Ταξιδια

Χάλστατ, Άνω Αυστρία: Ένα μικρό - μεγάλο ταξίδι

Τα μαύρα νερά λίμνης, τα επιβλητικά βουνά που είναι χιονισμένα στις κορυφές, το πολικό ψύχος, η απόλυτη σιγή του τοπίου και τα ξύλινα σπιτάκια

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χάλστατ, Άνω Αυστρία
Χάλστατ, Άνω Αυστρία

Χάλστατ, Άνω Αυστρία: Ένα παραμυθένιο ταξίδι βγαλμένο από σκηνές βιβλίου του Στίβεν Κινγκ

Ήθελα χρόνια να πάω στο Χάλστατ της Άνω Αυστρίας. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που το είδα σε φωτογραφίες, αλλά ήταν κυριολεκτικά έρωτας με την πρώτη ματιά. Πριν κανά-δυο χρόνια δε, ήμουν έτοιμη να πάω μόνη. Παραλίγο να κλείσω παρορμητικά τα εισιτήρια ένα απόγευμα ενώ πήγαινα στη δουλειά. Είχα μπει στην ιστοσελίδα μιας αεροπορικής εταιρίας και βρήκα τις ημερομηνίες και τις ώρες. Βρήκα τα τρένα και τα αυτοκίνητα προς ενοικίαση, και έφτασα λίγο πριν την πληρωμή. Στο τέλος όμως έκλεισα τη σελίδα και επέστρεψα στην πραγματικότητα.

Δεν έχω κάνει ποτέ διακοπές μόνη μου και νομίζω δεν θέλω. Αν δεν το μοιράζεσαι με κάποιον αγαπημένο άνθρωπο δεν ξέρω πόση αξία έχει η συγκεκριμένη δραστηριότητα. Όλες οι άλλες, ναι, αυτή πιστεύω όχι.

Φέτος, λοιπόν, ήρθαν έτσι οι συγκυρίες και έκλεισα να πάω με έναν αγαπημένο άνθρωπο.

Το πλάνο ήταν δύο ημέρες στο Χάλστατ της Άνω Αυστρίας και τρεις στη Βιέννη, στην οποία υποτίθεται είχα πάει όταν ήμουν μικρή με τους γονείς μου αλλά δεν το θυμάμαι καν, οπότε δεν μετράει. Η πτήση ήταν σκάρτες δυο ώρες… όσο μας παίρνει, δηλαδή, να φτάσουμε από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη με κίνηση. Η Austrian Airlines που έκανε το δρομολόγιο Αθήνα-Βιέννη λόγω Star Alliance σου επέτρεπε βαλίτσα 23 κιλών, ένα μικρό βαλιτσάκι και ένα προσωπικό αντικείμενο, αλλά πρόσφερε μόνο μισό (κυριολεκτικά) ποτήρι νερό κατά τη διάρκεια της πτήσης , το οποίο με σόκαρε δυσάρεστα. Ευτυχώς έχω πάντα σνακ μαζί μου, οπότε δεν πείνασα· ωστόσο εκνευρίστηκα.

Χάλστατ, Άνω Αυστρία

Μέχρι να βολευτώ (λέμε τώρα), να χωνέψω την έλλειψη φαγητού, και να διαβάσω λίγα κεφάλαια από το απροκάλυπτα «ζουμερό» μου μυθιστόρημα (πήγαινα διακοπές, sue me), είχαμε φτάσει. Το ταξίδι όμως για μένα είχε μόλις αρχίσει. Για να φτάσω στον τελικό μου προορισμό μεσολαβούσαν ακόμα 3 τρένα και ένα βαρκάκι. Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια, που έλεγε και η κυρία Μπέλλου.

Για την πτήση αυτή των 8 είχα ξυπνήσει στις 4. Έντεκα ώρες αργότερα κατέβηκα από το τελευταίο τρένο στη στάση Χάλστατ. Μία στάση στη μέση του πουθενά, με τίποτα γύρω. Μια στάση τρένου που παρομοίαζε, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, μια εναλλακτική είσοδο στη Νάρνια. (Η ορίτζιναλ είναι μέσα από μια ντουλάπα αν θυμάμαι καλά.)

Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και η θερμοκρασία ήταν στους -1 βαθμούς κελσίου. Η ώρα 4 το μεσημέρι, μια σκάρτη ωρίτσα πριν νυχτώσει. Perfection. Κατεβήκαμε λοιπόν, μπήκαμε σ’ ένα μικρό, στενό δρομάκι και 100 μέτρα μετά βρεθήκαμε στην όχθη της λίμνης όπου περίμενε ένα μικρό καράβι για να μας μεταφέρει απέναντι. Τα αυτοκίνητα φτάνουν μέχρι το Χάλστατ, το τρένο σε αφήνει απέναντι.

Μπήκαμε στο καραβάκι, αφήσαμε τα πράγματά μας σε μια γωνιά και βγήκαμε έξω.

Είναι λίγο δύσκολο να το περιγράψω σε κάποιον που δεν έχει αντικρύσει το Χάλστατ της Άνω Αυστρίας από αυτή την οπτική, πόσο μάλλον σε κάποιον που τέτοιου είδους τοπία δεν τον συγκινούν. Είναι σουρεαλιστικά όμορφο, και ο σουρεαλισμός του δεν προέρχεται από κάτι παράξενο ή ξένο ή αφύσικο, αλλά από τον απόλυτο συνδυασμό ομορφιάς φύσης, όλο αυτό που το περιβάλλει, και αισθητικής του μικροσκοπικού αυτού χωριού.

Τα μαύρα νερά της απόλυτα ήρεμης λίμνης, τα οποία όμως είναι κρυστάλλινα στις όχθες, τα επιβλητικά βουνά που την περιβάλλουν και την περικλείουν, τα οποία είναι χιονισμένα στις κορυφές, το πολικό ψύχος, η απόλυτη σιγή του τοπίου, και τα ξύλινα σπιτάκια με τα μπαλκόνια που βλέπουν στη λίμνη. Μπορεί όλα αυτά να τα δεις online, στις φωτογραφίες που παραθέτω εδώ, αλλά όταν το αντικρύζεις με τα ίδια σου τα μάτια δεν πιστεύεις ότι κάτι τόσο όμορφο μπορεί να υπάρχει στην πραγματικότητα.

Χάλστατ, Άνω Αυστρία

Επτά μονάχα λεπτά μετά φτάσαμε απέναντι. Παρά την κούραση, την πείνα, την αϋπνία, και την 15κιλη βαλίτσα που κουβαλούσα και έκανε τον χαρακτηριστά εκνευριστικό θόρυβο (τουκ-τουκ-τουκ) στους πεζόδρομους του χωριού, η ευφορία μου ήταν απερίγραπτη… όσο και η αναποφασιστικότητά μου για το τι να πρωτοκάνω. Η λογική, εντέλει, επικράτησε: ξενοδοχείο, πράγματα, βόλτα, φαΐ.

Μέχρι να νυχτώσει είχαμε ήδη προλάβει να δούμε σχεδόν τα πάντα. Τα σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά σε κάποια σημεία και το τοπίο ήταν ενίοτε βγαλμένο από σκηνές βιβλίου του Στίβεν Κινγκ. Η βόλτα και το κρύο είχαν καταφέρει να σβήσουν προσωρινά την κούραση…δεν είχαν όμως καταφέρει να κατευνάσουν την πείνα. Πριν, λοιπόν, επέλθει ο εκνευρισμός, έσπευσα να βρω την επόμενη στάση, για φαγητό.

Και κάπου εκεί συνάντησα ένα από τα δύο αρνητικά στοιχεία της Νάρνια. Οι επιλογές ήταν ελάχιστες, και η μία πιο μέτρια από την άλλη. Παίρνεις όμως μια ανάσα, δίνεις τόπο στην οργή, υπενθυμίζεις στον εαυτό σου που βρίσκεσαι, και λες παίρνοντας βαθιές ανάσες ότι το Χάλστατ δεν είναι γαστρονομικός προορισμός. Επιλέξαμε ένα μέρος δίπλα στη λίμνη, η οποία βέβαια μέσα στα μαύρα σκοτάδια δε φαινόταν, έξω στο κρύο, για να καπνίζουμε, και μαζί με ένα σνιτσελάκι κλασσικό (ενδεχομένως κατεψυγμένο αλλά who knows), ήπιαμε και μια κρύα μπύρα. Ναι, στους -1.

Την επόμενη μέρα το πρωί, μετά από πολλές ώρες βυθισμένη στον πιο ξεκούραστο ύπνο που είχα κάνει εδώ και μήνες, έβαλα το μπουφάν μου και βγήκα στο μπαλκονάκι του δωματίου, εισέπνευσα τον κρύο, καθαρό αέρα και έκατσα στην άνετη καρεκλίτσα μου «ρουφώντας» το τοπίο αυτό. Εάν μπορούσα να είχα πατήσει ένα pause στο χρόνο, θα το είχα κάνει, και ίσως να ήμουν ακόμα εκεί. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος αλλά ο ήλιος δεν είχε ακόμα ξεπροβάλλει από τα βουνά.

Το πλάνο της ημέρας ήταν τα αλατωρυχεία, τα οποία είναι από τα αρχαιότερα στον κόσμο, και η θέα από ψηλά (παίρνεις ένα τύπου τελεφερίκ/τρενάκι να ανέβεις). Να σημειώσω εδώ ότι το Χάλστατ της Άνω Αυστρίας είναι Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.

Εκεί επάνω ψηλά, στο ακόμα πιο όμορφο – πόσο ακόμα – viewpoint, υπάρχει ένα καφέ/εστιατόριο που προσφέρει κάποια βασικά πράγματα, σε εννοείται εξωφρενικές τιμές, για να μην απολαύσεις τη θέα ξεροσφύρι. Και εκεί ήρθε το δεύτερο αρνητικό. Ο κακός καφές. Ο κακός, πανάκριβος καφές. Ο οποίος δυστυχώς δεν ήταν χαρακτηριστικό του καταστήματος αυτού, αλλά όλου του χωριού. Ένα ξέπλυμα με χρώμα που βαφτίζουν καφέ και είναι απλά για πέταμα. Αλλά, τέλος πάντων, κοιτάς εκεί πάλι τη θέα και λες, άντε, δε βαριέσαι, θα πιώ καφέ στο σπίτι μου.

Χάλστατ, Άνω Αυστρία

Στην πραγματικότητα όμως με ενόχλησε. Μια τόσο ωραία ταξιδιωτική εμπειρία, ένας τόσο όμορφος προορισμός, και να μην μπορείς να απολαύσεις έναν αξιοπρεπή καφέ ή ένα αξιοπρεπές γεύμα. Και ας το πλήρωνα ακριβά, αλλά ας το ευχαριστιόμουν. Εκείνες τις δύο ημέρες, αυτά τα δύο πράγματα μου έλειψαν, και ενώ σε καμία περίπτωση δεν χάλασαν την όλη μου εμπειρία, αν ξαναπάω – κάτι το οποίο θα ήθελα – θα έχω φροντίσει να εφοδιαστώ κάπως με κάτι.

Και μετά ήρθε το τριήμερο της Βιέννης, το οποίο ειδικά μετά το Χάλστατ ήταν λίγο anticlimactic. Την περίμενα λίγο πιο μαγική, ειδικά τόσο κοντά στις γιορτές με τον στολισμό και τα Christmas markets, λίγο πιο «ζεστή» και φιλόξενη, και δεν ήταν τίποτα από αυτά. Ήταν μια όμορφη, καθαρή, καλά οργανωμένη, αδιάφορη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα ή κάποιο vibe. Και μου έκανε εντύπωση. Και λίγο με στεναχώρησε. Αλλά δεν με πτόησε.

Την περπάτησα όσο περισσότερο μπόρεσα, είδα ότι περισσότερο πρόλαβα σε τόσες λίγες μέρες, και έφαγα καλά, χωρίς όμως να εντυπωσιαστώ από κάτι ιδιαίτερα. Κοινώς, τη Βιέννη δεν θα την επέλεγα ξανά, για κανένα λόγο. Το Χάλστατ ναι, απλά με μια μόκα καφετιέρα στη βαλίτσα και κανά ταπεράκι.

Τέλος… θα ήταν λάθος να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι και τα δύο μέρη ήταν γε-μά-τα με Έλληνες τουρίστες. Ειδικά στη Βιέννη το φαινόμενο ήταν τόσο ακραίο που από το πρωί της δεύτερης κιόλας ημέρας έπαψα να σχολιάζω πράγματα – εντάξει, έπαψα να κουτσομπολεύω τον κόσμο – γύρω μου γιατί δυο φορές (και οι δύο μέσα στα Ανάκτορα Μπελβεντέρε) παραλίγο να την πατήσω. Είχα δε κλείσει εδώ και μήνες ένα τραπέζι στο Café Central την Κυριακή το πρωί, και στο διπλανό ακριβώς τραπέζι κάθισαν δύο Ελληνίδες κυρίες με αποτέλεσμα να πρέπει να μιλάω ψιθυριστά. Ο καφέ τουλάχιστον εκεί ήταν καλός. Έστω.

Η επαναφορά μου στην πραγματικότητα υπήρξε σκληρή. Τόσο που από την πολλή δουλειά, για μέρες μετά από την επιστροφή μου, δεν βρήκα καν το χρόνο να αναλογιστώ που είχα πάει και τι είχα δει. Ίσως λόγω αυτού, έχω «ξεφυλλίσει» τις φωτογραφίες που πήρα αρκετές φορές, προσπαθώντας να εισπνεύσω κοιτάζοντάς τες λίγο από την όμορφα παγωμένη ατμόσφαιρα της λίμνης του Χάλστατ.

Ένα μικρό μου κομμάτι βρίσκεται ακόμα εκεί. Το άφησα εγώ εκεί. Έτσι συμβαίνει με τους προορισμούς που αφήνουν κάτι μέσα σου. Οφείλεις να αφήσεις και εσύ φεύγοντας κάτι.

Όχι απαραίτητα για να πας μια μέρα να το ξαναβρείς, αλλά για να σημάνεις μέσα σου τη σημασία της ύπαρξής σου εκεί. Τι σε έκανε να νιώσεις. Πώς γέμισε την ψυχή σου με κάτι που χρειαζόσουν, το οποίο το πήρες από εκεί, και το κουβαλάς μέσα σου. Για πάντα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.