνήθως υπέρ της πλοκής και σε βάρος δικό της.
Για μια τόσο character-based σειρά, η Σάρα Λουντ παραμένει πεισματικά απαθής ακόμη και όταν επέρχεται το αναπάντεχο, αδυσώπητο χτύπημα του τέλους. Περί του οποίου, εύλογα δε γίνεται να επεκταθούμε. Θα πρέπει να το ζήσει κανείς, με την προσμονή της λύσης να φαντάζει σαν λύτρωση, αλλά και την πίκρα του επιμύθιου να απαιτεί και άλλο: ένα νέο επεισόδιο, μια καινούργια αρχή, κάποιο εναλλακτικό τέλος. Το οποίο, στην ουσία δε θα μπορούσε να είναι άλλο. Στο φινάλε του «Forbrydelsen III» θα τρίβετε τα μάτια σας. Αυτή δεν είναι άλλωστε η πεμπτουσία της πρωτοκλασάτης τηλεόρασης;