Τεχνολογια - Επιστημη

Κάτι τρέχει με τα indie games Vol.2

339817-706880.jpg
Αλέξανδρος Χατζηιωάννου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
355497-736686.jpg

Κάτι τρέχει με τα indie games Vol.2

Μετά τους φρενήρεις ρυθμούς Φεβρουαρίου και Μαρτίου (παραδοσιακά το παραγωγικότερο δίμηνο της βιομηχανίας μετά από αυτό του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου), η κίνηση έχει εμφανώς πέριοριστεί από τα μέσα Απριλίου. Ευτυχώς οι indie developers δεν ακολουθούν τα αυστηρά καθορισμένα καλεντάρια των μεγάλων εταιρειών και έτσι και αυτό το μήνα έχουμε εξαιρετικές επιλογές. Το remake ενός platformer απ'τα late '80s, ένα ψηφιδωτό από τραγικές οικογενειακές ιστορίες στο πιο πολυσυζητημένο walking simulator της χρονιάς και το καλύτερο roguelike που έχουμε παίξει εδώ και πολύ, πολύ καιρό.

 

Wonder Boy: The Dragon's Trap

 The Dragon's Trap

Όσοι από εμάς, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '80, ήμασταν αρκετά μεγάλοι ώστε ο μονίμως στραβωμένος ιδιοκτήτης της αίθουσας με τα μπλιμπλίκια (απαράλλαχτος, όπου και να βρισκόταν αυτή) να κάνει τα στραβά μάτια και να μας αφήνει να μπούμε χωρίς ταυτότητα, αλλά όχι τόσο ώστε να διαθέτουμε επαρκές απόθεμα από εικοσάρικα για να παίζουμε όσο γουστάραμε, έχουμε μια κοινή ανάμνηση. Όποτε ήμασταν σχεδόν ταπί αλλά είχαμε ακόμα ένα μισάωρο να σκοτώσουμε πριν τ'Αγγλικά στον Καραρήγα, υπήρχε ένα παιχνίδι στο οποίο θα κατέληγε πάντα το τελευταίο μας κέρμα.

Το Wonder Boy in Monster Land ήταν το καταφύγιο του φτωχού πιτσιρικά, το μοναδικό απ'τα arcades, που σε άφηνε να παίζεις και να παίζεις, αρκεί να ήξερες τα μυστικά του, όπως το να μετατρέπεις τα ευτελούς αξίας νομίσματά που σου'δινε με το στανιό για ν'αναβαθμίσεις τον εξοπλισμό σου, σε τσουβάλια από χρήμα (πόσο αυτοαναφορικά συμβολικό, τώρα που το ξανασκέφτομαι). Το Dragon Trap, remake ενός τίτλου που είχε αρχικά κυκλοφορήσει για το Master System, όταν η Sega κατασκεύαζε ακόμα κονσόλες και την χώρα κυβερνούσε οικουμενικά ο Τζαννετάκης, ξεκινάει στο σημείο που το Monster Land τελειώνει. Βρίσκοντας το δρόμο μας μέσα στο λαβύρινθο του Meka Dragon, γινόμαστε αποδέκτες μιας κατάρας που, ανά διαστήματα, μας αλλάζει τη μορφή προς το υβριδικότερο: ερπετάνθρωπoς, ποντικάνθρωπος, κάτι που θυμίζει το χαριτωμένο τέρας του Creature from the Black Lagoon, κλπ.

Αναπτύσσοντας την ιδέα με την οποία είχε πειραματιστεί το Monster Land στο τελικό του level, το Dragon Trap είναι ένα action platformer που, αντί να σε κατευθύνει, σε αφήνει να εξερευνήσεις με σχετική ελευθερία τον ανοιχτό κόσμο του – καινοτομία φοβερή για την εποχή του. Εξοπλισμένοι μ'ένα σπαθί και μια ασπίδα θα βουτήξουμε σε υποθαλάσσιες αίθουσες, θα περιπλανηθούμε σε ερήμους και θα εισχωρήσουμε σε ερειπωμένα κάστρα για να εντοπίσουμε τα bosses κάθε περιοχής (δράκος διαφορετικού είδους, το καθένα) και κερδίζοντας τις μάχες εναντίον τους να έρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στο να λύσουμε την κατάρα.

Η Lizardcube που έχει αναλάβει το δύσκολο έργο της αναστήλωσης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στο οπτικό κομμάτι όπου βρίσκονται και οι εμφανέστερες αλλαγές. Τα γραφικά της καινούργιας έκδοσης έχουν κάτι το υπέροχα καρτουνίστικο και συχνά σταμάταγα το ατελείωτο πέρα-δώθε για να χαζέψω μια λεπτομέρεια απ'τα σκηνικά ή την κίνηση κάποιου απ'τους εχθρούς. Υπάρχει, όπως συνήθως, η επιλογή να το δεις στην original μορφή του, κάτι που ισχύει και για τον ήχο ο οποίος έχει επίσης αναβαθμιστεί. Ως προς το gameplay το Dragon Trap έχει γεράσει καλά. Ο συνδυασμός platforming και ενός σχετικά απλοικού, αλλά πάντα εξαρτημένου απ'την τεχνική σου, συστήματος μάχης δημιουργούν ευχάριστες διαδραστικές λούπες, ενώ οι πίστες του είναι σχετικά μαζεμένες οπότε, ακόμα κι αν χαθείς στον ανοιχτό του κόσμο, δε θα είναι για πολύ. Τα controls θα μπορούσαν να έχουν καλιμπραριστεί λίγο καλύτερα (ειδικά η αδράνεια μετά από κάθε άλμα μπορεί να εκνευρίσει), αλλά έστω και μ'αυτό το old-school κουσούρι, το Wonder Boy: The Dragon's Trap παραμένει ένα  αξιόλογο platformer - ακόμα και σε ηλικία αρκετά προχωρημένη ώστε να μπαίνει νομίμως στα μπλιμπλίκια.

 

Τίτλος: Wonder Boy: The Dragon's Trap

Εταιρεία ανάπτυξης: Lizardcube

Πλατφόρμα: PS4, Xbox One, Switch, Windows


What Remains of Edith Finch

What Remains of Edith Finch

Αναρωτήθηκα αρκετές φορές παίζοντας το What Remains of Edith Finch αν η δημιουργία του εμπνεύστηκε από κάποια έμμονη ιδέα που τους καρφώθηκε εκεί στην Giant Sparrow (εταιρεία ανάπτυξης του The Unfinished Swan) ότι πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τον όρο walking simulator. Όχι ότι στη σύντομη διάρκειά του παιχνιδιού, ένα τριωράκι, κι αυτό με διάλειμμα για τσιγάρο, δε ρίχνουμε κάμποσο χαλαρό περπάτημα παρατηρώντας το περιβάλλον και αφήνοντας την ιστορία που το διαποτίζει να ξετυλίγεται - το βασικό γνώρισμα του είδους με το αμφιλεγόμενο όνομα. Απλά μεταξύ βόλτας και αφήγησης κάνουμε και πολλά άλλα, περισσότερα από όσα μας έχουν συνηθίσει τα μακρινά του ξαδέρφια, τίτλοι όπως το Gone Home και το Everybody's Gone to the Rapture.

Ως Edith Finch, τελευταία απόγονος μιας οικογένειας πλούσιων Νορβηγών οι οποίοι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα φόρτωσαν, όχι μόνο γούνες και χρυσαφικά, αλλά και ολόκληρη την αρχοντική τους κατοικία σε καράβι για να μεταναστεύσουν πέρα απ'τον Ατλαντικό, επιστρέφουμε στην, εγκαταλειμμένη πλέον, έπαυλη των παιδικών μας χρόνων για να λύσουμε τα μυστήρια του γενεαλογικού μας δέντρου. Όλα τα υπνοδωμάτια σε αυτό το αλλοπρόσαλλο κτίριο, χαοτικό και ακατάληπτο σαν το περιβόητο καπέλο του Φλωμπέρ, έχουν διατηρηθεί κλειδωμένα και αμπαρωμένα, σα να μην έχει περάσει μέρα από τότε που κατοικούνταν. Και κάπου ανάμεσα στα προσωπικά κειμήλια που γεμίζουν το καθένα τους κρύβονται και οι τραγικές ιστορίες των μελών της οικογένειας που έζησαν και πέθαναν σ'αυτούς τους χώρους.

What Remains of Edith Finch

Η αφηγηματική ραχοκοκκαλιά του παιχνιδιού αυτή είναι: μπαίνουμε στα δωμάτια και μαθαίνουμε τα μυστικά απ'τις ζωές των θείων, των γιαγιάδων, των αδερφών μας. Εκεί που το What Remains of Edith Finch διαφοροποιείται σημαντικά από τους προκατόχους του είναι στην ευρηματικότητα με την οποία μας δίνει αυτές τις ιστορίες. Αντί λοιπόν για μια απλή voiceover αφήγηση ή ένα στοιχειωδώς διαδραστικό cutscene, συμμετέχουμε, κάθε φορά με εντελώς διαφορετικό τρόπο (συνήθως σχετιζόμενο με το αντικείμενο που θα πυροδοτήσει την ανάμνηση) στις τελευταίες στιγμές των συγγενών μας. Σε μία περίπτωση βρισκόμαστε στα πάνελ ενός κλασικού κόμικ της EC από τη δεκαετία του '50, σε μιά άλλη μοιραζόμαστε την καθημερινή ρουτίνα ενός μπάρμπα που περνά τα τελευταία του χρόνια κλεισμένος σε πυρηνικό καταφύγιο, σε μια τρίτη μεταμορφωνόμαστε σε κάθε λογής πεινασμένο αρπακτικό μέσα από τη φαντασία ενός δεκάχρονου που το'χουν βάλει τιμωρία.

Αυτή η ποικιλία στον τρόπο προσέγγισης είναι που κάνει τις, ούτως ή άλλως υποδειγματικά γραμμένες, ιστορίες των συγγενών μας τόσο ενδιαφέρουσες. Βοηθούν φυσικά και οι εξαιρετικές εικόνες του αρχιτεκτονικά ευφάνταστου αρχοντικού και της εντυπωσιακής γύρω περιοχής, καθώς και το διακριτικό soundtrack και οι αψεγάδιαστες ερμηνείες των voice actors. Αλλά τελικά αυτό που κάνει το What Remains of Edith Finch αλησμόνητο είναι η γνωριμία μας με τους χαρακτήρες που στοιχειώνουν γλυκά την περίεργη αυτή έπαυλη και η ίδια η Edith που, αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις της, ισορροπεί στωικά ανάμεσα στη βουβή θλίψη για ένα τραγικό παρελθόν και την ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία που της δώθηκε να το ζήσει.

Τίτλος: What Remains of Edith Finch

Εταιρεία ανάπτυξης: Giant Sparrow

Πλατφόρμα: PS4, Windows


Η indie επιλογή του μήνα: Flinthook

Flinthook

Πως αλλάζουν οι καιροί. Λίγα χρόνια πριν, τα roguelikes θεωρούνταν η μεγάλη ελπίδα του indie gaming, με τίτλους όπως το Spelunky και το FTL να συγκεντρώνουν διθυραμβικές κριτικές και να τραβάνε την προσοχή του mainstream κοινού. Οι συμβάσεις παγιώθηκαν όμως, οι επαναλήψεις άρχισαν να κουράζουν και, σταδιακά, ο όρος άρχισε να συνοδεύεται όχι από ρίγη ενθουσιασμού αλλά από μουγκανητά απελπισίας. Δεν ξέρω αν το Flinthook είναι η αρχή της αναγέννησης ή απλά μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της γενικότερης σήψης, αλλά πρόκειται για έναν άψογα σχεδιασμένο τίτλο και άξιο συνεχιστή της παράδοσης των Rogue Legacy και The Binding of Isaac.

Στο ρόλο του διαγαλαξιακού κουρσάρου Captain Flinthook, η αποστολή μας είναι απλή: ρεσάλτο σε  πειρατικά διαστημόπλοια και εξερεύνηση μέχρι να βρούμε το αμπάρι που είναι παραχωμένα κάποια πολύτιμα πετράδια τα οποία θα μας επιτρέψουν την πρόσβαση στο σκάφος όπου κρύβεται οχυρωμένο κάποιο από τα τερατόμορφα, επικηρυγμένα bosses του παιχνιδιού. Όπως στα περισσότερα roguelikes το σενάριο είναι δευτερεύον -σχεδόν αόρατο- και η εμπειρία βασίζεται στο τρίπτυχο θεμελιωδών αρχών του είδους. Permadeath σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για reload μετά από μια ήττα – αν πεθάνεις, ξαναρχίζεις. Procedural generation σημαίνει ότι κάθε καινούργια απόπειρα γίνεται σε έναν μοναδικό κόσμο, όπου η διαρρύθμιση των χώρων και η διανομή των εχθρών διαφέρει απ'όλες τις προηγούμενες. Και emergent gameplay σημαίνει ότι ο τυχαίος συνδυασμός βασικών στοιχείων (τύποι δωματίων και εχθρών, εμπόδια, παγίδες) δημιουργεί συχνά ενδιαφέρουσες ή απροσδόκητες και πάντα ανεπανάληπτες καταστάσεις.

Όλα αυτά, βεβαίως, τα είχαν και προηγούμενα roguelikes που πέρασαν και δεν ακούμπησαν, αλλά αυτό που κάνει το Flinthook να ξεχωρίζει είναι τα τέλεια ζυγισμένα controls του και δυο-τρεις απλές, αλλά εντυπωσιακά αποτελεσματικες, ιδέες. Ο έλεγχος του ήρωά μας χαρακτηρίζεται από απόλυτη ακρίβεια ως προς την κινησή και από μια ευχάριστη υπερευαισθησία ως προς την στόχευση που δυσκολέυει, όσο πρέπει, τις μάχες μας με τους επιθετικούς κατοίκους των αμπαριών. Τα δύο στοιχεία όμως που κάνουν τόσο απολαυστική την εμπειρία είναι ο γάντζος που μας επιτρέπει να εκσφενδονιζόμαστε απ'τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη χωρίς ν'ακουμπήσουμε το έδαφος και η μαγική ζώνη που μας επιτρέπει να επιβραδύνουμε τη ροή του χρόνου. Το πρώτο μεταδίδει την απόλυτη χαρά της κίνησης που έχουν μόνο ορισμένα, ξεχωριστά videogames, το δεύτερο, όταν το αξιοποιείς για κάποια απόδραση της τελευταίας στιγμής μέσα από χαλάζι εχθρικών πυρών, σε κάνει να αισθάνεσαι σαν υπερήρωας. 

Κατά τ'άλλα, business as usual για το είδος. Η απεικόνιση της δράσης είναι απ'το πλάι σε 2D, όπως στο Rogue Legacy, αλλά περιορίζεται σε συγκεκριμένα δωμάτια που πρέπει να καθαρίσουμε από εχθρούς πριν προχωρήσουμε, όπως στο The Binding of Isaac. Μετά από κάθε αποτυχία (και θα υπάρξουν πολλές) ξεκλειδώνουμε νέες δυνατότητες, εξοπλισμό, και πληροφορίες που προσδίδουν ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία στις μορφές που μπορούν να πάρουν τα επόμενα playthroughs. Το όμορφο animation και το σπινταριστό soundtrack αποτελούν επάξιο περιτύλιγμα στον συμπαγή μηχανικό σκελετό του, αλλά εκεί που το παιχνίδι λάμπει είναι στην κίνηση του ομώνυμου πρωταγωνιστή. Κάπου εκεί, μεταξύ γαντζωθούμενων ακροβατικών και χωροχρονικών παρεμβάσεων, η Tribute Games (εταιρεία που έχει στο ενεργητικό της τα συμπαθή Wizorb και Mercenary Kings) ανεβαίνει επίπεδο και δημιουργεί με το Flinthook το καλύτερο roguelike από την εποχή του Nuclear Throne.

Τίτλος: Flinthook

Εταιρεία ανάπτυξης: Tribute Games

Πλατφόρμα: PS4, Xbox One, Windows

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.