Ταξιδια

Καππαδοκία: Ταξίδι σε μία από τις σπουδαιότερες κοιτίδες του Ελληνισμού

Φωτογραφικό οδοιπορικό στην ιστορική περιοχή και την άγρια ομορφιά της
Μπάμπης Καλογιάννης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καππαδοκία: Οι μυστηριώδεις πέτρινοι σχηματισμοί και τα χωριά με το πλούσιο ελληνικό στοιχείο

Το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη προς την Καππαδοκία ξεκινάει νομοτελειακά από νωρίς το πρωί. Η έξοδος από την πόλη των σχεδόν 16 εκατομμυρίων κατοίκων, ένα πρωινό Παρασκευής σαν όλα τα άλλα, θυμίζει στην καλύτερη περίπτωση την έξοδο των Αθηναίων πολιτών για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, ή το αντίστοιχο ρεύμα από Θεσσαλονίκη προς Χαλκιδική. Η προσμονή ωστόσο κάνει τις 9 με 10 ώρες της διαδρομής να μοιάζουν λίγες. Ο δρόμος προς την επαρχία του Νεβσεχίρ χαρακτηρίζεται από ατέλειωτες «γυμνές» εκτάσεις, με ελάχιστες έως καθόλου καλλιέργειες, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό ελατοδασών. Σίγουρα πάντως ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά πανύψηλα κτίρια της γείτονος χώρας. Οι αυξανόμενες οικοδομικές απαιτήσεις της Τουρκίας και οι ανάγκες για στέγαση στα μεγάλα αστικά κέντρα, οδήγησαν στην ανέγερση εκατοντάδων ουρανοξυστών τα τελευταία χρόνια. Έτσι η χώρα κατατάσσεται πλέον στη 14η θέση παγκοσμίως για κτίρια άνω των 150 μέτρων, και στην αντίστοιχη 18η για κτίρια άνω των 200 μ.

Τα κτίρια αυτά επηρεάζουν την τοπική κυκλοφορία, το τοπίο και τον ορίζοντα πόλεων όπως η Σμύρνη, η Άγκυρα και το Εσκίσεχιρ. Ωστόσο και σε κάθε περίπτωση, οι συστάδες ουρανοξυστών σε συνδυασμό με τους γύρω δρόμους, οι οποίοι μπορούν σε μεγάλο βαθμό να χαρακτηριστούν ως «αγροτικοί», δεν αποτελούν την ιδανική πρόταση αισθητικής. Λίγο πριν την άφιξη στην Καππαδοκία, ξεχωρίζει η επίσκεψη στη λίμνη «Tuz Gölü», που σημαίνει «Salt Lake». Είναι ακριβώς αυτό καθώς πρόκειται για μια αλμυρή λίμνη, βάθους μόλις 1.5 μέτρου, η οποία καλύπτει το 40% των αναγκών της χώρας σε αλάτι. Η λίμνη αποτελεί το φυσικό σύνορο της Καππαδοκίας από τα δυτικά. Λίγο αργότερα, η είσοδος στην πολύ όμορφη πόλη του Νεβσεχίρ (Νεάπολη) δημιουργεί τις πρώτες έντονες σκέψεις και συνειρμούς, με το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Είναι το μέρος από όπου ξεκίνησαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922, οι οποίοι δημιούργησαν τον οίκισμο της Νεάπολης στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Δίνοντας του το ακριβώς το όνομα της πόλης την οποία άφησαν.

Καππαδοκία: Κάποιοι την αποκαλούν «Η χώρα των όμορφων αλόγων»

Το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη προς την Καππαδοκία ξεκινάει νομοτελειακά από νωρίς το πρωί

Η έξοδος από την πόλη των σχεδόν 16 εκατομμυρίων κατοίκων, ένα πρωινό Παρασκευής σαν όλα τα άλλα, θυμίζει στην καλύτερη περίπτωση την έξοδο των Αθηναίων πολιτών για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, ή το αντίστοιχο ρεύμα από Θεσσαλονίκη προς Χαλκιδική. Η προσμονή ωστόσο κάνει τις 9 με 10 ώρες της διαδρομής να μοιάζουν λίγες. Ο δρόμος προς την επαρχία του Νεβσεχίρ χαρακτηρίζεται από ατέλειωτες «γυμνές» εκτάσεις, με ελάχιστες έως καθόλου καλλιέργειες, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό ελατοδασών. Σίγουρα πάντως ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά πανύψηλα κτίρια της γείτονος χώρας. Οι αυξανόμενες οικοδομικές απαιτήσεις της Τουρκίας και οι ανάγκες για στέγαση στα μεγάλα αστικά κέντρα, οδήγησαν στην ανέγερση εκατοντάδων ουρανοξυστών τα τελευταία χρόνια. Έτσι η χώρα κατατάσσεται πλέον στη 14η θέση παγκοσμίως για κτίρια άνω των 150 μέτρων, και στην αντίστοιχη 18η για κτίρια άνω των 200 μ. Τα κτίρια αυτά επηρεάζουν την τοπική κυκλοφορία, το τοπίο και τον ορίζοντα πόλεων όπως η Σμύρνη, η Άγκυρα και το Εσκίσεχιρ.

Ωστόσο και σε κάθε περίπτωση, οι συστάδες ουρανοξυστών σε συνδυασμό με τους γύρω δρόμους, οι οποίοι μπορούν σε μεγάλο βαθμό να χαρακτηριστούν ως «αγροτικοί», δεν αποτελούν την ιδανική πρόταση αισθητικής. Λίγο πριν την άφιξη στην Καππαδοκία, ξεχωρίζει η επίσκεψη στη λίμνη «Tuz Gölü», που σημαίνει «Salt Lake». Είναι ακριβώς αυτό καθώς πρόκειται για μια αλμυρή λίμνη, βάθους μόλις 1.5 μέτρου, η οποία καλύπτει το 40% των αναγκών της χώρας σε αλάτι. Η λίμνη αποτελεί το φυσικό σύνορο της Καππαδοκίας από τα δυτικά. Λίγο αργότερα, η είσοδος στην πολύ όμορφη πόλη του Νεβσεχίρ (Νεάπολη) δημιουργεί τις πρώτες έντονες σκέψεις και συνειρμούς, με το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Είναι το μέρος από όπου ξεκίνησαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922, οι οποίοι δημιούργησαν τον οίκισμο της Νεάπολης στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Δίνοντας του το ακριβώς το όνομα της πόλης την οποία άφησαν.

Το παλιό περσικό όνομα της Καππαδοκίας ήταν «Κατπατούκα» ενώ σε έργα ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος και ο Στράβων, οι Καππαδόκες αναφέρονταν ως Λευκόσυροι ή Λευκοί Σύριοι. Κατά τα αρχαία χρόνια, οι κύριοι ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ σημαντικό μερίδιο είχε και η εκτροφή αλόγων τα οποία προορίζονταν για φορολογικά ανταλλάγματα, ή για στρατιωτικές επιχειρήσεις της εποχής. Το όνομα «Καππαδοκία» καθιερώθηκε κατά την ακμή της Αυτοκρατορίας των Χετταίων, τον 14ο αιώνα π.Χ. Σήμερα η περιοχή χωρίζεται σε πέντε επαρχίες: Καισάρειας, Νίγδης, Κιρσεχίρ, Ακσαράι και Νεβσεχίρ.

Λίγα χιλιόμετρα πριν από την τελευταία, το μάτι πέφτει επάνω στα χαρακτηριστικά και ευρέως διαδεδομένα ηφαιστειακά πετρώματα. Το τοπίο της Καππαδοκίας έχει ήπια σε κλίση οροπέδια, που ξεχωρίζουν για τους πέτρινους σχηματισμούς σε σχήμα μανιταριού, οι οποίοι είναι παγκοσμίως γνωστοί ως «οι καμινάδες των νεράιδων». Λόγω των πλεονεκτημάτων του σχήματος τους, οι αρχαίοι πληθυσμοί είχαν σκαλίσει εκεί τα σπίτια και τις εκκλησίες τους, καθώς επίσης και τις δύο φημισμένες υπόγειες πόλεις τους, το Καϊμακλί και τη Μαλακοπή (Derinkuyu). Σήμερα, αυτό το μοναδικό μνημείο πολιτιστικής και μορφολογικής κληρονομιάς, που κατατάσσεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1985, είναι μια από τις πιο επισκέψιμες περιοχές της χώρας.

Η ομορφιά της Καππαδοκίας μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως «άγρια». Πρωτεύουσα της είναι η Καισάρεια, με πληθυσμό 1.389.680 κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του 2018. Η πόλη αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο για την Τουρκία, με τις βιομηχανίες που ξεχωρίζουν να είναι αυτές της υφαντουργίας, της σακχαροποιίας και της επισκευής αεροσκαφών. Πέρυσι η ευρύτερη περιοχή προσέλκυσε περίπου 4,8 εκατομμύρια τουρίστες. Τη χρονιά του 2020 όταν και ξέσπασε η πανδημία του Covid-19, οι τουρίστες που επισκέφτηκαν την περιοχή ανήλθαν στους 992.620, νούμερο που ήταν το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας.

Οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Καππαδοκίας ήταν Μυκηναίοι, κατά το 1300 π.Χ. Μετά την κατάκτηση της Ανατολίας από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία, ασπαζόμενος τον Χριστιανισμό ο οποίος είχε γίνει η κύρια θρησκεία της Περιοχής. Η ευρύτερη περιοχή συμβολίζει μία σύνδεση με την πρώιμη ιστορία του Χριστιανισμού, καθώς οι τοποθεσίες και οι χαρακτηριστικοί σχηματισμοί μαρτυρούν μια προσπάθεια των κατοίκων να κατανοήσουν και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. Ο εξισλαμισμός της Καππαδοκίας θα έρθει σταδιακά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οθωμανού Σουλτάνου Μουράτ Γ' (1574 - 1595), με πολλούς Έλληνες να μεταφέρονται εκείνη την εποχή στην Κύπρο.

Αξίζει δε να σημειωθεί πως οι Έλληνες της περιοχής διατήρησαν την ορθόδοξη πίστη τους, ακόμα και όταν υιοθέτησαν τα τουρκικά για την καθημερινή τους επικοινωνία, καθώς τους απαγορευόταν η χρήση άλλης γλώσσας. Η δε διάλεκτος που σήμερα γνωρίζουμε ως «Καραμανλίδικη» είναι ένα χαρακτηριστικό μίγμα ελληνικών και τουρκικών. Μέχρι και την ανταλλαγή πληθυσμών του 2023, πολλά χωριά της περιοχής ήταν γνωστά με το ελληνικό τους όνομα. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, οι Έλληνες Χριστιανοί της Καππαδοκίας αφήνουν την πλειοψηφία των περιουσιών τους πίσω. Τους επιτρέπεται μονάχα να συγκεντρώσουν 20 έως 30 κιλά με ρουχισμό και είδη πρώτης ανάγκης. Η πλειοψηφία των ελληνικών εκκλησιών μετατρέπεται σταδιακά σε τζαμιά.

Σήμερα οι κάτοικοι της Καππαδοκίας ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τον τουρισμό, τη γεωργία και την κεραμοποιία. Η δημιουργία και πώληση πήλινων σκευών είναι μια ιδιαίτερα δημοφιλής επαγγελματική εξέλιξη, για τη νεολαία που επιλέγει να μείνει στην ευρύτερη περιοχή και να μη μετακομίσει σε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Από τα παλιά χρόνια μάλιστα, ένας άνδρας που δεν είχε κλίση στη συγκεκριμένη τέχνη δυσκολευόταν να νυμφευθεί, καθώς θεωρούταν πως «δεν πιάνουν τα χέρια του». Η κεραμοποιία με τη σειρά της κάνει τα φαγητά που ετοιμάζονται σε αντίστοιχα σκεύη να θεωρούνται σπεσιαλιτέ της Καππαδοκίας. Μία από αυτές τα Μαντί, γεμιστά ζυμαρικά με βούτυρο και συνδυασμό μπαχαρικών, κάτι που έτσι κι αλλιώς συνηθίζεται στην Τουρκία. Οι αγρότες της περιοχής ασχολούνται με την καλλιέργεια φράουλας, σταφυλιού, πατάτας, βερύκοκου, όχι όμως και της ελιάς, της οποίας η έλλειψη παραγωγής αποτελεί ένα γενικότερο πρόβλημα όχι μόνο για την Καππαδοκία, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Οι δε τουριστικές ατραξιόν της περιοχής πολλές, με το «Καϊμακλί» ωστόσο να είναι από τις πιο διάσημες και να συγκεντρώνει έναν πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών κάθε χρόνο.

Το Καϊμακλί είναι η πιο διάσημη υπόγεια πόλη της Καππαδοκίας που όπως και οι υπόλοιπες, είχαν δημιουργηθεί ώστε να προφυλάξουν τον πληθυσμό από στρατιώτες και επιδρομείς. Η πόλη ανακαλύφθηκε τυχαία, στη συνέχεια όμως έγινε σαφές πως πολλά σπίτια της περιοχής είχαν κρυφές εισόδους προς αυτήν. Παρά το γεγονός ότι έχει 8 ορόφους και περίπου 90 με 100 μέτρα βάθος, μόνο οι 4 όροφοι είναι επισκέψιμοι από το κοινό. Το Καϊμακλί όπως και οι αντίστοιχες πόλεις χτίζονταν με βάση τη διαδρομή των υδάτων, ενώ τα τρόφιμα αποθηκεύονταν μέσα σε κεραμικά σκεύη. Υπήρχε επίσης ειδικός χώρος για προσευχή.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως δε βρέθηκαν ποτέ ανθρώπινα οστά, καθώς όσοι έχαναν τη ζωή τους μέσα στην υπόγεια πόλη ταριχεύονταν, ώστε η ταφή τους να λάβει χώρα αργότερα, όταν οι επιδρομές θα είχαν σταματήσει. Δεδομένου δε πως η βασική περιουσία των ανθρώπων εκείνη την εποχή ήταν ζώα τους, υπήρχε ειδικά διαμορφωμένος χώρος για αυτά. Έπιναν μάλιστα λίγο από το κρασί που είχαν οι κάτοικοι για δική τους χρήση, ώστε να επέλθει η επιθυμητή χαλάρωση, λόγω του δεδομένου άγχους της διαμονής σε μια υπόγεια πόλη.

Το ταξίδι μας περιλαμβάνει επίσκεψη σε τρία πανέμορφα χωριά, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή ομορφιά και ιστορία. Το Γκιόρεμε (Göreme) είναι σίγουρα το πιο τουριστικό από αυτά, με πολλά καφέ και παραδοσιακά εστιατόρια να κοσμούν την κεντρική πλατεία, σε συνδυασμό με τη μαγευτική θέα των χαρακτηριστικών πέτρινων σχηματισμών. Μέχρι και σήμερα, αυτοί οι σχηματισμοί χρησιμοποιούνται ενίοτε από τους κατοίκους ως αποθηκευτικοί χώροι, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου φιλοξενούν πολυτελή εστιατόρια και πολυτελή ξενοδοχεία. Το χωριό ωστόσο με τη μεγαλύτερη σημασία για τον Ελληνισμό είναι η Σινασός (Mustafapaşa).

Στις αρχές του 19ου αιώνα, στο χωριό λειτουργούσε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, με τους δασκάλους να έρχονται από την Αθήνα, ώστε τα παιδιά να συνηθίσουν στην ελληνική προφορά. Κατόπιν ερχόταν η εκμάθηση της γαλλικής και της τουρκικής γλώσσας. Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν το εμπόριο, ενώ η Σινασός ήταν γνωστή για το Συνδικάτο εισαγωγής μαύρου χαβιαρού από τη Ρωσία και εξαγωγής του στην Ευρώπη. Άλλες ασχολίες των κατοίκων ήταν η χρυσοχοΐα και η παραγωγή αλίπαστων. Εκείνα τα χρόνια, οι κάτοικοι της Σινασού διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, καθώς εκτός από τις βασικές ενοριακές εκκλησίες υπήρχαν περίπου 40 παρεκκλήσια. Κάθε εύπορη οικογένεια διατηρούσε και ένα παρεκκλήσι του προστάτη αγίου της, ενώ πλήρωνε και ιερέα ώστε να λειτουργεί σε αυτό μία ή δύο φορές το μήνα.

Στο Προκόπι, σε μια περίπτωση βίων αντίθετων, συναντήσαμε ανθρώπους των οποίων οι πρόγονοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από τη Θεσσαλονίκη. Ένας από αυτούς ο κομψότατος και ευγενέστατος κύριος Adnan, ο οποίος διατηρεί παραδοσιακό εστιατόριο στο κέντρο του χωριού.

«Ο παππούς μου ήρθε από τη Θεσσαλονίκη το 1922. Θα ήθελα πολύ να επισκεφτώ κάποια στιγμή την πόλη, αλλά η σύνταξη μου είναι περίπου 12.000 λίρες (σ.σ : περίπου 320 ευρώ) οπότε καταλαβαίνετε πως είναι δύσκολο. Ο πατέρας μου είναι από εδώ από το Προκόπι και η μητέρα μου από τη Σινασό. Η μητέρα μου μάλιστα μιλούσε τη μακεδονική διάλεκτο. Η περιοχή μας είναι επηρεασμένη από την κουλτούρα της Ανατολής, σε αντίθεση π.χ. με την Κωνσταντινούπολη την οποία θα χαρακτήριζα ως “Ευρασία”», θα μας πει χαρακτηριστικά, ενώ θα συνεχίσει λέγοντας:

«Οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν με την αγροτιά αλλά πλέον όλο και περισσότεροι στρέφονται στον τουρισμό. Αν προσέξατε, οι αμπελώνες της περιοχής είναι σχεδόν παρατημένοι. Το χρήμα βρίσκεται στις τουριστικές δραστηριότητες, όπως τα π.χ. αερόστατα. Ο τουρισμός στην περιοχή ανθεί ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα. Σε κάθε περίπτωση ο τόπος μας είναι πολύ πλούσιος σε ιστορία, ενώ είναι γνωστός και για την ηφαιστειακή του δραστηριότητα.»

Αξίζει άραγε το hype η όλη βιομηχανία του αερόστατου στην οποία αναφέρεται ο κύριος Adnan; «Σίγουρα» είναι η απάντηση, κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κόσμου που μόλις έχει βιώσει την εμπειρία. Πετώντας σε ύψος 2500 ποδιών, ανάμεσα στους χαρακτηριστικούς βραχώδεις σχηματισμούς στις κοιλάδες της Καππαδοκίας, τα αερόστατα είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να δει κανείς τη μαγευτική ομορφιά της περιοχής στην ολότητα της, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την ανατολή του Ηλίου, δεδομένου πως οι πτήσεις γίνονται κατά κύριο λόγο τις πολύ πρωινές ώρες. Η εμπειρία αυτή γίνεται όλο και πιο δημοφιλής κάθε χρόνο, συνδυάζοντας την απόλαυση μιας πτήσης με ανοιχτό πετούμενο και το πανέμορφο τοπίο της περιοχής. Από κοντά σε έντονες συγκινήσεις και η πορεία με τις τετράτροχες μοτοσυκλέτες, γνωστές ως «γουρούνες».

Η σταθερότητα και δύναμη τους ευνοεί την ανάβαση σε δύσβατες περιοχές, από τις οποίες μπορεί κανείς να απολαύσει μια πραγματικά αξέχαστη θέα, σε κάποιο από τα αξιοθέατα της καππαδοκικής γης. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι βη Κοιλάδα της Αγάπης, το Κάστρο Ουτσχισάρ, καθώς και η Κοιλάδα των Περιστεριών. Πέρα από την εξαιρετική ομορφιά τους, οι Κοιλάδες προσφέρουν και τους αντίστοιχους, πολύ ενδιαφέροντες μύθους που τις συνοδεύουν. Στην Κοιλάδα της Αγάπης πηγαίναν και προσεύχονταν τα ζευγάρια τα οποία αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να τεκνοποιήσουν. Αντίστοιχα, τα περιστέρια ήταν μια πολύ σημαντική ασχολία της εποχής για τους κατοίκους, με τα περιττώματα τους να αποτελούν το καλύτερο δυνατό λίπασμα για την καλλιεργούμενη γη. Λέγεται μάλιστα πως όποιος προσέφερε τις περισσότερες σακούλες με λίπασμα, παντρευόταν την πιο όμορφη κοπέλα της περιοχής.

Σε ένα άλλο αξιοθέατο που έρχεται κατευθείαν από την περίοδο της Δυναστείας των Σελτζούκων, το Saruhan, ένα από τα πολλά caravanserai της περιοχής, δεσπόζει μέχρι σήμερα και προσελκύει πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών. Πρόκειται για το πλούσιο και πολυτελές πανδοχείο όπου διέμεναν οι έμποροι του μεταξιού και άλλων προϊόντων, στο δρόμο για την Ευρώπη, καθώς τα ζώα που μετέφεραν τους ίδιους και τα εμπορεύματα έπρεπε να ξεκουραστούν. Ήταν επίσης το κατάλληλο νυχτερινό κατάλυμα για προστασία από ληστρικές επιδρομές. Το Saruhan, όπως και τα υπόλοιπα caravanserai, προσέφεραν χρόνο και εργαλεία για την καταγραφή των εμπορευμάτων, καταγραφή που στεκόταν ως οδηγός για πιθανές απώλειες μέχρι την επόμενη στάση. Σήμερα οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνται για κοσμικές εκδηλώσεις, γάμους, συνέδρια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ο κόσμος πηγαίνει για να απολαύσει το θέαμα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων.

Δε χρειάζεται να έχει κάποιος ρίζες από την Καππαδοκία ώστε να νιώσει την ιδιαίτερη συγκίνηση και σύνδεση που προσφέρει αυτό το ξεχωριστό μέρος. Η τουριστική ανάπτυξη και αξιοποίηση της περιοχής παίζει σίγουρα το βασικότερο ρόλο στη διατήρηση της ιστορίας και παράδοσης της Καππαδοκίας, ωστόσο δεν παύει να είναι ένα ζωντανό μέρος που προσπαθεί να δημιουργήσει μια σύγχρονη υπογραφή, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας. Ένας τόπος με πόλεις και χωριά με ασιατικό αέρα, ταυτόχρονα όμως μια περιοχή με ελληνικές και χριστιανικές αναφορές, όσο ελάχιστες στον πλανήτη. Ο δρόμος του γυρισμού προς την Ελλάδα περιλαμβάνει παραδοσιακά εδέσματα, ενδύματα και αναμνηστικά από την αγορά της Προύσας. Περιλαμβάνει επίσης το πέρασμα από τη Γέφυρα Τσανάκκαλε 1915, τη μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Περνώντας τα ελληνοτουρκικά σύνορα, κανείς εύχεται να διατηρήσει λίγο από τον «Εφέντη» εαυτό του που γνώρισε στο ταξίδι αυτό.

Πηγές:

  • Λευκώματα για την Καππαδοκία από τη Σινασό
  • Λεύκωμα για τη Σινασό, 1920s

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου