Τεχνολογια - Επιστημη

Τα μωρά μπορούν να τρώνε φιστίκια χωρίς φόβο

Νέα έρευνα δείχνει ότι η πρώιμη κατανάλωση προστατεύει από τις αλλεργίες

Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νέα βρετανική επιστημονική έρευνα υποστηρίζει ότι τα παιδιά που τρώνε φιστίκια από μωρά μειώνουν κατά 80% τον κίνδυνο να εκδηλώσουν αλλεργία σε σχετικά με το φιστίκι προϊόντα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έρευνα του είδους της και η πρώτη που δείχνει ότι η πρώιμη κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να προστατευτεί κανείς από αλλεργίες.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γκίντεον Λακ του Τμήματος Παιδιατρικής Αλλεργιολογίας του Βασιλικού Κολεγίου (King’s College) του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο έγκριτο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», πραγματοποίησαν στο Νοσοκομείο Παίδων «Εβελίνα» της βρετανικής πρωτεύουσας μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή σε 640 παιδιά ηλικίας τεσσάρων έως 11 μηνών. Όπως επισημαίνει το πρακτορείο ειδήσεων Reuters όλα τα παιδιά ανήκαν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για αλλεργία στα φιστίκια, καθώς ήδη είχαν σοβαρό έκζεμα ή αλλεργία στα αβγά. Τα μισά παιδιά έτρωγαν τροφές που περιείχαν φιστίκι (σε μορφή πουρέ), τρεις ή περισσότερες φορές την εβδομάδα, ενώ τα υπόλοιπα δεν έφαγαν καθόλου φιστίκι, μέχρι να γίνουν πέντε ετών. Η έρευνα έδειξε ότι λιγότερο από το 1% των παιδιών της πρώτης ομάδας που είχαν φάει φιστίκι από μωρά, εκδήλωσαν τελικά αλλεργία, όταν έγιναν πέντε ετών, έναντι ποσοστού 17,3% των παιδιών στη δεύτερη ομάδα, που είχε αποφύγει το φιστίκι.

Για «μια σημαντική κλινική εξέλιξη που ανατρέπει τις προηγούμενες ιατρικές οδηγίες», έκανε λόγο ο Γκίντεον Λακ και πρότεινε ότι «χρειάζονται νέες συστάσεις, για να μειωθεί το ποσοστό της αλλεργίας που έχουν τα παιδιά στα φιστίκια». Όπως είπε, «η σκόπιμη αποφυγή των φιστικιών κατά το πρώτο έτος της ζωής τίθεται πλέον εν αμφιβόλω ως στρατηγική πρόληψης των αλλεργιών». Το BBC αναφέρει ότι οι αλλεργίες σε διάφορα τρόφιμα έχουν αυξηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμίως και ειδικότερα η αλλεργία στα φιστίκια αφορά πλέον το 1% έως 3% των παιδιών στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.