Τεχνολογια - Επιστημη

Το facebook ζει, αυτό μας οδηγεί

Στην ημι-ή-φουλ καραντίνα που ζούμε όλοι, το facebook έγινε βασική μας επικοινωνία…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκέψεις για τον χρόνο που περνάμε στο Facebook κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τα νέα που μαθαίνουμε για τους (διαδικτυακούς) φίλους μας.

Ξέρω πάνω-κάτω τι κάνουν οι φίλοι και φίλες μου αυτές τις μέρες: ό,τι κι εγώ. Διαβάζουν, βλέπουν ταινίες, κάνουν διάδρομο όσες έχουν, όσες/οι δεν έχουν κάνουν γιόγκα ή/και τίποτα ιδρωτικό, μαγειρεύουν, κεντάνε, πλέκουν, μερικοί (σαν κι εμένα) γράφουν. Έχουμε καλές στιγμές μέσα στη μέρα μας, δόξα τω θεώ είμαστε εκτός νοσοκομείων. Μαθαίνουμε πώς πάνε και όσοι είναι εντός νοσοκομείων, ανεβάζουν ποστ από τα κινητά τους και ενημερωνόμαστε. Εκτός από τους φίλους και τις φίλες μου, μαθαίνω τι κάνουν κι άλλοι 2.500 άνθρωποι περίπου: δεν γνωριζόμαστε προσωπικά αλλά έχουμε ανταλλάξει από λάικ, καρδούλες, κλάματα και θυμούς (σε εμότζι) μέχρι μηνύματα στο μέσεντζερ. Δεν είμαστε πια άγνωστοι. 

Και επειδή άργησα να ασχοληθώ με το Φέησμπουκ, επειδή ακόμα το αποκαλώ «καταραμένο», επειδή το κλείνω τσαντίλω για να δουλέψω, επειδή δεν ανεβάζω φωτογραφίες και βαριέμαι κιόλας, επειδή βρίσκω «τυρί» το να βάζεις τη μάπα σου με χίλια φίλτρα και να γράφεις από κάτω «ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΤΕΛΕΙΑ!» στα μούτρα ένα σωρό ανθρώπων που περνάνε σκατά… επειδή τέλος πάντων εισέπραξε μια απαξίωση από τη μεριά μου το ΦΒ, οφείλω να παραδεχτώ ότι – λειτουργεί τελικά. Κάνει αυτό που γράφει στη λεζάντα, είναι «μέσον κοινωνικής δικτύωσης» σε μια φάση που δεν έχουμε κοινωνική ζωή. Ή, κι αν έχουμε, είναι το 1/10, άντε το 1/5, ακόμα και το 1/3 της κοινωνικής ζωής που είχαμε προ-κοβιντ. Δεν πάμε για μπίρες, ποτά, καφέδες, δεν συναντιόμαστε με φίλες/ους, δεν πάμε σε πάρτι, μαζώξεις, ντινέ, προς θεού ποτέ σε παρτούζες, πολύ σπάνια κανένα θέατρο, συναυλίες ή σινεμά – και τα τελευταία, όχι όσο είμαστε σε καραντίνα. Που κάθε τόσο, κάποιος από εμάς είναι σε καραντίνα. Οι πέντε μέρες γίνονται δέκα κι έπειτα άλλες δέκα χωρίς να το καταλάβουμε. Νοσταλγούμε ώρες-ώρες την ατμόσφαιρα ενός μπαρ με καλή μουσική, χαμηλό φωτισμό, μπίρι-μπίρι και ποικιλία ποτών. Ντρεπόμαστε που το λέμε κιόλας – δόξα τω θεώ, όπως προ-ανέφερα, είμαστε εκτός νοσοκομείων…

Αλλά το γράφουμε στο ΦΒ. Το λέει ο ένας φίλος, δηλαδή, και απαντάει άλλος ή άλλη, κόψε-ράψε. Μαθαίνουμε ότι ο Πέτρος Μ. πήγε για εξετάσεις επειδή πονούσε η κοιλιά του και τελικά, μετά από αναμονή ωρών στα Επείγοντα, γύρισε σπίτι του και πήρε μπουσκοπάν. Μαθαίνουμε ότι ο Χωμενίδης μιλάει για το καινούργιο του βιβλίο στον Ιανό, μπορούμε να τον ακούσουμε και διαδικτυακά. Ότι ο Ραπτόπουλος κάνει επανέκδοση ένα πετυχημένο του βιβλίο. Ότι το θεατρικό του Αντώνη Τσιπιανίτη θα ανέβει πάλι, μπορεί και στο Παρίσι. Ότι η Μπέτυ Λιβανού πέρασε κορωνοϊό κι ακόμα να βρει τη φωνή της, αλλά μόλις τη βρει, θα κάνει θέατρο. Η Λίλα Σταμπούλογλου έφτιαξε φρέσκο πόντκαστ, ο Λάκης Λαζόπουλος κάπου μιλάει, θα έχουν πλάκα και οι δύο, δεν μπορεί. Συγγραφείς, ποιητές, συνθέτες, τραγουδιστές, ηθοποιοί, διαφημιστές, χορευτές, καλλιτέχνες «δημιουργούν περιεχόμενο» στο διαδίκτυο – μαθαίνουμε τα πώς και τα γιατί μέσα στο ΦΒ, σκρολάροντας προς τα κάτω στο ΗΟΜΕ μας. Το ΗΟΜΕ μας είναι το σπίτι μας, το ανοίγουμε και το κλείνουμε κατά βούληση, αλλά όσο το ψάχνουμε με το μάτι, μαθαίνουμε. Ο Νίκος αρρώστησε αλλά είναι καλά, ο Γιάννης ευτυχώς ασυμπτωματικός, ο Νικήτας άρχισε, δόξα σοι ο θεός, να ανεβάζει φωτογραφίες, ο Θόδωρος κάνει χημειοθεραπείες, η Μαρία επίσης – τσεκάρω κάθε τόσο να βεβαιωθώ ότι πάει καλά. Ότι πάνε καλά οι φίλες και φίλοι που παλεύουν με χοντρές αρρώστιες εν μέσω πανδημίας. Κι οι άλλες/οι, όσοι είναι καλά από υγεία αλλά παθαίνουν κατάθλιψη, ή έχουν χρέη, ή φρικτή μοναξιά, ή χωρίζουν με το ταίρι τους, ή δεν μπορούν να κοιμηθούν τις νύχτες.

Μαθαίνουμε για παραστάσεις που θα πάμε κάποτε να τις δούμε, αλλά όχι άμεσα. Άμεσα, βλέπουμε το ΦΒ. Ο Μάκης Γαζής επιμένει να ψάξω την Τάδε σειρά που έχω χάσει – αν είναι δυνατόν, πρόκειται για αριστούργημα! Η Χριστίνα λέει να παίρνουμε όλοι από τρεις βιταμίνες Σε και κάμποσες Ντε την ημέρα. Η Εύα Σαχίνογλου ρωτάει γιατί δεν κάθομαι να γράψω άλλο ένα βιβλίο (έγραψα, είναι στα χέρια του Ιδανικού Αναγνώστη και περιμένει παρατηρήσεις, θα πνίγομαι όταν τις παραλάβω! Αλλά τώρα όχι ακόμα). Η Τίνα βαριέται τα κατεβατά, στο τέλος τηλεφωνιόμαστε και τα λέμε όλα, ό,τι έγινε και δεν έγινε τους τελευταίους δύο μήνες – όχι πολλά, και «τίποτα» να το πεις, μέσα πέφτεις… 

Διαβάζω τα πορτραίτα των σταρ που κάνει ο Νίκος Μουρατίδης, τα μουσικά αρχεία που ανεβάζει ο Γιάννης Πετρίδης, τις αναμνήσεις του Ντίνου Πετράτου μαζί με τις ωραίες εικόνες του. Ακολουθώ τον Μάνο Πίντζη επίσης για τις ωραίες εικόνες του, άλλου τύπου. Τον TranoulisParfums επειδή έχει πλάκα. Τα ξαδέρφια μου όλα, επειδή τα αγαπάω. Ο Γιώργος Παυριανός έκανε σούπερ βιντεοκλίπ με σκηνοθέτη τον Νίκο Σούλη, τον Θανάση Αλευρά ως Λου Ρηντ, μάλιστα συμμετέχει μουσικά ο Άλκης Κωνσταντόπουλος, μπράβο τα παιδιά. Βλέπω ταινίες μικρού μήκους τη μία μετά την άλλη, μισά TED, μισά πόντκαστ, μισή Μαρία Ευθυμίου, μισό Στάθη Καλύβα, μισά αποσπάσματα από εκπομπές τηλεόρασης που κάποιος προτείνει. Κοινοποιώ τον Λύο Καλοβρυνά και συχνά το Antivirus όπως και το Μωβ. Βλέπω ιστορικά ντοκιμαντέρ, η Μάχη της Κρήτης, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος-δε-θυμάμαι-νούμερο. Κάθε τόσο, κάποια παλιά συμμαθήτρια ανεβάζει φωτογραφίες από ντίσκο της εφηβείας μας – η Βούλα Θασίτου είναι αρχειακός θησαυρός, ευτυχώς είναι δημοσιογράφος και όχι φωτοσυλλέκτης/μάνιακ. Ο Λάκης, αδερφός φίλου ο οποίος ζει χίλια χρόνια στη Φινλανδία, στέλνει φωτογραφία από γάμο παιδιού του. Η γυναίκα ξαδέρφου Χρήστου ανεβάζει φωτογραφίες από το Δουβλίνο όπου οι περιορισμοί στην εστίαση είναι χαλαροί. Ουάου, σερβίρουν χρωματιστά πράγματα με καρότα στο Δουβλίνο, ποιος να το ‘λεγε. Φίλοι από Θάσο βγάζουν φωτογραφίες το νησί χιονισμένο, κάτασπρο, και φίλοι από Καβάλα βγάζουν τη Θάσο απέναντί τους, επιβεβαιώνοντας τις φήμες, «χιόνισε!»

Ο μεγάλος γιος μου καταρρίπτει τη θεωρία ότι «μόνο γέροι είναι στο ΦΒ» όταν μου λέει μια μέρα «Έβαλες στο ΦΒ ότι θα πας καλεσμένη σε μια εκπομπή…» Αλλά δεν πάω τελικά, είμαστε όλοι σε καραντίνα, αυτοί κι εμείς - άλλη μέρα. Απλώς το είδε, άρα δεν είναι μόνο γέροι στο ΦΒ, άλλωστε βλέπω νεανικές φάτσες, 25-35 χρονών, αποκλείεται να είναι όλα αυτά τα πορτραίτα φωτοσοπαρισμένοι εβδομηντάρηδες… Βέβαια κι η δική μου φωτό είναι από το 2000, και το «Να ζήσουν οι τσολιάδες», αλλά άντε να την αλλάξω, φαίνεται δουλίτσα, ενώ άμα είσαι 25 την αλλάζεις κάθε μέρα τη φωτό σου. Σάμπως έχεις δουλειά; Μακάρι, δηλαδή, να έχεις.

Με άλλα λόγια, χρωστάω μια μικρή ευγνωμοσύνη στο καταραμένο, σόρι, το Φέησμπουκ. Μας κρατάει σε επαφή, ακόμα κι ένα ξερό λάικ κάποιου ατόμου με ενημερώνει πως το άτομο κλωτσάει ακόμα. Είναι κάπου μπαμπουκωμένο με μάλλινο ζιλέ και αντέχει, μπορώ να απαντήσω με καρδούλα και να πιάσουμε λακιρντί αν έχω κέφι, ή όχι, αν δεν έχω. Ανεβάζω τα κείμενά μου της Athens Voice και τσεκάρω τι διαβάζει ο κόσμος, όχι απαραίτητα οι φίλοι/ες μου, κανένας δεν σκέφτεται ότι 2.000 ή 5.000 άτομα στο ΦΒ είναι φίλοι του, ήμαρτον. Αλλά είναι ένα δείγμα: μερικά άρθρα έχουν 3 λάικ, άλλα έχουν 300.

Όσο πιο προσωπικά είναι τα άρθρα, τόση περισσότερη ανταπόκριση έχουν… όχι επειδή η ζωή μου είναι τρελά ενδιαφέρουσα – δεν κάνω τίποτε, λέμε, γράφω, διαβάζω, δεν πάω ταξίδια (όπως οι περισσότεροι), βγαίνω από το σπίτι μόνο για τα απαραίτητα και θεωρώ τον «καφέ με φίλη/ο» αντίστοιχο του ρέηβ πάρτι, μη σας πω στα Οινόφυτα. Δεν είναι η ματαιοδοξία του «αχ με διαβάζει κόσμος!» αυτό που θρέφει το ΦΒ σήμερα. Είναι η ανάγκη για επικοινωνία. Είναι το ενδιαφέρον, μέχρι και η περιέργεια για το τι κάνει αυτός ο κόσμος, πώς την βγάζει. Αισθάνομαι καλά όταν περνάει επίσης καλά (ποιος άλλος; Ο διαβαστερός κόσμος) με αυτά που γράφω. Ή και με αυτά που γράφουν άλλοι, πραγματικοί φίλοι, από αυτούς που μιλάμε στα τηλέφωνα, και φεησμπουκικοί που δεν μιλάμε. Με τους τελευταίους έχει αναπτυχθεί στα τελευταία δύο χρόνια μια συμπάθεια. Ξέρω κάμποσα πράγματα για αυτούς: αυτά που γράφουν και ανεβάζουν. Αλλά πριν το ΦΒ δεν ήξερα τίποτα. 

Στις φίλες και φίλους του ΦΒ λοιπόν, με αγάπη, αφιερώνω το άσμα του Διονύση Σαββόπουλου, για επιπλέον υπομονή: «τον χειμώνα ετούτο/άμα τον πηδήσαμε/ για άλλα δέκα χρόνια, άιντε καθαρίσαμε…»