- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Θ. Διαμαντόπουλος για τον Κ. Δεσποτόπουλο
Από την τιμητική εκδήλωση στο Πάντειο
Στην post mortem τιμητική εκδήλωση που έγινε χτες Πέμπτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο (φωτογραφία), μίλησε χτες ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος.
Ο Κ. Δεσποτόπουλος, που πέθανε σε ηλικία 103 ετών το Φλεβάρη του 2016, υπήρξε καθηγητής Φιλοσοφίας, πρύτανης της παλιάς Παντείου Σχολής, συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής, υπουργός Παιδείας και μέλος της Ακαδημίας, με πολυσχιδή δράση.
Στην τιμητική ομιλία του, ο κ. Διαμαντόπουλος, που υπήρξε φοιτητής του εκλιπόντος, αναφέρθηκε στη ζωή και το έργο του Δεσποτόπουλου, με ειδική μνεία στο ακαδημαϊκό του ήθος, την καταδίκη του λόγω της άρνησής του να ορκιστεί θρησκευτικά, το «πέρασμά» του από τη Μακρόνησο, τη μετριοπαθή σκέψη, την εμμονή στις αρχές και την πολιτική του δράση.
Η ομιλία:
«ΛΟΓΟΣ ΕΠΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΚΩΝ. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟ
Κυρία πρύτανι,
Σύμφωνα προς την τοποθέτηση του Περικλή, στις πρώτες λέξεις του Επιταφίου, είναι …«χαλεπόν το μετρίως ειπείν, επεί μόλις η δόκησις της αληθείας βεβαιούται». Και στη συνέχεια, ο εμβληματικός αυτός εκφραστής του χρυσού αιώνα της ανθρωπότητας, επεσήμαινε πως είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς με τρόπο και σε ύφος «μέσον», δηλαδή μετριοπαθές και γενικώς αποδεκτό, για ανθρώπους τόσο εξαιρετικούς και καταστάσεις τόσο σπάνιες, που κάνουν όσοι μεν έχουν βιωματική σχέση με τους μνημονευόμενους και τις πράξεις τους να θεωρούν τον όποιο έπαινο ανεπαρκή και υπολειπόμενο της πραγματικότητας ή, πάντως, αναντίστοιχο προς αυτήν. Ενώ, αντίθετα, όσοι στερούνται τέτοιας βιωματικής σχέσης εύκολα να τείνουν να πιστέψουν πως ο έχων την ευθύνη της παρουσίασης της κατάστασης, κατ’ επιτρεπτή έστω υπερβολή, εξοκέλλει της πραγματικότητας και την εξωραΐζει…
Κύριοι Ακαδημαϊκοί…,
Κυρίες και κύριοι,
Στις τέσσερες δεκαετίες που όσον ούπω συμπληρούνται, αφότου ο Κων. Δεσποτόπουλος, ως πρύτανης, με δέχτηκε και με υποδέχτηκε στον χώρο αυτό διακονίας των Μουσών και του πνεύματος είχα την ευκαιρία, σε ειδικές περιστάσεις, να εκφωνήσω πολλούς επίσημους λόγους του πανεπιστημίου μας, συνήθως σε αυτήν εδώ την ιστορική αίθουσα: laudationes επίτιμων διδακτόρων, λόγους υποδοχής ξένων εταίρων, ομιλίες για ιστορικές επετείους καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.
Πέρασε, βέβαια, αρκετός καιρός από την προηγούμενη φορά –αν δεν με απατά η μνήμη μου θα πρέπει να ήταν ο λόγος υποδοχής ως επιτίμου διδάκτορος του αείμνηστου πλέον πρωθυπουργού και εκ των θεσμικών αρχιτεκτόνων του κλυδωνιζόμενου σήμερα ευρωπαϊκού οικοδομήματος Βίλφριντ Μαρτένς-, ωστόσο οι παλιότεροι της ακαδημαϊκής μας κοινότητας είναι ενδεχόμενο να ενθυμούνται κάτι: πως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ουδέποτε χρησιμοποίησα χειρόγραφο για ανάγνωση της ομιλίας μου (ούτε καν όταν, εν όλω ή εν μέρει, δεν εκφωνείτο στη μητρική μας γλώσσα…).
Αυτή λοιπόν η τελευταία, κατά πάσα βεβαιότητα, επίσημη ομιλία μου στο πανεπιστήμιό μας θα είναι και η πρώτη που θα εκφωνήσω αναγιγνώσκοντας γραπτό κείμενο. Και αυτό το κάνω γιατί, μιλώντας για τον Κων. Δεσποτόπουλο, κάθε απόκλιση, που ούτως ή άλλως βέβαια δεν είναι δεδομένο πως αποφεύγεται πλήρως, από ό,τι ο ίδιος θα αντιλαμβανόταν ως έκφραση της αλήθειας και του μέτρου, θα συνιστούσε στην προκειμένη περίπτωση παράπτωμα δύσκολα συγχωρήσιμο από την ίδια την πνευματική ιστορία του τόπου, της οποίας ο σήμερα τιμώμενος Δάσκαλος υπήρξε σημαντικό κεφάλαιο…
Κυρίες και κύριοι,
Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, προεισαγωγικά να πω δύο λέξεις για το πανεπιστήμιο αυτό, στο οποίο ο Δεσποτόπουλος κατέθεσε την ψυχή του, χωρίς ωστόσο να αφήσει το αποτύπωμά του στον ιδεατά επιθυμητό βαθμό. Εκκινώ από μια διαπίστωση: Διαχρονικά αθώα συλλογικά υποκείμενα είναι δύσκολο να εντοπισθούν στην ιστορική πορεία. Κάθε συλλογικό υποκείμενο, με ιστορικότητα και διαχρονική παρουσία, είναι περίπου αναπόφευκτο να έχει και τις σκοτεινές στιγμές και τις κηλίδες του. Επίσης, δε, αναπόφευκτο είναι, παράλληλα προς τους λόγους δικαιολογημένης υπερηφάνειας, να έχει και τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειές του. Αν, λοιπόν, αναφερθούμε στις δεύτερες, το αποτύπωμα γενικώς στην επιστήμη του Ιδρύματος αυτού, θα μπορούσαν να θεωρήσουν ορισμένοι, σήμερα υπολείπεται του επιθυμητού, ενδεχομένως και του εφικτού. Η κατάταξή του μεταξύ των ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων της χώρας δεν είναι πάντοτε αυτή που θα θέλαμε, ενώ το γεγονός πως, μετά την εκδημία του Δάσκαλου, ουδεμία διαθέτει πλέον εκπροσώπηση στην Ακαδημία Αθηνών, ασφαλώς και συνιστά απόκλιση από τα ιστορικά κεκτημένα του Ιδρύματός μας.
Ζώντας, ωστόσο, και αναπνέοντας, κυρίες και κύριοι, επί τέσσερες σχεδόν δεκαετίες σε αυτό το πανεπιστήμιο, έχοντας την τιμή και τη χαρά και τη διανοητική απόλαυση να συναναστρέφομαι και να αναπνέω το ίδιο πνευματικό οξυγόνο με τις κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες που το στελέχωσαν και, σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθούν να το στελεχώνουν, έχω την ακράδαντη και εδραία πεποίθηση πως, σε επίπεδο δυνατοτήτων, τα μέλη της δικής μας ακαδημαϊκής κοινότητας τουλάχιστον δεν υπολείπονται, κατά μέσο όρο, των αντιστοίχων οποιουδήποτε άλλου πανεπιστημιακού ιδρύματος της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Ενώ κουβαλούν και την παρακαταθήκη γιγάντων του πνεύματος που αγλάισαν στο χώρο αυτό τις κοινωνικές επιστήμες. Αν, λοιπόν, θεωρηθεί πως σήμερα η επιστημονική παραγωγή, άρα η αναγνώριση, άρα η διεθνής ακτινοβολία του Ιδρύματός μας ενδεχομένως δεν βρίσκεται ή δεν επιβεβαιώνεται κάθε στιγμή πως βρίσκεται στο ιδεατά επιθυμητό επίπεδο, μια αιτία, εκτιμώ, πως ενοχοποιείται πρωτίστως (πέραν, βέβαια, της -ενδεχομένως αναπόφευκτης, ιδίως σε ένα πανεπιστήμιο κοινωνικών και πολιτικών επιστημών- αρνητικής επενέργειας στην ακαδημαϊκή λειτουργία κάποιων παθογενειών που χαρακτήρισαν την πολιτική ζωή της χώρας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης). Και η αιτία αυτή, κατά την άποψή μου, έγκειται στο ότι τα πολλά και λαμπερά «εγώ» που συνυπάρχουν και συν - εργάζονται, χωρίς κατ’ ανάγκη πάντα να συνεργάζονται, σε αυτόν εδώ τον χώρο, απέτυχαν ή πάντως επέτυχαν σε ανεπαρκή μόνο βαθμό τον συγκερασμό τους σε ένα δημιουργικό και παραγωγικό «εμείς», τέτοιο που θα έδινε διάρκεια, ανώτερη ποιότητα, καθώς και ευρύτερη, ενδεχομένως και διεθνή, απήχηση στο παραγόμενο έργο…
Και εδώ λοιπόν, παρακαλώ να μου συγχωρεθεί, κυρίες και κύριοι, που η πρώτη μου αναφορά στον τιμώμενο θα είναι βιωματικού χαρακτήρα: Νεαρότατος πανεπιστημιακός πήγα και τον παρακάλεσα να εγκρίνει, ως πρύτανης, την φωτοτυπική αναπαραγωγή μιας διατριβής –νομίζω πως ήταν του μακαρίτη Β. Βολουδάκη «Le suffrage universel en Grece»– που θεωρούσα πως θα μου ήταν χρήσιμη στην τότε φάση της ερευνητικής μου προσπάθειας. Επισημαίνω πως εκείνη την εποχή για κάτι τέτοιο χρειαζόταν η έγκριση του πρύτανη, γιατί, εκείνη την εποχή, πάντως δε επί της πρυτανείας του, υπήρχε σεβασμός τού δημοσίου χρήματος (όπως άλλωστε, μετά από ένα σύντομο θλιβερό διάλειμμα, ξανασυμβαίνει με θρησκευτική προσήλωση στο ίδρυμά μας και τώρα). «Θα σου δώσω την έγκριση», μου είπε, λοιπόν, ο Δεσποτόπουλος, «αλλά θα δέσεις τις φωτοτυπίες και, αφού ολοκληρώσεις τη χρήση τους, το σώμα να μείνει στη βιβλιοθήκη, προκειμένου το όλον της ακαδημαϊκής κοινότητας να μπορέσει να επωφεληθεί από αυτή τη διατριβή»…
Δεν είμαι σίγουρος ότι ακολούθησα πιστά την παρότρυνση-εντολή του, είμαι όμως σίγουρος πως, αν το φως και η παιδαγωγική λειτουργία του Δεσποτόπουλου είχαν, επί μακρότερο χρονικό διάστημα, καταυγάσει τις ψυχές και τα πνεύματα των εδώ υπηρετούντων δασκάλων και ερευνητών, τότε θα είχε, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, αναπτυχθεί το απαραίτητο για την ευρύτερη απήχηση του Ιδρύματός μας «εμείς», δηλαδή η αίσθηση της συλλογικότητας και του συνανήκειν ή του συμμετέχειν σε ένα κοινό έργο… Σημειώνω, δε, το προφανές, το συναγόμενο από την όλη πορεία του Δάσκαλου, πως το «εμείς» που υπηρετούσε δεν ήταν αυτό, το τόσο συνηθισμένο στη σύγχρονη Ελλάδα, της ευτελούς διάχυσης στο όλον της ατομικής ευθύνης. Αλλά, αντίθετα, της ευσυνείδητης και ενσυνείδητης εισφοράς στο όλον και υπέρ του όλου των ατομικών δυνατοτήτων του καθενός.
Οπωσδήποτε, πάντως, το ευρύτερο αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία του Δεσποτόπουλου, ως ανθρώπου, ως ανθρώπου των αρχών, ως φιλόσοφου, ως γλωσσικού τεχνουργού, ως πολιτικού όντος, ως πολιτειολόγου, ως Δάσκαλου και, πάνω από όλα, ως ηθικού και πνευματικού φωτοδότη θα ήταν πολύ σημαντικότερο, αν δεν είχε ζήσει σε μια εποχή, της οποίας το κυρίαρχο αξιακό υπόστρωμα αντιστρατευόταν, μετωπικά και απόλυτα, τις ιδιότητες αυτές του Δάσκαλου. Γιατί, δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος του πνεύματος και των διανοημάτων προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύει αξίες σε μια κοινωνία η οποία, ενίοτε, έδειχνε να έλκεται περισσότερο από τους ανθρώπους των σπηλαίων και των βοθρολυμάτων…
Αλλά επιτρέψτε μου παρακαλώ, τώρα, να αναφερθώ εν τάχει στις επιμέρους ιδιότητές του (υποβαθμίζοντας, βέβαια, τις αναφορές μου στην φιλοσοφική πλευρά τού έργου του, στην οποία θα εστιάσει ειδικός συνάδελφος).
Ας ξεκινήσουμε με το, πιθανότατα, σημαντικότερο όλων, τον Δεσποτόπουλο-άνθρωπο και φορέα ήθους. Για την ανθρωπιά και το ηθικό εκτόπισμα του Δεσποτόπουλου, που ήταν μια οντότητα ικανή να αναδεικνύει χωρίς εκπτώσεις την ιδιαιτερότητά της, παράλληλα ωστόσο κάθε στιγμή ήταν έτοιμη να διαχυθεί στο όλον και να θυσιάσει ατομικά ωφελήματα υπέρ του όλου, θα μπορούσαν τόσα να λεχθούν, ώστε η υποτυπώδης μνεία τους θα υπερκάλυπτε τα ανεκτά χρονικά όρια μιας ομιλίας. Κατά συνέπεια, αντί πολλών ένα: Καθ’ οδόν προς το θλιβερό εκείνο απομεινάρι χρόνων δίσεκτων που ήταν η Μακρόνησος, ο Δάσκαλος παροτρύνθηκε από κάποιον φύλακα ες να πιεί πολύ νερό, γιατί στον τόπο προορισμού τους αυτό θα ήταν αγαθό πολύτιμο εν ανεπαρκεία. «Θα πιω μόνον αν υπάρχει για όλους», ήταν η απάντηση του μαχητή της συναλληλίας Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου. Σημειώνω, μάλιστα, πως βρέθηκε στην εξορία επειδή, για λόγους αρχής, δεν δέχτηκε να κάνει δήλωση πως δεν είναι αυτό που πράγματι δεν ήταν, δηλαδή κομμουνιστής. Κάτι που καθιστά, φαντάζομαι, σε όλους προφανές, γιατί απώλεσε μεν ευκαιρίες να καταλάβει ή να διεκδικήσει με καλύτερους όρους την περίοδο της Μεταπολίτευσης πιο σημαντικά πολιτικά αξιώματα από αυτά που εκλήθη να ασκήσει ή να διεκδικήσει, ουδέποτε όμως αυτός, στη συνείδηση της κοινωνίας, απώλεσε, το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα (το οποίο, ωστόσο, απέφευγε να το επικαλείται)…
Όσον αφορά, δε, την παροιμιώδη, άκαμπτη και ανελαστική προσήλωση του Δεσποτόπουλου σε αρχές, είναι και αυτή πολύ γνωστή για να μην έχει χρεία πολυάριθμων αναφορών που να την αναδεικνύουν. Ως εκ τούτου η αρχική μου πρόθεση ήταν να αρκεσθώ σε δύο μόνον παραδείγματα (πέραν της προαναφερθείσης άρνησής του να γίνει δηλωσίας προκειμένου να φύγει από την Μακρόνησο). Δύο παραδείγματα που δείχνουν πως, ενώ είχε απόλυτη συνείδηση του ότι η ακαμψία αυτή στις αρχές θα μπορούσε ενίοτε να έχει ευρύτερα δυσμενείς πολιτικές επιπτώσεις, ωστόσο ουδέποτε ενέδωσε και ουδέποτε αποδέχτηκε την υποστολή τους. Το ένα έχει να κάνει με την καταδίκη του για άρνηση θρησκευτικού όρκου σε δικαστήριο (μολονότι δεν επικαλείτο αθεΐα), επειδή θεωρούσε πως η απόδοση δικαιοσύνης δεν θα έπρεπε να γίνεται με κοσμικά κριτήρια και όχι με μεταφυσικές αναφορές. Αρχικά το δικαστήριο τον είχε αθωώσει, αναφερόμενο σε σύγκρουση καθηκόντων, αλλά ο Άρειος Πάγος ανήρεσε την αθωωτική απόφαση και τη δεύτερη φορά, κρίνοντας επί της ουσίας, οι εφέτες –μολονότι τότε δεν είχε θεσμοθετηθεί, όπως σήμερα συμβαίνει, η αρμοδιότητα του προέδρου του Αρείου Πάγου να τους ελέγχει πειθαρχικά- δεν είχαν τολμήσει να εναντιωθούν στη βούληση ή τη νομική άποψη των δικαστών του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου. Και, έτσι, καταδίκασαν τον Δάσκαλο για άρνηση όρκου! Ήταν, όμως, η εποχή που η μεταδικτατορική Ελλάδα διεκδικούσε την ένταξη της στους ευρωενωσιακούς θεσμούς και μια καταδίκη γνωστού, διεθνώς καταξιωμένου πανεπιστημιακού, για έναν τέτοιο λόγο, καταφανώς δεν ευνοούσε τη σχετική προσπάθεια της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας. «Να ήξερες τι προβλήματα μού δημιουργείς», του είπε λοιπόν ο Κων. Καραμανλής, σε μια κοινωνική εκδήλωση, στην οποία συναντήθηκαν εκείνες τις ημέρες. «Η τήρηση αρχών έχει κόστος, κύριε Πρόεδρε», του αποκρίθηκε ο Δεσποτόπουλος, κλείνοντας τη σχετική συζήτηση…
Επίσης για τον μικρασιάτη φιλόσοφο, βάσει ηθικών αρχών και ιστορικών δεδομένων, βάσει ηθικών αρχών βασιζόμενων σε ιστορικά δεδομένα, ήταν απαράδεκτη η οικειοποίηση, ο σφετερισμός όπως θεωρούσε, του ονόματος της Μακεδονίας από τον βόρειο γείτονά μας, ο οποίος, με τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, είχε καταστεί τότε αυτόνομη και κυρίαρχη πολιτειακή οντότητα. Το επιχείρημα πως το νεοσύστατο κράτος, γεωγραφικά μικρό, στρατιωτικά αδύναμο, πολυεθνικό μωσαϊκό και περίκλειστο, δηλαδή εξαρτώμενο από τη χώρα μας για έξοδο στη θάλασσα αλλά και για την οικονομική του απογείωση γενικότερα, αποτελούσε ιδανικό γείτονα και πως, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να διευκολυνθεί να αποκτήσει συνεκτικά/συγκολλητικά στοιχεία, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, προκειμένου να πωματίζει ή να αποτελεί ανάχωμα για ισχυρότερες βαλκανικές δυνάμεις, παραδοσιακά στραμμένες προς το Αιγαίο, το επιχείρημα λοιπόν αυτό δεν άγγιζε τον Δεσποτόπουλο. Γιατί την αλήθεια της Ιστορίας, όπως θεωρούσε πως την αποκάλυπτε η μελέτη της, αρνείτο να την υποτάξει στις όποιες σκοπιμότητες της πολιτικής.
Στα δύο αυτά παραδείγματα προσήλωσης του μεγάλου διανοητή σε αρχές ο ΠτΔ μού έδωσε την ευκαιρία να προσθέσω ένα τρίτο, όταν πρόσφατα με δέχθηκε και σχολίασε τηλεοπτική μου αναφορά στον Δάσκαλο. «Ήταν μαχητής στο Ρούπελ», μου είπε. «Μετά, λοιπόν, την παράδοση του οχυρού ξεκίνησε την επιστροφή του προς Αθήνα με τα πόδια. Έξω από τη Θεσσαλονίκη ένας γερμανός οδηγός φορτηγού –που στη συνέχεια αποδείχθηκε πως ήταν φιλόλογος- του ζήτησε μια πληροφορία για το δρόμο και, ενθουσιασθείς από τη γλωσσομάθεια του νεαρού έλληνα στρατιώτη, τον κάλεσε να συνταξιδέψουν. Λίγο πριν από τη Λαμία, όμως, ο Δεσποτόπουλος κατέβηκε από το καμιόνι και συνέχισε το δρόμο με τα πόδια, γιατί εντωμεταξύ είχε μετωπικά συγκρουσθεί με τον έως τότε συνταξιδιώτη του για την ορθή ερμηνεία ενός γερμανού φιλοσόφου, μάλλον του Χάιντεγκερ. Κυρίως γιατί θεώρησε πως ο γερμανός είχε αμφισβητήσει το δικαίωμά του στη διαφορετική άποψη»…
Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτός ο αταλάντευτος και άκαμπτος άνθρωπος των αρχών είχε και πολιτικό στίγμα, υπό μια έννοια ήταν και πολιτικό ον. Στη διαχείριση, δε, των εσωτερικών τριβών μεταξύ αντιπαρατιθέμενων κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, παρά τις ισχυρές του πεποιθήσεις πίστευε ακράδαντα –και αυτό αποτελούσε το πολιτικό του στίγμα– στην ανάγκη τού συμβιβασμού, στο χρέος της κατανόησης της λογικής και της φωνής του άλλου, στην αναζήτηση επομένως της μεσότητας και σε τελική ανάλυση της σύνθεσης. Με άλλα λόγια αντιλαμβανόταν ως λάθος όχι το αντίθετο της αλήθειας, αλλά την απόλυτη άρνηση μιας αλήθειας αντίθετης. Άλλωστε ως πλατωνιστής προφανώς και ετυμολογούσε τη λέξη «αλήθεια» όχι μόνο από το στερητικό α και τη λήθη, δηλαδή τη μη λήθη, την ιστορική μνήμη, αλλά και ως άλη-θεία, το άλη με ένα λ από το ρήμα αλάομαι-αλώμαι (που στα νεοεληνικά έχει δώσει την αλάνα και την αλανιάρα). Δηλαδή ως θεϊκή περιπλάνηση, ως μια αέναη, και σε τελική ανάλυση, ανέφικτη αναζήτηση, μια αναζήτηση που προσφέρει καινούργιες οπτικές γωνίες, αλλά ποτέ δεν καταλήγει οριστικά.
Μάλιστα αυτή η φιλοσοφημένη μετριοπάθεια του Δεσποτόπουλου δεν έμενε και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Τη χρησιμοποιούσε για να προσεγγίζει ανθρώπους, για να εξομαλύνει ή να λειαίνει διαφορές και να καθιστά διαχειρίσιμες δύσκολες καταστάσεις. Ας μου επιτραπεί, εν προκειμένω, να θυμίσω μια χαρακτηριστική περίπτωση: Όταν το 1979 ο πρόεδρος της Γαλλίας και οι αρχηγοί των κυβερνήσεων των άλλων χωρών της τότε ΕΟΚ επρόκειτο να έρθουν στην Αθήνα για να υπογράψουν στο Ζάππειο τη συμφωνία για την ένταξη της χώρας μας στην Κοινότητα, η κυβέρνηση Καραμανλή είχε την πληροφορία –και συνακόλουθα τη μεγάλη αγωνία– πως μέλη πολιτικών και φοιτητικών νεολαιών, προσκείμενων σε κόμματα τα οποία εκείνη την εποχή εναντιώνονταν μετωπικά στη συγκεκριμένη προοπτική, θα αποδοκίμαζαν έξω από την Πάντειο Σχολή τους ξένους ηγέτες. Ο υπουργός παιδείας Ιω. Βαρβιτσιώτης τηλεφώνησε, λοιπόν, στον πρύτανη Δεσποτόπουλο να τον παρακαλέσει να εξαντλήσει την επιρροή του στους νεολαίους, ώστε να αποφευχθούν εξαιρετικά δυσάρεστα έκτροπα. Λίγο αργότερα τον κάλεσε και ο υπουργός δημοσίας τάξεως στρατηγός Σόλων Γκίκας για να του πει πως θα είναι προσωπικά υπεύθυνος για οτιδήποτε ενδεχομένως συνέβαινε. «Ο καθ’ ύλην αρμόδιος επί των πανεπιστημίων συνάδελφός σας, στρατηγέ, με ειδοποίησε σχετικά και μάλιστα με το προσήκον ύφος», απάντησε ο πρύτανης κλείνοντας το τηλέφωνο. Έκανε όμως, χρησιμοποιώντας την πειθώ και το γνωστό μειλίχιο ύφος του, τις αναγκαίες διαβουλεύσεις με κνίτες της Πανσπουδαστικής, πασπίτες του ΠΑΣΟΚ και μέλη αριστερίστικων οργανώσεων, –αφού, βέβαια, είχε πρώτα επικοινωνήσει προσωπικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Χαρίλαο Φλωράκη– και το θαύμα επετεύχθη: δεν οργανώθηκε καμία εκδήλωση διαμαρτυρίας.
Στο σημείο αυτό παρακαλώ να μου επιτρέψετε, κυρίες και κύριοι, μια συντομότατη παρέκβαση/παρένθεση για να θυμίσω πως τις αποφασιστικότερες επιλογές πολιτικού προσανατολισμού προς τη Δύση, η χώρα μας τις έκανε με εναντίωση της πλειοψηφίας τού λαού της, a son corps defendant, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ένας γάλλος ιστορικός: ειδικά στις εκλογές του 1981 τα 3/5 των ελλήνων ψήφισαν υπέρ κομμάτων που είχαν με σφοδρότητα αντιπαλέψει λίγο πριν την ένταξη της πατρίδας μας στον πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών…
Επανερχόμενος στον Δεσποτόπουλο θα μου επιτρέψετε τώρα να αναφερθώ, αφενός μεν στη σύνδεση που έκανε μεταξύ παιδείας και παραγωγής πολιτικού αποτελέσματος, αφετέρου δε στην πολιτειολογική του σκέψη.
Όσον αφορά το πρώτο θέμα, αλιεύω σε ένα δοκίμιο του Δάσκαλου μια, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερα διεισδυτική προσέγγιση: «ο άνθρωπος», γράφει, «δεν έχει πανεπάρκεια σε ανακαλυπτική διορατικότητα για τα δυνατά ή και σε προβλεπτικότητα για τις επισυνέπειες και τις παρασυνέπειες της συμπεριφοράς του»… Είναι σαν ν’ ακούει κανείς τον Πωλ Βαλερύ να τονίζει: «προβλέπω, άρα απατώμαι»… Φαντάζεται κανείς, κυρίες και κύριοι, από πόσες οδύνες –με ο και υ, γιατί με ω και ι είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρες ωδίνες- θα είχαμε γλιτώσει ως κοινωνία, αν οι πολιτικοί μας ταγοί, όλων σχεδόν των παρατάξεων, αντί να προεξοφλούν εξελίξεις, κάποτε μάλιστα να προσδιορίζουν και τα μουσικά όργανα που θα έκαναν τις διεθνείς αγορές να χορεύουν στον επιθυμητό για εμάς ρυθμό και αντί να καθορίζουν την ώρα της υποταγής των ισχυρών της γης στη βούλησή μας, αν διέθεταν την παιδεία που θα τους επέτρεπε να έχουν συνείδηση της πραγματικότητας της ανθρώπινης φύσης; Μιας φύσης, η οποία περιορισμένη μόνο παρέχει ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων; Και αν, έτσι, δεν αναγόρευαν σε πολιτικό πρόγραμμα διάφορες αφελείς βεβαιότητες, που δημιουργούσαν φρούδες ελπίδες, με αποτέλεσμα, στη συνέχεια, να διογκώνεται το κόστος της προσαρμογής στη σκληρή πραγματικότητα… Ουσιαστικά, λοιπόν, με αυτή την πρόσκληση στη γνωστική και προγνωστική/προβλεπτική μετριοπάθεια, ο Δάσκαλος καλούσε τους ανθρώπους να αρκούνται σε αυτό που προτείνουν κάποιες μεταφυσικές ή υπερβατικές θρησκείες και όχι σε ό,τι αξιώνουν κάποιες εγκόσμιες θρησκείες, οι οποίες βασίζονται στον ιστορικό ντετερμινισμό. Δηλαδή ουσιαστικά ζητούσε οι σκεπτόμενοι άνθρωποι να ξέρουν πως απλά πιστεύουν, άρα πως έχουν μια δόξα συμβατή με άλλες αντίθετες. Και, βέβαια, να μην πιστεύουν πως ξέρουν, προβάλλοντας ως πολιτικό πρόγραμμα την υποτιθέμενη γνώση τής ιστορικής νομοτέλειας (αφού απόλυτη γνώση μόνον επί του παρελθόντος μπορεί να προβάλλεται – και αυτό υπό προϋποθέσεις). Γιατί τότε αποδεικνύεται πως οι εμφανιζόμενες ως ιδεολογίες κοσμικές θρησκείες είναι πολύ πιο επικίνδυνες και πολύ πιο επιρρεπείς σε παραγωγή φανατισμού από ό,τι οι μεταφυσικές, οι οποίες, υπερβατικές εκ φύσεως, υπόσχονται τον ιδανικό κόσμο μόνον σε ένα μέλλον μετανθρώπινο, άρα σε χώρους μη αντιληπτούς από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ενώ οι κοσμικές θρησκείες συνήθως ταυτίζουν το ηθικοπολιτικά επιθυμητό με το –υποτίθεται– επιστημονικά εγγυημένο…
Πάντων τούτων λοιπόν επισημανθέντων, κυρίες και κύριοι, όσον αφορά την αντίληψη του Δεσποτόπουλου για τη σχέση του ανθρώπου με τη γνώση, θα ήθελα να κάνω τώρα, με την άδειά σας, μια σύντομη αναφορά και στην πολιτειολογική του σκέψη. (Εν προκειμένω, ας μου επιτραπεί προκαταρκτικά και παρενθετικά να επισημάνω πως ο Δάσκαλος μόνον τον όρο Πολιτειολογία αποδεχόταν ως δόκιμο. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου οι κεραυνοί που εξαπέλυσε σε κάποιο συνέδριο προς τον καθηγητή μου Μωρίς Ντυβερζέ για τη χρήση των όρων «πολιτολογία» και «πολιτικολογία». «Politologie c’est la science du citoyen, politicologie c’est la science du politique au sens vulgaire du terme», τον αποπήρε. «Ποιος είναι αυτός;», ρώτησε τότε ο μεγάλος ευρωπαίος μελετητής των πολιτικών συστημάτων τον παριστάμενο καθηγητή Γιάννη Μεταξά. «Αaa, je vois» σχολίασε, για να αφιερώσει στη συνέχεια σχεδόν ολόκληρη τη δευτερολογία του στη συζήτηση για το θέμα της ορολογίας με τον έλληνα φιλόσοφο. Και μάλιστα, επί της ουσίας, του έδωσε δίκαιο, επικαλούμενος μόνο τη συνήθεια ή ακόμη και τον προσανατολισμό του όρου «πολιτειολογία» προς τη γερμανική Allgemeine Staatslehre που έχει πρωτίστως νομικίστικο περιεχόμενο. Για να πάρει βέβαια, σε πρώτο ενικό πρόσωπο –το οποίο ο Δεσποτόπουλος επέτρεπε στον εαυτό του κυρίως επί θεμάτων αρχής– την απάντηση «je n’accepte pas la destruction de la langue par l’habitude et la facilite»… Πού να ήξερε, βέβαια, τότε τι θα συνέβαινε στη γλώσσα αργότερα…). Της παρενθέσεως αυτής ολοκληρωθείσης, δεν νομίζω λοιπόν, κυρίες και κύριοι, πως θα εξέπληττα τον οιονδήποτε λέγοντας πως ο σήμερα τιμώμενος τη μετάβαση από την πολιτική φιλοσοφία στην πολιτειολογία, την έκανε ακολουθώντας τον δικό του μεγάλο δάσκαλο, τον Πλάτωνα. Ουσιαστικά πρόκειται για την πορεία του Πλάτωνα από την Πολιτεία στους Νόμους. Δηλαδή από το θεωρητικό στοχασμό περί της αρίστης πολιτείας –έστω και αν ο Δεσποτόπουλος τονίζει την ήδη ενυπάρχουσα στην Πολιτεία επισήμανση του Πλάτωνα «μη παντάπασιν ημάς ευχάς ειρηκέναι»– στην αποκαλούμενη «δευτέρως τιμία» πολιτεία. Αυτήν, στη διαμόρφωση του θεσμικού υποστρώματος της οποίας λαμβάνονται υπόψη οι μη εκριζώσιμες ανθρώπινες αδυναμίες, οι μικρότητες και οι εγωισμοί των κοινωνών, στοιχεία που πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια από την πολιτεία να ρυθμίζονται και να εγκοιτώνονται προς την κατεύθυνση της ομαλόρρυθμης κοινωνικής συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, η παρακολούθηση αυτή της διαδρομής, από την εξαγγελία του ιδεώδους μέχρι την αποδοχή του βέλτιστου εφικτού, η μετάβαση από την ουτοπική επιθυμία τού καλύτερου δυνατού κόσμου μέχρι τη ρεαλιστική επιδίωξη ενός κόσμου κατά το δυνατόν καλύτερου, ουσιαστικά καταγράφει τη γεφύρωση του κυρίαρχου ιδεαλισμού με τον ανθιστάμενο υπαρκτό πραγματισμό του Δεσποτόπουλου…
Πόσα ακόμη, κυρίες και κύριοι, θα μπορούσα να πω για να δώσω ένα ασαφές και ελλειπτικό, παρά ταύτα, περίγραμμα της πνευματικής και ηθικής αυτής κορυφής που ονομαζόταν Κων. Δεσποτόπουλος; Να μιλήσω για την πρόδρομη προσπάθεια του, με την πολιτική βοήθεια του Κων. Μητσοτάκη τον οποίο πάντα θεωρούσε φίλο του, να καταργηθεί το όνειδος για τις πολιτισμένες κοινωνίες που αποτελούσε η βάρβαρη θανατική ποινή; Να αναφερθώ στον σεβασμό του προς το γυναικείο φύλο, που τον έκανε μέχρι τέλους να επιμένει στην υιοθέτηση από τα παιδιά ενός συνδυασμού πατρωνύμου και μητρωνύμου; Να αναφερθώ στον απόλυτο σεβασμό του προς την ευπρέπεια; Θυμάμαι που κάποτε τον ρώτησα αν δεν είχε προσφέρει κακή υπηρεσία στον εαυτό του ένας άλλος γίγαντας του πνεύματος, ο Παν. Κανελλόπουλος, που εγκατέλειψε πρώιμα το πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει δημόσιο στάδιο. «Αστειεύεστε;», μου είπε σχεδόν αυστηρά. «Χάρη σε αυτόν η πολιτική ζωή του τόπου εμπλουτίστηκε με τα στοιχεία του ήθους, της ευγένειας και της ευπρέπειας»… Βέβαια σκέφτηκα πως το αποτύπωμα αυτών των στοιχείων δεν παρέμεινε ανεξίτηλο, αλλά δεν του είπα αυτή μου τη σκέψη. Ευτυχώς, άλλωστε, η ευλογημένη κώφωσή του τον προστάτευε τα τελευταία χρόνια από τις σύγχρονες εκδηλώσεις πολιτικής βαρβαρότητας, όπως η δημόσια συνομιλία στον ενικό με τον αρχηγό του κράτους. Αλλά και από τη βάναυση, την ανελέητη θα έλεγα, καθ’ υποτροπήν από τους δημόσιους άνδρες και γυναίκες, αλλά και γενικότερα τους έχοντες δημόσιο λόγο, ασέλγεια και κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας, που τόσο πολύ θα πλήγωνε αυτόν τον πλαστουργό και μεγάλο τεχνουργό του λόγου…
Αν, λοιπόν, μετά ταύτα και παρά ταύτα θα έπρεπε, κύριοι ακαδημαϊκοί, κυρίες και κύριοι, για τη σχετική ισορροπία αυτής της ομιλίας, να εντοπίσω και να αναφέρω και μια αδυναμία του Δεσποτόπουλου, η οποία προφανώς και είχε επιταθεί λόγω της βαρηκοΐας του, αυτή θα ήταν η ροπή του προς τη μακρηγορία και τη μονολογία (η οποία ουδέποτε τον οδηγούσε, ωστόσο, να χάνει την επικοινωνία και την ουσιαστική επαφή με τον ακροατή του, διότι κατέγραφε τις αντιδράσεις του και ενσωμάτωνε το σχολιασμό τους στον περαιτέρω μονόλογό του). Αυτή λοιπόν η εντός ή εκτός εισαγωγικών αδυναμία του μου έφερνε στο νου τη φράση ενός άλλου αγαπημένου μου ανθρώπου του πνεύματος, του συγγραφέα Ασημ. Πανσέληνου, ο οποίος κάπου στο Τότε που ζούσαμε αναφέρει: «Οι μονολογάδες πρέπει να λογίζονται βιαστές. Και ανάλογα να αντιμετωπίζονται. Υπάρχουν, εν τούτοις, κάποιοι βιαστές τόσο σαγηνευτικοί και τόσο γοητευτικοί, που τα θύματά τους καταλήγουν να τους αποδέχονται και να απολαμβάνουν την πράξη του βιασμού»… Αυτό ακριβώς ήταν οι μονόλογοι του Δεσποτόπουλου: μια τεχνουργία ερωτικού λόγου, που ο δέκτης τους λογιζόταν περισσότερο εκλεκτός και ευνοημένος από την τύχη, παρά θύμα. Και στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να σας πω, εκλεκτοί προσκεκλημένοι –μετακινούμενος από τον μεταθανάτιο επαινετικό λόγο στην εξομολόγηση και καθιστώντας σας από ακροατές εξομολόγους– ότι, πολύ συχνά, πηγαίνοντας να τον δω, έλεγα στον εαυτό μου: «Ωχ, πάλι θα υποστώ ατέλειωτους μονόλογους για τον Πλάτωνα». Και, όταν άρχιζε να μιλάει, δεν αφηνόμουν απλά, δεν γοητευόμουν απλά, ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μην κουραστεί, να μην σταματήσει να μιλάει, να μην τελειώσει ποτέ…
Αλλά ο Δεσποτόπουλος κουράστηκε. Ο Δεσποτόπουλος τέλειωσε. Ο λόγος του δεν θα ξανακουστεί ποτέ, αυτό το μεγάλο πνεύμα δεν θα ξαναλειτουργήσει, παρά μόνον ως δύναμη γονιμοποιός της σκέψης των μελετητών του. (Αν υποθέσουμε πως στη σημερινή Ελλάδα εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν άνθρωποι διατεθειμένοι και δυνάμενοι να μελετήσουν φιλοσοφία, διατεθειμένοι και δυνάμενοι να μελετήσουν Δεσποτόπουλο)…
Κυρίες και κύριοι,
Στον Δεσποτόπουλο, ο κάθε διδάσκων σε αυτό το Ίδρυμα ατομικά (και επιτρέψτε μου να πως, εγώ, για ειδικούς λόγους ιδιαίτερα), οφείλουμε ευγνωμοσύνη. Τεράστια, όμως, ευγνωμοσύνη για την προσφορά και το γιγάντιο αποτύπωμά του τού οφείλει και το πανεπιστήμιό μας ως θεσμός. Ένα πανεπιστήμιο το οποίο θα μπορεί στο διηνεκές να εναβρύνεται, γιατί μέσα στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα του έλαμψε και καταύγασε και πυρπόλησε νεανικές ψυχές το μεγάλο αυτό τέκνο του μικρασιατικού ελληνισμού.
Το Πάντειο πανεπιστήμιο όμως, κυρίες και κύριοι, εφήρμοζε μέχρι τώρα την, κατά την ταπεινή μου άποψη, εσφαλμένη πρακτική να προσδιορίζει με κάποιον αριθμό τις περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας και τα αμφιθέατρά του. Προσωπικά, ο δι’ ενός μόνον αριθμού προσδιορισμός ενός διδακτικού χώρου μού φέρνει στο νου φυλακές ή στρατόπεδα συγκεντρώσεως παλαιών ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπου οι κρατούμενοι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αριθμοί, όπως με πολλή ενάργεια, μεταξύ άλλων, περιγράφει ο Αρθουρ Καίσλερ στο «Μηδέν και το άπειρο»… Ωστόσο οι χώροι διδασκαλίας είναι κατ’ εξοχήν χώροι ζωής, πνευματικής και γενικότερης, όπου πάντα θα πλανάται το πνεύμα των προγενέστερων. Άρα είναι σκόπιμο να μην προσδιορίζονται με την παγερή αναφορά σε έναν αριθμό. Από σήμερα, λοιπόν, μια από τις πιο σημαντικές αίθουσες του πανεπιστημίου μας θα αποκαλείται αίθουσα Κων. Δεσποτόπουλου. Η παρουσία τού ονόματός του θα λειτουργεί, πιστεύω, αφ’ εαυτής ως μια αναφορά στην ιστορία τού Ιδρύματος και μια παρότρυνση στους νέους προς τη φιλομάθεια και το ήθος. Θα υπενθυμίζει στους πάντες ότι και η ανιδιοτέλεια και η αφιλοκέρδεια και η ηθική μεγαλοσύνη και η πνευματική γιγαντοσύνη είχαν τη θέση και το ρόλο τους σε αυτό το χώρο. Ελπίζω, μόνο, οι σημερινές και μελλοντικές πρυτανικές αρχές να μην επιτρέψουν στο μέλλον η αίθουσα Κων. Δεσποτόπουλου να αναφέρεται, από γραφειοκρατική αδράνεια, και πάλι ως ένας αριθμός.
Κυρίες και κύριοι,
Προσωπικά, εκ μέρους επίσης του Παντείου πανεπιστημίου, αλλά απηχώντας, πιστεύω, και τα συναισθήματα που θα διακατείχαν τον μεγάλο τιμώμενο, σας εκφράζω την πιο βαθιά ευγνωμοσύνη μου που με την παρουσία σας τιμήσατε το μεγάλο Δάσκαλο, τον φωτοδότη άνθρωπο, τον σημαντικό φιλόσοφο, τον στοχαστή που ανήκει πλέον στις πιο λαμπρές σελίδες της πνευματικής ιστορίας του τόπου μας…
Σας ευχαριστώ από καρδιάς»