- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ξάνθη: Αναμνήσεις από την πιο ωραία Παλιά Πόλη της Ελλάδας
Πρόσωπα, γωνιές, ιστορίες και συμβάντα με φόντο τα στενά και τα καλντερίμια της Παλιάς Ξάνθης
Αναμνήσεις από την Ξάνθη των δεκαετιών 70s και 80s.
It’s funny. Don’t ever tell anybody anything. If you do, you start missing everybody. And I sort of miss everybody I told about. J.D. Salinger, “Catcher in the Rye”
Συγχωρέστε με που θα κατρακυλήσω ασύστολα σε αναμνήσεις, που θα κάνω ράφτινγκ στο ποτάμι της μνήμης, που θα με παρασύρουν τα ρεύματά της, άγρια και ορμητικά. Που θα θυμηθώ και θα αναπολήσω πρόσωπα, γωνιές, ιστορίες και συμβάντα με φόντο τα στενά και τα καλντερίμια της Παλιάς Ξάνθης. Ο Ίταλο Καλβίνο άλλωστε στις «Αόρατες Πόλεις» το περιέγραψε ξεκάθαρα: «Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δεν μπορεί να ξεφύγει· άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξαναγυρίσει ποτέ […] Οι πόλεις είναι και η μνήμη, και η επιθυμία. Τα σημάδια και οι ανταλλαγές. Τα μάτια και το όνομα. Οι νεκροί και ο ουρανός. Οι συνεχόμενες πόλεις, οι κρυφές πόλεις». Και η ιστορία ξεκινάει.
Τα μπλουζ της Παλιάς Πόλης: Τον Αύγουστο του 1976 -Θεέ, μιλάμε για τον προηγούμενο αιώνα, πώς τρέχει πιο γρήγορα κι από τον Γιουσέιν Μπολτ ο χρόνος- είδα την Ξάνθη για πρώτη φορά. Ο Φάρος, ο Φλοίσβος, η θάλασσα κι ο Εθνικός Αλεξανδρουπόλεως έγιναν ανάμνηση. Τα μπλε νερά έγιναν πράσινο βουνό, κοίταξα το μοναστήρι της Παναγίας της Καλαμούς, που δέσποζε στην κορυφή, με δέος. Έγραψα στο ημερολόγιό μου «Καινούργια πόλη, καινούργια ζωή, αυτό σημαίνει όταν ο πατέρας σου πάρει προαγωγή και μετάθεση. Από σήμερα είμαι πλέον Ασπίδα στο ποδόσφαιρο, αντί για τα κοκ και τις πάστες του ζαχαροπλαστείου “Ελβετικόν”, η μάνα μου έφερε στο σπίτι σιροπιαστά γλυκά, ρεβανί και σεκέρ παρέ από τη “Νέα Ελλάς”. Πάω στοίχημα ότι το ρολόι της κεντρικής πλατείας είναι τόσο μεγάλο όσο το λονδρέζικο Μπιγκ Μπεν. Δεν έχω πάει, βέβαια, στο Λονδίνο για να ξέρω, η Ξάνθη είναι η πρώτη μεγάλη πόλη που ταξιδεύω, καινούργιοι φίλοι, καινούργια ζωή. Στους δρόμους μιλάνε δυο γλώσσες, σε κάποιες γειτονιές έχει ναούς δυο θεών, του δικού μας του Κυρίου Ημών και του κυρίου Αλλάχ. Μένουμε στην οδό Μακεδονίας 17, από το μπαλκόνι της πίσω πλευράς του σπιτιού μας βλέπω το Πολυτεχνείο και το Διοικητήριο, αν και από όλη τη θέα μου αρέσουν πιο πολύ τα συγκρουόμενα αυτοκίνητα και το λούνα παρκ. Η Ξάνθη είναι τέλεια, αφού έχει λούνα παρκ. Δεν φοβάμαι την καινούργια ζωή».
Λίγες μέρες αργότερα περπατήσαμε με τους γονείς μου την Παλιά Πόλη. Αν και «κατεβήκαμε» είναι το σωστό ρήμα, τσουλήσαμε από το εστιατόριο «Ξανθίππη» και την κορυφή του περιαστικού δάσους στην καινούργια πόλη διαμέσου της παλιάς. Με έπιασε δέος με τα αρχοντικά, τα καλντερίμια, τα κυπαρίσσια, το σκηνικό συνολικά. Η Αλεξανδρούπολη ήταν νεόδμητη πόλη, ρυμοτομημένη - τεράστιοι δρόμοι όλο ευθείες και πολυκατοικίες· εδώ; Έμοιαζε με το Σούλι, φταίει που στην τηλεόραση είχα δει εκείνη την ταινία του Τζέιμς Πάρις με τον Παπαμιχαήλ, την Κάτια Δανδουλάκη και τους άλλους Σουλιώτες που πολεμούσαν στα στενά σαν λιοντάρια, εξού και η τραγελαφική παρομοίωση. Ο πατέρας μου ξεκαρδίστηκε στα γέλια, γελούσαμε πολύ, όλη η οικογένεια Τσιτσόπουλου γελούσε φωναχτά τον Σεπτέμβριο του ’76, η Ξάνθη ήταν μια υπέροχη πόλη, ανοιχτή και φιλόξενη.
Κάναμε όλοι καινούργιους φίλους, θα πήγαινα έκτη δημοτικού, το μέλλον ερχόταν φυσώντας γλυκά σαν αεράκι από τα δάση της Χαϊντούς, κι εγώ ξεθάρρευα ολοένα και περισσότερο. Το Ε’ Δημοτικό ήταν στις παρυφές της Παλιάς Πόλης, παραδίπλα ήταν η αναγνωστική - δανειστική βιβλιοθήκη. Γράφτηκα και δραπέτευσα στο σύμπαν. Έτσι ακριβώς! Η δημοτική βιβλιοθήκη μου έμοιαζε με διαστημόπλοιο και ο διευθυντής της, κύριος Στέφανος Ιωαννίδης, ήταν φτυστός ο Κάπτεν Κερκ, τα βιβλία που μου συνιστούσε να διαβάσω ήταν εισιτήρια για άλλους πλανήτες, Ιούλιος Βερν, Ροβινσών Κρούσος, Βίκτωρ Ουγκώ, ένιωθα εκεί μέσα σαν δεύτερο σπίτι μου. Ακόμα και σήμερα, όταν λένε για την Παλιά Πόλη, αυτές τις εικόνες βλέπω: εκείνο το κτήριο, εκείνον τον κύριο, εκείνα τα ταξίδια.
Μετά άρχισα να μεγαλώνω με φόρα, Α’ Γυμνάσιο στην Ανδρέου Δημητρίου, χειμώνες, αποκριές, άνοιξη, καλοκαίρια, Θεέ! Μιλάμε για τον περασμένο αιώνα, πιο γρήγορα κι από τον Γιουσέιν Μπολτ τρέχει ο χρόνος! Και στην Παλιά Πόλη άρχισα να ανηφορίζω ολοένα και πιο τακτικά κι όχι μόνο για να επισκεφθώ τον «πνευματικό μου» κύριο Ιωαννίδη. Ψηλά στην Πυγμαλίωνος Χρηστίδη κατοικούσε ο Δημήτρης Παναγιωτίδης, πήγαινε στο τμήμα 4, εγώ στο 5, αλλά τακιμιάσαμε. Αγαπούσαμε με το ροκ εν ρολ, μας ένωσε με ατσάλινη φιλία το πανκ-ροκ, οι Rolling Stones και οι Clash, το καλοκαίρι του ’79 οι άλλοι συμμαθητές μας μας έδειχναν με το δάχτυλο: οι δυο τρελοί που μιλούν μόνο για μουσική. Στο σπίτι της Πυγμαλίωνος Χρηστίδη τα ηχεία έπαιζαν στη διαπασών, στην Παλιά Πόλη, μετά το συνήθειο να διαβάζω ογκώδη μυθιστορήματα, κόλλησα με τη μουσική. Τα θεωρούσα και τα δυο φτερά, τίγρεις στη μηχανή μου, όπως έλεγε και μια τηλεοπτική διαφήμιση της εποχής, ονειρευόμουν να πετάξω και να γκαζώσω έτη φωτός μακριά από την Ξάνθη. Να φτάσω ως το Νιου Τζέρσεϊ του Σπρίνγκστιν και το Ντιτρόιτ του Ίγκι Ποπ.
Απέναντι, πάντα στην Πυγμαλίωνος Χρηστίδη, Παλιά Πόλη, έμεναν τα πιο όμορφα κορίτσια της Θράκης. Όπου και να πήγαινε η παρέα τους, τα βλέμματα έπαιρναν φωτιά. Η Νατάσα Στοΐδου, η Αντριάνα Γάντζου, η Δέσποινα Μιχαλακίδου και η Έρση Μεϊμαρίδου ήταν οι καλλονές των αρχών της δεκαετίας του ’80. Ωραίες όπως η Ντέμπι Χάρι των Blondie και η Καίτη Φίνου, η Μαρία Σνάιντερ και η Μπεατρίς Ντάαλ! Τις θαύμαζα βουβά, τις καλησπέριζα με πάθος, αλλά έως εκεί. Δεν είχαμε καμία ελπίδα, αφού τότε όλες οι εκπάγλου τα έφτιαχναν με φοιτητές της Πολιτικών Μηχανικών και κατά προτίμηση Αθηναίους. Ζούσαμε έρωτες παθιασμένους, αλλά σιωπηρούς. Πνίγαμε το πάθος μας στο πανί. Γιατί στην Παλιά Πόλη, πέρα από το διάβασμα, τη μουσική και τα φλερτάκια, άρχισα να τριπάρω και με το σινεμά.
Σινέ «Ολύμπια», οδός Ορφέως, χειμερινό και θερινό, ιδιοκτήτης, μηχανικός ήχου, κυλικειάρχης απ' όλα ήταν ο κύριος Ρωμύλος, ο διαπλάστης των παίδων, ο άνθρωπος που έφερε το Χόλιγουντ στην πόλη. Που συνέδεσε την Ξάνθη των αρχών του ’80 με την Αμερική του Σέρτζιο Λεόνε και το Παρίσι του Μπενέξ. Μετά τις ταινίες πηγαίναμε στον «Κύκνο» του Τάσου, για Ρόσο Αντίκο και συζήτηση, για περισσότερα όνειρα φευγιού. Μπαρ εξαίσιο, τριζάτο, στεγαζόταν σε οίκημα μοναδικού αρχιτεκτονικού ρυθμού, λες και δραπέτευσε αυτούσιο από παρισινό βουλεβάρτο. Δεν ήξερα τότε ούτε το μπαρόκ ούτε τον εκλεκτικισμό, τον νεοκλασικισμό και το μπελ επόκ, δεν σκάμπαζα γρυ από αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, πήγαινα «κλασικό» και προετοιμαζόμουν για τη Νομική, στον «Κύκνο» ο Τάσος, που ο θρύλος τον ήθελε να έχει πολεμήσει στις τάξεις της Λεγεώνας των Ξένων, μας διηγιόταν ιστορίες από το Μαρόκο και την Ταγγέρη. Τον άκουγα προσηλωμένος σαν παπαδάκι στον όρθρο στη Μητρόπολη. Άλλο εξαίσιο οίκημα, άλλο ένα επιβλητικό μέρος, σημείο αναφοράς.
Πλέον, σχεδόν όλη η ζωή μου κυλούσε στην Παλιά Πόλη. Κι ο συμμαθητής μου Δημήτρης Αντώνιου, καθηγητής αρχιτεκτονικής σήμερα στο πανεπιστήμιο της Πάφου αλλά τρελαμένος από τότε με τα σχέδια, τους ρυθμούς και το «άθλημα» εν γένει, μας απαριθμούσε τα κάλλη της: τις σιδεριές και τα σαχνισιά που στόλιζαν τα αρχοντικά Καλούδη, Κουγιουμτζόγλου, Χασιρτζόγλου. Τα σπίτια των καπνεμπόρων και τις χοροεσπερίδες μιας άλλης Ξάνθης, τότε που δεν υπήρχε ροκ εν ρολ αλλά σανσόν, καν-καν και Σάρα Μπερνάρ. Η Γαλλίδα θεά είχε τραγουδήσει στην παλιά Ξάνθη καλεσμένη σε βεγγέρα. Το έγραψαν διασώζοντας το συμβάν και τα «Θρακικά Χρονικά», περιοδικό λαογραφίας, που όμως διέσωζε και κάποιες πιο κοσμοπολίτικες ιστορίες ξανθιώτικου κλέους.
Όταν ο χειμώνας τελείωνε, κατεβαίναμε στο ποτάμι. Δίπλα στον Κόσυνθο λειτουργούσε ο «Κήπος». Τα από χειμωνιάτικο εστιατόριο μεταμορφωνόταν σε υπαίθρια ντίσκο. Απέναντι λαμπύριζαν σαν φωσφορικές πεταλίδες σε βράχο τα σπίτια του συνοικισμού Σαμακόβ. Ένα απόγευμα είδα τον μέγα ζωγράφο Παυλίδη να έχει στήσει το καβαλέτο του στη γέφυρα του Κόσυνθου, σκιτσάροντας με κάρβουνο το προσχέδιο μιας κατοπινής του ελαιογραφίας. Όταν χτυπούσε η καμπάνα στο Καβάκι, σταυροκοπιόμασταν σαν θεούσες κι ας ήμασταν τέρμα αμαρτωλοί: αν ο Θεός έριχνε φωτιά, όλη θα άναβε πάνω μας. Πίσω από το ξενοδοχείο «Ξενία» κάναμε στα κρυφά τσιγάρο, η αδρεναλίνη βαρούσε κόκκινα. Η Ξάνθη της δεκαετίας του ’70 και του ’80 ήταν μια πόλη μικρή και κοντρολαρισμένη, όλοι ήξεραν τους πάντες.
Συγχωρέστε με για τη φλυαρία και την εγωπάθεια, και εκλάβετε την έως τώρα εξιστόρηση της ζωής μου με φόντο το σκηνικό αυτό σαν μια απόπειρα τεκμηρίωσης των παρακάτω: μια άλλη πόλη είμαστε όλοι, δίπλα στην πόλη την κανονική. Ένα οικοδόμημα είναι η ζωή μας που κάποιος το σχεδίασε, το έφτιαξε, έριξε τα μπετά, που πάνω τους αρθρώθηκε η κατοπινή μας ύπαρξη. Γιατί αυτό είναι η Παλιά Πόλη της Ξάνθης στο μυαλό μου, μέσα μου: ένα πεδίο όπου, πέρα από τον ρυθμό, τους όγκους των κτηρίων, την πολεοδομική διάταξη και ανάπτυξη των στενών της, πέρα από τις πινακίδες σήμανσης και τις πληροφορίες για την ιστορία της έξω από τα σπίτια ή τις οδούς, προσδίδοντάς της αυτήν τη μέγιστη σημασία στην ανάπτυξη της σύγχρονης Ξάνθης, για μένα θα είναι πάντα ένα σταυροδρόμι ύπαρξης. Μια μικρή αφορμή ψάχνουμε όλοι οι άνθρωποι νομίζω, για να επιστρέφουμε στη ρίζα, στα μπετά, στα θεμέλια, στον πυρήνα που γύρω του αναπτύχθηκε η κατοπινή ζωή μας, για να εξηγήσουμε ψύχραιμα αυτό που μας συνέβη στη συνέχεια. Στην Παλιά Ξάνθη των τελών του '70 και των αρχών του '80 διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου, αυτό το αμάλγαμα ερώτων, βιβλίων, μουσικών, ποτών και συζητήσεων, περιπάτων και ανήσυχων νυχτών και ημερών, καθόρισε όχι μόνο την εφηβική μου αλλά και τη μετέπειτα, έως και σήμερα, ζωή μου.
Έφυγα από την Ξάνθη για τη Θεσσαλονίκη λόγω σπουδών το '82. Στα πέριξ του Λευκού Πύργου είχε έξαψη και περιπέτεια, πιο ιλιγγιώδεις προσλαμβάνουσες, οσμώσεις και τριβές, συναναστροφές και γνωριμίες, αμφιθέατρα και κλαμπ, πιο ενημερωμένα δισκοπωλεία και βιβλιοθήκες, συναυλίες που τις ονειρευόμουνα σε μυστικούς ύπνους και δείπνους. Επαφή και με άλλες τέχνες, βοή, άγχος, δράση. Άρχισα σιγά σιγά να μεταμορφώνομαι από ακαθόριστο, άμαθο, άγουρο και δειλό παιδί της Θράκης σε ορκισμένο μητροπολιτικό εραστή. Έγινα flâneur, όπως περιέγραψε τον χαρακτήρα όλων αυτών που εκστασιάζονται με την αστική φαντασμαγορία ο Μποντλέρ. Εκείνων που περιπολούν τις πόλεις με σκοπό να τις βιώσουν.
Η Θεσσαλονίκη με καταγοήτευσε, μπορούσα να υπάρχω χωρίς τις συμβάσεις και τα πρέπει της μικρής πόλης, να φτιάξω έναν καινούργιο χαρακτήρα, μια άλλη ζωή. Να ζήσω σαν ήρωας από τα τραγούδια που άκουγα, τις ταινίες που έβλεπα, με ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη ξεχύθηκα στο σύμπαν. Η Θεσσαλονίκη μου χάρισε καταφύγιο και γνώση, μου φέρθηκε καλά, μου έδωσε την ευκαιρία μου. Την άρπαξα. Ακόμα, όταν φεύγοντας λόγω δουλειάς ή αναψυχής, το αεροπλάνο της επιστροφής πιάνει τον αεροδιάδρομο του «Μακεδονία», τη χαζεύω από ψηλά με ευγνωμοσύνη. Με στοργή. Εδώ κατοικώ, δημιουργώ, παράγω και ονειρεύομαι. Με τη Θεσσαλονίκη ως κέντρο του άξονά μου, ευτύχησα αλλά και ευτυχώ ακόμα να περιστρέφομαι στη γη. Ωραία και ήσυχη η ζωή στην επαρχία, δεν αντιλέγω, μα κάποιοι σαν και του λόγου μου θέλουν τη ζωή τους σε μόνιμη εγρήγορση, σε ρυθμούς πυρετικούς. Δεν τον αντέχω τον καθαρό αέρα, πέρα από λίγες ώρες, και του βουνού οι χαρές με γεμίζουν, μα μόνο για λίγες ώρες. Λαγωνικό των μεγαλουπόλεων διάλεξα να είμαι και σαν τον Χόλντεν Κόλφιλντ στον «Φύλακα στη Σίκαλη» σε δαιδαλώδη, πολύβουα και οργιαστικά περιβάλλοντα να κυνηγώ. Προδότη όμως δεν με λες!
Στην Ξάνθη γυρίζω πάντα, τακτικά, γιορτές ή ανώνυμα ταπεινά σαββατοκύριακα. Έχω οικογένεια εδώ, φίλους, μια ρίζα ατσάλινη. Θαρρείς και ένα κομμάτι μου έμεινε γειωμένο εδώ για πάντα. Και με έναν τρόπο μαγικό, όταν το αυτοκίνητο περάσει τη γέφυρα των Τοξοτών, αίφνης, ξαναμεταμορφώνομαι. Σε εκείνον το παιδί του 20ού αιώνα, χωρίς ίντερνετ και πολυσφραγισμένο διαβατήριο, χωρίς επαγγελματική κάρτα, εμπειρίες και αρμολογημένη ζωή.
Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Το παραδέχομαι, η «καινούργια πόλη» με κάνει να νιώθω λίγο αμήχανα. Λες και έπιασα ένα οποιοδήποτε σημείο του χάρτη! Άγνωστα πρόσωπα, μποτιλιάρισμα, αλυσίδες πανομοιότυπων φιρμών ένδυσης, φαγητού, πολιτισμού και σούπερ-μάρκετ. Ομογενοποιημένες συμπεριφορές σε γούστα, κατανάλωση, διασκέδαση σε πεζόδρομους και πλατείες. Μελαγχολώ για όλα αυτά που εξαφανίστηκαν, κι ας μην πρέπει. Στο κάτω κάτω, σκέφτομαι, μπορεί να μην σήμαιναν τίποτα και για κανέναν, πέραν της δικής μου, προσωπικής μυθολογίας. Ο Γκουσγκουνάκος και η ντίσκο «Πήγασος», το σφαιριστήριο «Λας Βέγκας» και ο ΑΟΞ που έγινε Skoda. Οι παλιοί Ξανθιώτες που με διαβάζετε νομίζω πως καταλάβατε πολύ καλά τι θέλω να πω. Ο προπονητής Στριφτούλιας του Κολυμβητικού Ομίλου, το κατάστημα νεωτερισμών και μοντέρνας ένδυσης «Mode» απ' όπου αγόρασα το πρώτο μου Levi's, οι εκπομπές του Βασίλη-«θείου»-Μαρκόπουλου στην Όμορφη Πόλη, το δημοτικό ραδιόφωνο, που ευτυχώς εκπέμπει ακόμα. Η παμπ «Loris» και ο ιδιοκτήτης Αλέκος Αλεξανδρίδης, μέγας τυμπανιστής και ένθερμος θιασώτης της τζαζ, namedroping, αυτόματη γραφή, όπως θα παρατηρούσαν και οι ντανταϊστές καλλιτέχνες της πολυθρύλητης συλλογής της Άνθης Γιέρμαν. Το σινέ «Άλφα» και ο χαμογελαστός κύριος Χρόνης Βάλλας, η πανκ μπάντα των TNT, ο πειρατικός σταθμός του Λευτέρη του Σάιμον (Τέμπλαρ), το δισκοπωλείο «Ντο-Ρε-Μι» του Νίκου Μετζιδιέ, εκείνη η Ξάνθη που την περνούσα για τον κόσμο όλο.
Γιατί ήταν ο κόσμος μου έως τότε. Όλος! Και έτσι το μόνο που μου μένει για να ανταμώσω με την παλιά μου ζωή είναι να ανηφορίζω για την Πόλη την Παλιά. Εκεί που τίποτα δεν χάθηκε κι όλα στέκουν ακέραια και αυτούσια όπως τότε, όπως από πάντα, και ακόμα καλύτερα. Γιατί αυτή η ομορφιά ούτε ξεβράστηκε ούτε ξεπλύθηκε από τον χρόνο. Παρέμεινε ανέπαφη και πλήρης, αναπαλαιώθηκε, λουστραρίστηκε, διαβιεί και ταξιδεύει στον χρόνο αμόλυντη. Σαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι. Σαν τα κόκκινα τούβλα του πατρικού του σπιτιού, που διασώθηκε, όπως και όλος αυτός ο τόπος και οι γειτονιές, που τη χορογραφούν, τη συνθέτουν, την κάνουν μοναδική και περιλάλητη σε όλη τη χώρα. Η μνήμη της Ξάνθης. Η αστική της ιστορία, συνολική αλλά και ατομική. Οικουμενική αλλά και προσωπική. Κτήμα της Θράκης αλλά και του καθένα μας. Γιατί αυτό είμαστε τελικά, ανακεφαλαιώνω: μια μνήμη κολλημένη τσίμα τσίμα στο παρόν μας, ένα όλον όπου το χθες ρίχνει τα μπετά και το σήμερα σηκώνει ορόφους. Και πορευόμαστε.
Σε άλλες σελίδες αυτού του τόμου θα γράψουν οι ειδικοί. Αυτοί που κόπιασαν, μόχθησαν, πάλεψαν, έδωσαν μάχες και τη διέσωσαν την Παλιά Πόλη, της χάρισαν αθανασία και ζωή αιώνια. Την περιφρούρησαν και την προφύλαξαν, οραματίστηκαν και σχεδίασαν το είναι της στο ατέρμονο. Τους φιλώ, τους τιμώ, τους συγχαίρω. Γιατί έτσι, πέρα από το δημόσιο καλό, είναι σαν να μερίμνησαν και για το ατομικό, το προσωπικό, το δικό μου. Κι όλα είναι για πάντα εκεί! Καθαγιασμένα και μοναδικά, όπως οι ψυχές μας και οι υπάρξεις μας. Άτρωτα και άγρυπνα. Για να θυμίζουν πως η ομορφιά είναι αιώνια και ο αγώνας συνεχής. Ο Μίλαν Κούντερα το προσδιόρισε θαυμάσια: η Ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την πάλη της μνήμης ενάντια στη λήθη. Κι εγώ ορκίστηκα να μην ξεχάσω τίποτα και να τα θυμάμαι για πάντα. Όλα!
Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στο λεύκωμα-έκδοση «Ανάσες και Σκιές της Παλιάς Ξάνθης» που επιμελήθηκε ο φιλόλογος και λογοτέχνης Θανάσης Μουσόπουλος.
Φωτογραφίες: www.cityofxanthi.gr