Τεχνολογια - Επιστημη

Γλώσσα, γραφή, κριτική σκέψη, και ΑΙ

Μία προσωπική εμπειρία και πολλά ερωτήματα

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τεχνητή Νοημοσύνη: Η επίδραση της AI στη γλώσσα, τη γραφή και την κριτική σκέψη.
© Sumaid pal Singh Bakshi

Τεχνητή Νοημοσύνη: Η επίδραση της AI στη γλώσσα, τη γραφή και την κριτική σκέψη.

Διδάσκω on and off τα τελευταία 20 χρόνια, και σε πλήρη απασχόληση τα τελευταία 10. Έχω διδάξει κυρίως αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, και λίγο μεθοδολογία έρευνας. Πέρασα 9 χρόνια της ζωής μου να σπουδάζω και μέσα από τις σπουδές μου εντρύφησα ως επί το πλείστον στη γλώσσα καθαυτή, κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία. Ένα μικρό μέρος των σπουδών μου ήταν και η Γλωσσολογία, την οποία όμως μισούσα με πάθος…ίσως λόγω του τρόπου με τον οποίο διδασκόταν, και σίγουρα λόγω του καθηγητή. Τότε ανακάλυψα ότι οι γλωσσολόγοι γενικά έχουν ένα περίεργο god complex… a story for another day.

Η δική μου προσωπική ιστορία και εμπειρία είναι ιδιαίτερη από την άποψη ότι άργησα να καταλάβω τι μου αρέσει και ποια κατεύθυνση θέλω να πάρω. Στο σχολείο δεν είχα ποτέ «αγαπημένο μάθημα», απλά είχα πάντα μια έφεση στις ξένες γλώσσες. Την αγάπη μου για τη λογοτεχνία την ανακάλυψα όταν ήμουν δευτεροετής στο πανεπιστήμιο και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε έναν καθηγητή που μου την αφύπνισε. Λόγω του ότι έζησα πολλά χρόνια στο εξωτερικό, σε αγγλόφωνες χώρες, τα ελληνικά μου άρχισαν σιγά-σιγά και αναπόφευκτα να φτωχαίνουν, και υπήρξε εποχή που είχα μακράν μεγαλύτερη ευφράδεια στα αγγλικά.

Αυτό φρόντισα να το διορθώσω μόλις επέστρεψα στην Ελλάδα μόνιμα πια, με διάφορους τρόπους, αλλά κυρίως γράφοντας, χωρίς όμως να εγκαταλείψω την αγγλική γλώσσα την οποία αγαπώ εξίσου και την οποία πια θεωρώ στο μέτρο που μπορώ ως δεύτερη μητρική.

Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι πως μιλούσα όταν ήμουν έφηβη. Δεν θυμάμαι το επίπεδο λεξιλογίου που είχα, ούτε πόσο καλές εκθέσεις έγραφα, αν και ήμουν καλή μαθήτρια – αλλά αυτό δεν είναι πάντα αποδεικτικό στοιχείο. Δεν θυμάμαι πόσο πρόθυμη ή περίεργη ήμουν όσον αφορά τη γλώσσα γενικότερα. Θυμάμαι απλά ότι στο σχολείο με ενθουσίαζαν ελάχιστα πράγματα, και ήταν ακόμα λιγότεροι οι καθηγητές οι οποίοι ενέπνεαν ενδιαφέρον ή αγαπούσαν πραγματικά τη δουλειά τους και το έδειχναν.

Θυμάμαι ότι όταν πρωτοπήγα στο εξωτερικό και κλήθηκα να γράψω εκθέσεις χιλίων λέξεων και πάνω βασισμένες σε έρευνα, ζορίστηκα πολύ γιατί δεν ήξερα πώς. Εδώ δεν είναι κάτι που συνηθίζεται, ειδικά στο σχολείο. Δεν έχουμε καν βιβλιοθήκες. Ζορίστηκα και έμαθα όμως, και δεδομένης της άγνοιάς μου, έμαθα γρήγορα και καλά. Μέσα σε λίγους μήνες οι δικές μου εκθέσεις δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από των αγγλόφωνων συμμαθητών μου.

Τώρα που βιώνω την κατάσταση αυτή από την αντίπερα όχθη, και αντιμετωπίζω σαν καθηγήτρια εφήβους και παιδιά που δεν ξέρουν πώς να εκφραστούν, ούτε προφορικά ούτε γραπτώς, δεν είμαι σίγουρη πόσο αυστηρά να τα κρίνω. Δεν είμαι σίγουρη πότε είναι ανησυχητικό και πότε απλά λογικό… λογικό, ναι, δεδομένου ειδικά ότι δεν διαβάζουν κυριολεκτικά τίποτα εκτός από ό,τι είναι υποχρεωτικό για το σχολείο, είναι όλη μέρα σε μια οθόνη, και ακόμα και σε μεγαλύτερες ηλικίες η κριτική σκέψη είναι ένα κόνσεπτ οριακά άγνωστο.

Αυτό που σίγουρα φροντίζω να κάνω, όσο μπορώ, είναι εγώ να τους εμπνεύσω να σκεφτούν διαφορετικά, να αλλάζουν οπτικές, να χρησιμοποιώ και να εξηγώ λέξεις πέραν της απλής καθομιλουμένης, και μερικές φορές ακόμα και να εντάσσω βιβλία και άρθρα στη διδασκαλία.

Εξεπλάγην, αλλά μεταξύ μας όχι και τόσο, όταν πρόσφατα διάβασα σε ένα άρθρο στο περιοδικό TIME ότι μια καθηγήτρια πανεπιστημίου στις ΗΠΑ, Victoria Livingstone, παραιτήθηκε και σταμάτησε να διδάσκει λόγω εργαλείων όπως το ChatGTP. H Livinstone είπε πως:

«Αυτό το φθινόπωρο είναι το πρώτο εδώ και σχεδόν 20 χρόνια που δεν επιστρέφω στην τάξη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου, δίδαξα γραφή, λογοτεχνία και γλώσσα, κυρίως σε φοιτητές πανεπιστημίου. Τα παράτησα, σε μεγάλο βαθμό, λόγω μεγάλων γλωσσικών μοντέλων (LLM) όπως το ChatGPT.

Σχεδόν όλοι οι έμπειροι μελετητές γνωρίζουν ότι η γραφή, όπως υποστήριξε η ιστορικός Lyn Hunt, «δεν είναι η μεταγραφή σκέψεων που υπάρχουν ήδη συνειδητά στο μυαλό [του συγγραφέα]». Αντίθετα, η γραφή είναι μια διαδικασία στενά συνδεδεμένη με τη σκέψη. Στο μεταπτυχιακό, πέρασα μήνες προσπαθώντας να ενώσω κομμάτια της διατριβής μου στο μυαλό μου και τελικά βρήκα ότι μπορούσα να λύσω το παζλ μόνο μέσω της γραφής. Το γράψιμο είναι σκληρή δουλειά. Μερικές φορές είναι τρομακτικό. Με τον εύκολο πειρασμό της τεχνητής νοημοσύνης, πολλοί —πιθανώς οι περισσότεροι— από τους μαθητές μου δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να παλέψουν με τη σκληρή δουλειά που αυτό απαιτούσε.»

Γνωρίζοντας το τοπίο που επικρατεί πλέον η Livingstone προσπάθησε όσο μπορεί να μιλήσει για τα εργαλεία αυτά στους φοιτητές της και να εξηγήσει τόσο τι κάνουν όσο και τους περιορισμούς της. Αυτό όμως δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα, και φαινόταν ότι σχεδόν κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να σταματήσει να τα χρησιμοποιεί. Οι μαθητές που αναθέτουν τα γραπτά τους στην τεχνητή νοημοσύνη, είπε, χάνουν την ευκαιρία να σκεφτούν πιο βαθιά κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους. Σε ένα πρόσφατο άρθρο για την τέχνη και τη τεχνητή νοημοσύνη (generative AI), ο συγγραφέας Ted Chiang το έθεσε ως εξής: «Η χρήση του ChatGPT για την ολοκλήρωση των εργασιών είναι σαν να φέρνεις ένα περονοφόρο ανυψωτικό στην αίθουσα βαρών. Δεν θα βελτιώσεις ποτέ τη γνωστική σου ικανότητα με αυτόν τον τρόπο».

Ο Chiang σημειώνει επίσης ότι οι εκατοντάδες μικρές επιλογές που κάνουμε ως συγγραφείς είναι εξίσου σημαντικές με την αρχική ιδέα. Αν και ο Chiang είναι συγγραφέας μυθοπλασίας, η λογική αυτή ισχύει και για την επιστημονική και ακαδημαϊκή γραφή, λέει η Livingstone. Οι αποφάσεις σχετικά με τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και άλλα στιλιστικά στοιχεία εμποτίζουν ένα κείμενο με νόημα σχεδόν όσο και η υποκείμενη έρευνα.

Η διευκόλυνση ή ακόμα και η αποφυγή σε μια εργασία που μας αναθέτουν, είτε είμαστε μαθητές, είτε φοιτητές, είτε εργαζόμενοι, είναι κάτι που σε ένα βαθμό οι περισσότεροι από εμάς ψάχνουμε και αποζητάμε. Όλοι μας θεωρώ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουμε αντιγράψει σε κάποιο διαγώνισμα. Όλοι έχουμε ενίοτε βρει τρόπους να κάνουμε τη ζωή μας πιο εύκολη και να παρακάμψουμε κάποιο βήμα για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Πριν την τρομακτική ευκολία και προσβασιμότητα του ChatGTP και αντίστοιχων εργαλείων, αρκετοί μαθητές απλά έβαζαν τους γονείς τους ή τα αδέρφια τους να βοηθήσουν, και αρκετοί φοιτητές πλήρωναν άλλους να τους γράψουν τις εργασίες, κάτι βέβαια που σίγουρα συμβαίνει και σήμερα.

Το τελευταίο είναι κάτι που συνάντησα και εγώ όταν για δίδαξα για 2 χρόνια σε ένα κολλέγιο εδώ στην Ελλάδα. Φοιτητές των οποίων τις δυνατότητες και γνώσεις γνώριζα καλά, μού παρέδιδαν καλογραμμένες εργασίες σε άπταιστα αγγλικά, τις οποίες όταν δεν έβρισκα με ένα απλό google search, ήξερα απλά ότι τις είχε γράψει κάποιος άλλος. Αν και υπήρχαν μηχανισμοί αντιμετώπισης τέτοιων συμβάντων, το πρόβλημα παρέμενε. Και το πρόβλημα είναι ότι οι εν λόγω άνθρωποι απλά δεν ήθελαν να δουλέψουν γι’ αυτό ή ακόμα και να μάθουν από αυτό, ακόμα και όταν το πλήρωναν.

Αναρωτήθηκα και συνεχίζω και αναρωτιέμαι συχνά γιατί πολλά παιδιά σήμερα δεν ξέρουν ούτε να μιλάνε αλλά ούτε και να σκέφτονται. Η έκθεση (σε οποιαδήποτε γλώσσα) έχει γίνει ο χειρότερος εφιάλτης τους, και το χειρότερο είναι ότι δεν φαίνεται να έχουν τη διάθεση. Διδάσκω ένα δίγλωσσο παιδί (του οποίου η δεύτερη γλώσσα είναι τα αγγλικά) και αντιλήφθηκα ότι το λεξιλόγιό του είναι το ίδιο φτωχό και στις δύο γλώσσες, σε σημείο που ένα άλλο παιδί με μια απλή έφεση στις ξένες γλώσσες και στην ίδια ηλικία έχει πλουσιότερο λεξιλόγιο στα αγγλικά, το οποίο με εξέπληξε τόσο όσο και η φράση μιας μαθήτριάς μου στην Α' Λυκείου η οποία μου είπε σήμερα ότι έχει ξεχάσει να γράφει εκθέσεις. Ίσως ήταν δικαιολογία για το γεγονός ότι δεν είχε ολοκληρώσει αυτή που της είχα αναθέσει, ναι, προφανώς. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν απλά βαριόταν, αλλά αν έμαθε ποτέ.

Στον αντίποδα όμως υπάρχει και ένας μικρός μου μαθητής στη Γ' Δημοτικού με τον οποίον ενώ μιλούσα χρησιμοποίησα τη λέξη «ευφάνταστος», και με χαροποίησε απίστευτα το γεγονός ότι δεν την προσπέρασε, αλλά με διέκοψε για να ρωτήσει τι σημαίνει και πως χρησιμοποιείται.

Από πού θα μάθουν τα παιδιά αν όχι από εμάς; Τους γονείς, τους καθηγητές, τους θείους και τις θείες, και τον κοινωνικό τους περίγυρο γενικότερα; Από που θα καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη αν όχι από την αντιμετώπιση και διαχείριση της καθημερινότητάς τους; Αν η μόνη αξιολόγηση είναι βασισμένη στην αποστήθιση και στην τελειοποίηση παλινδρόμησης «ετοιματζίδικων» σκέψεων, ποιος ο λόγος καν να γράφουν εκθέσεις; Για να εκφράσουν τι;

Η Livingstone λέει ότι οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί θα προσαρμοστούν στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, και κάποιες από αυτές τις αλλαγές ενδεχομένως να είναι θετικές. Θα πρέπει σίγουρα όμως να αλλάξουν τον τρόπο που αξιολογούν τους μαθητές και αναθέτουν εργασίες. Θα βρουν τρόπους να ενθαρρύνουν τους μαθητές να σκεφτούν αναλυτικά και να μάθουν ότι η γραφή είναι ένας τρόπος να γεννάς ιδέες, να ανακαλύπτεις αντιφάσεις και να διευκρινίζεις μεθοδολογίες. Ωστόσο, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι οι μαθητές είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν προς αυτό, περνώντας μέσα από την άγνοια, την αμφιβολία, και το αργό και σταδιακό «χτίσιμο» των γνωστικών τους ικανοτήτων. Στη δική της περίπτωση, το συντριπτικό ποσοστό δεν είχαν τη διάθεση να το κάνουν, και έτσι επέλεξε και η ίδια έναν άλλο δρόμο.

Ιδανικά όμως, πριν σπεύσουμε επικριτικά να κατηγορήσουμε «τους νέους σήμερα», ίσως καλό θα ήταν πρώτα να στραφούμε προς εμάς τους ίδιους και να δούμε, σαν ενήλικες και υπεύθυνοι για αυτούς, πώς μπορούμε εμείς να συμβάλλουμε, ξεκινώντας με τη δική μας κριτική σκέψη. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.