Ταξιδια

Γιερεβάν, Αρμενία: Ένα ταξίδι σε αδελφό έθνος

Ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης μας ταξιδεύει ως τη χιονισμένη κορυφή του Αραράτ

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 937
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ταξίδι στις γεύσεις, την κουλτούρα και τα στενά του Γιερεβάν, της πρωτεύουσα της Αρμενίας, εκεί που οι Έλληνες ονομάζονται Γιούνι

Μια παρέα ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας θελήσαμε να κάνουμε ένα κάπως διαφορετικό ταξίδι. Όχι πάλι Πράγα, Βουδαπέστη ή Βιέννη. Όχι άλλο Λούβρο ή Τέιτ Μόντερν. Όχι άλλο σπαγγέτι, παρελθέτω από εμάς το γκούλας. Τι λοιπόν; Πέταξα την ιδέα της Αρμενίας. Οι υπόλοιποι πέταξαν τα καπέλα τους. Μάλιστα συμφώνησαν, αυτό ήταν ταξίδι. Προορισμός Γιερεβάν. Θα βλέπαμε, έστω από μακριά, το όρος Αραράτ, εκεί που «κάθισε» η Κιβωτός του Νώε. (Αργότερα έμαθα ότι οι Αρμένιοι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του Χάικ, δισέγγονου του Νώε, και μάλιστα οι ίδιοι δεν αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμένιους αλλά Χάικ – εμάς τους Έλληνες μας λένε Γιούνι, ήγουν Ίωνες.)

Προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο Ζβάρνοτς, μισή ώρα με το ταξί από την πρωτεύουσα της Αρμενίας. Καταλύσαμε σε ένα πανέμορφο αρχιτεκτονικά ξενοδοχείο, δυο βήματα από το κέντρο. Από το παράθυρό μου έβλεπα σε ένα μικρό πάρκο, Βερνισάζ το λένε οι ντόπιοι, όπου κάθε μέρα εκθέτουν την πραμάτεια τους έμποροι κάθε λογής. Καθώς φτάσαμε νύχτα, ήπιαμε ένα ποτήρι κρασί Αρένι στο μπαρ του ξενοδοχείου και πήγαμε για ύπνο. Έχουμε δύο ώρες διαφορά με την Αρμενία.

Πλατεία Δημοκρατίας

Είχα δει ταινίες του Αρμένιου σκηνοθέτη Σεργκέι Παρατζάνοφ κι έτσι την επόμενη μέρα αποφάσισα να βρω το σπίτι του, που έχει γίνει μουσείο. Περπάτησα αρκετά, πέρασα από τη γειτονιά Κοντ, κάτι σαν τα δικά μας Τουρκοβούνια, κι αφού μου βγήκε η γλώσσα από την πεζοπορία, έφτασα στο μουσείο του Παρατζάνοφ. Ένα σπίτι γεμάτο κολάζ κι ένα σωρό αλλόκοτα έργα τέχνης που είχε φτιάξει ο ίδιος όσο ζούσε. Βρέθηκα σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, κατακλυσμένο από κατασκευές παράξενες, και οι φωτογραφίες που τραβούσα σε κάθε γωνιά –όπως διαπίστωσα αργότερα– δεν μπορούσαν να αποδώσουν στο ελάχιστο την ξέφρενη φαντασία του σκηνοθέτη. (Προτείνω να δείτε τη σπουδαιότερη ταινία του, «Το χρώμα του ροδιού».)

Το σπίτι του Σαρλ Αζναβούρ, με θέα το Γιερεβάνι

Το μεσημέρι γύρισα στο ξενοδοχείο μου για την καθιερωμένη σιέστα, χάρη στην οποία είμαι ζωντανός τόσα χρόνια, και το απόγευμα περιπλανήθηκα στην κεντρική πλατεία όπου, υπό τους δυνατούς ήχους μιας μουσικής μπιτάτης, λάμβανε χώρα μια πασαρέλα μοντέλων, ενώ συνεργεία εργατών του δήμου στόλιζαν τα πανέμορφα κτίρια που κύκλωναν τον χώρο με χριστουγεννιάτικα φώτα. Στη συνέχεια έψαξα για δώρα στον κεντρικό πεζόδρομο με την ονομασία North Avenue, όπου είναι συγκεντρωμένα τα περισσότερα μαγαζιά – κάτι σαν τη δική μας Ερμού, αλλά πιο πλατιά. 

Το βράδυ συνάντησα τους υπόλοιπους και δειπνήσαμε με παραδοσιακά φαγητά στην υπόγεια ταβέρνα με τη λογοτεχνική ονομασία Αιχμάλωτη του Καυκάσου (που μου θύμισε το μυθιστόρημα του Λέρμοντοφ «Ένας ήρωας του καιρού μας»). Τα κρέατα που περίσσεψαν ύστερα από την ευωχία μας θα μπορούσαν να με θρέφουν μία βδομάδα στην Αθήνα. 

Ο λαθραναγνώστης συγγραφέας (Γιερεβάν)

Τη δεύτερη μέρα μας στο Γιερεβάν, είπαμε επιτέλους να δούμε, έστω από μακριά το Αραράτ –στο οποίο δεν μπορούσαμε να φτάσουμε αφού βρίσκεται εντός της Τουρκίας– κι έτσι κατευθυνθήκαμε στο πιο εντυπωσιακό μέρος της πρωτεύουσας, το περίφημο Cascade. Όπως λέει και η ονομασία του, πρόκειται για έναν καταρράκτη. Μόνο που είναι ένας καταρράκτης από πέτρινα σκαλοπάτια (572 για την ακρίβεια) χτισμένα στη λοφοπλαγιά, ενώ στο εσωτερικό του λόφου αναπτύσσεται το μουσείο Cafesjian. Κυλιόμενες σκάλες σε οδηγούν ψηλά, ενώ σε κάθε κεφαλόσκαλο υπάρχουν έργα τέχνης που μπορείς να σταθείς και να περιεργαστείς από κοντά. Υπάρχουν και υπόγειες αίθουσες με συλλογές του Καφετζιάν, που ωστόσο δεν επισκέφτηκα. Στην κορυφή του λόφου της πόλης δεσπόζει το σπίτι του τραγουδιστή Σαρλ Αζναβούρ (οι παλαιοί τον θυμούνται ελπίζω), αμπαρωμένο πια, ύστερα από τον θάνατο του καλλιτέχνη. Βγήκαμε στο τελευταίο πλάτωμα, στην κορυφή του Cascade, για να δούμε σε απόσταση τη χιονισμένη κορυφή του Αραράτ. Δεν αντικρίσαμε παρά μια αχλή που στεφάνωνε την πόλη και περιόριζε την ορατότητα έως το μνημείο της Γενοκτονίας. Καταραστήκαμε την τύχη μας και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Έπρεπε να ετοιμαστούμε για την Όπερα. 

Όπερα: Kτίριο Σοβιετικής εποχής

Στις έξι το απόγευμα μπήκαμε στο γκρίζο κτίριο Σοβιετικής εποχής, την Όπερα. Παρακολουθήσαμε μια συγκινητική παράσταση μπαλέτου που αφηγούνταν τον  έρωτα δύο νέων, με ευτυχές τέλος. Πανδαιμόνιο χρωμάτων, αέρινοι χορευτές, διονυσιακή μουσική από ζωντανή ορχήστρα. Στο τέλος, παρατεταμένο μπιζάρισμα.

Δειπνήσαμε σε κοντινό εστιατόριο με αρμένικη κουζίνα και, με τη βοήθεια της άφθονης κατανάλωσης οίνου, ξεσηκώσαμε το μαγαζί στο πόδι από τα ηχηρά μας γέλια και τα αλλεπάλληλα τσουγκρίσματα. Οι σερβιτόροι μας κοίταζαν με ενδιαφέρον, ενώ από τα γειτονικά τραπέζια εισπράτταμε χαμόγελα κατανόησης. Αποχωρήσαμε χειροκροτούμενοι. (Οι Αρμένιοι μάς θεωρούν αδέλφια και χαίρονται κάθε φορά που μας συναντούν.)

Ο Καθεδρικός του Γρηγορίου Φωτιστή

Το επόμενο πρωί Κυριακής κατευθύνθηκα στον καθεδρικό ναό της πόλης, την εκκλησία του Γρηγορίου του Φωτιστή, και παρακολούθησα μια άκρως εντυπωσιακή λειτουργία. Μέσα σε ένα τεράστιο κτίσμα, όπου απουσίαζαν πλήρως οι τοιχογραφίες, πιστές με καλυμμένο το κεφάλι και άντρες με φτωχικά ρούχα, γονάτιζαν και σταυροκοπιούνταν διαρκώς, ενώ από ψηλά μια χορωδία έψαλε γλυκόηχα, το όργανο σκόρπιζε τους ήχους του και καμιά δεκαριά παπάδες ιερουργούσαν πάνω σε μια εξέδρα υπό τις άριες των δεξιών και αριστερών ψαλτάδων. Είχα απορροφηθεί τόσο που παρολίγο να χάσω το ταξί για το αεροδρόμιο.

Το Αραράτ, τη χιονισμένη κορυφή του ορισμένως, το είδαμε κάπου δέκα λεπτά μετά την απογείωση, από το αεροπλάνο, καθώς πετούσαμε στα τριάντα χιλιάδες πόδια. Φροντίστε να κλείσετε θέση στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους ώστε να έχετε καλή θέα του ιστορικού αυτού όρους.

Ο μήνας ήταν Νοέμβριος και το έτος 2024.

Αραράτ

Ξενοδοχείο: Tufenkian historic hotel
Ταβέρνα: Kavkazkaya Plenitsa (Η αιχμάλωτη του Καυκάσου)