Ταξιδια

August Voice: Ένα καλοκαίρι στις ρωγμές του χρόνου

«Όλη η Γλυφάδα τις ζεστές μέρες του 1985 ήταν ένας καταιγισμός από όνειρα και προσδοκίες και καρδιοχτύπια»

Στέφανος Δάνδολος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Η Γλυφάδα τη δεκαετία του ογδόντα δεν είχε ακόμα αποκτήσει την επίπλαστη αύρα του νεοπλουτισμού που θα τη χαρακτήριζε τα χρόνια κοντά στο μιλένιουμ. Δεν υπήρχαν οι ποζάτες καφετέριες της Ζησιμοπούλου, τα μοδάτα αστραφτερά εμπορικά κέντρα της πλατείας, η ατελείωτη κίνηση και το μποτιλιάρισμα, τα δεκάδες νυχάδικα, κομμωτήρια, εστιατόρια που συναντάς σήμερα. Ήταν ένας τόπος που τα καλοκαίρια μύριζε αλμύρα και πευκοβελόνες, όπως το Λουτράκι, το Ξυλόκαστρο, τα Καμένα Βούρλα. Αστικός μεν, εξοχικός δε. Και αφάνταστα μαγικός. Ίσως έφταιγε η ηλικία μου. Γιατί στα δεκαπέντε, εάν ευνοούν οι συνθήκες, όλα τα βλέπεις μαγικά. Ακόμα και κάτι που δεν είναι.

Πάντως, η Γλυφάδα τη δεκαετία του ογδόντα απέπνεε στα μάτια μου κάτι το υπερβατικό, μιαν αύρα που ξέφευγε από την πραγματικότητα και σε εξακόντιζε στη σφαίρα της σαγήνης, που αλλιώς ονομάζεται Ευτυχία. Και ιδίως το καλοκαίρι του 1985. Που είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και δεν είχα τίποτα στο μυαλό μου παρά μόνο φίλους, μουσικές, βόλτες. Για ένα παιδί που κουβαλούσε επώδυνα το διαζύγιο των γονιών του, ήταν μια ευεργετική επιφοίτηση το να κατακτάει αίφνης την ανεμελιά. Και σε αυτό συνέτειναν δύο παράγοντες: Α) η παρέα του (Αλέκος Βάσσος, Χρήστος Καραγιάννης, Μιχάλης Παπαναστασίου και τα άλλα παιδιά από την ομάδα πόλο του ΑΝΟΓ και από το 1ο Γυμνάσιο Γλυφάδας) και Β) η μικρή μας πόλη με τους φαρδιούς δρόμους, τις χωμάτινες αλάνες, τα πρώτα μπεργκεράδικα, τους κινηματογράφους, τα δισκάδικα και τη στενόμακρη ακτογραμμή που για εμάς επικεντρωνόταν στο θρυλικό κομμάτι των Αστεριών.

Ναι, ήταν ένας τόπος μαγικός και μια εποχή μαγική - ή τουλάχιστον μαγεμένο ήταν το βλέμμα μου, που τα έβλεπε όλα μαγικά. Όμως, μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου μια έλλειψη έγνοιας που ουδέποτε θα ξαναείχα σε τέτοιο βαθμό. Τις νύχτες αφήναμε τα παντζούρια ανοιχτά και κοιμόμασταν συντροφιά με τα αστέρια, ο πατέρας μου έφευγε νωρίς το πρωί για τη δουλειά, σηκωνόμασταν με τον αδελφό μου, φοράγαμε τα μαγιό μας και φεύγαμε. Είχα και ένα μηχανάκι τότε, που το ονόμαζα Λοχαγό, επειδή οι Ντιουκς κάθε Παρασκευή βραδάκι στην ΕΤ 1 ονόμαζαν Στρατηγό το κόκκινο αυτοκίνητό τους. Τηλεφωνούσα στον μπαμπά μου, του έλεγα ότι πάμε για μπάνιο, «Να προσέχετε», απαντούσε, φεύγαμε λοιπόν, δίχως σκέψη, δίχως προβληματισμό, η μέρα μπροστά μας ήταν ένας αχαρτογράφητος παράδεισος. Το ξέρω ότι ο πατέρας μου ανησυχούσε ως έναν βαθμό με το μηχανάκι, αλλά περιέργως δεν το έδειχνε πολύ έντονα, ήταν και άλλοι καιροί, οι δρόμοι σχετικά άδειοι, δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα, σήμερα ούτε που θα το σκεφτόμουν να αφήσω τον γιο μου να κυκλοφορεί με μηχανάκι στα 15 του (μην πω και στα 45 του, αν έχω τη δυνατότητα). Αγκομαχούσε ο Λοχαγός, έσβηνε κιόλας στις ανηφοριές, αναγκαζόμασταν να τον πηγαίνουμε εμείς αντί να μας πηγαίνει αυτός, γενικά όμως τη δουλειά του την έκανε. Στάση πρώτη στο σπίτι του Αλέκου, κοντά στην πλατεία Εσπερίδων, καφές, τυρόπιτα, τάβλι, έπειτα για μπάνιο. Απλώναμε πετσέτες στην αμμουδιά των Αστεριών, πηγαινοερχόμασταν μεταξύ πισίνας και θάλασσας, ο Μιχάλης να φλερτάρει με τα κορίτσια, ο Αλέκος να γελάει μαζί με τον Χρήστο, ο αδελφός μου ο Κωνσταντίνος ως μικρότερος και τσιλιβίθρας να κάνει φιγούρες με μακροβούτια, στην παρέα να προστίθεται ο Γιώργος ο Γριτσόπουλος με μια μπάλα στα πόδια, ο Ντίνος ο Δούνας με μια μπάλα στα χέρια, και οι ώρες να περνούν μέσα σε μια παρατεταμένη ηδονή εφηβικής ξεγνοιασιάς, ενώ ένα κασετόφωνο βοούσε με τα μπάσα του στον Θεό το σάουντρακ του 1985, Duran Duran, Modern Talkin, Police, Whitney Houston, όλα τα χιτς που τα πρωτομαθαίναμε από τις κυριακάτικες ραδιοφωνικές εκπομπές της Αμερικανικής Βάσης, τα Top Forty που ηχογραφούσαμε σε μεταλλικές κασέτες TDK με απερίγραπτη προσήλωση.

Όλο το πρωί λιώναμε στον καύσωνα του Ιουλίου και το μεσημέρι πηγαίναμε κατευθείαν για προπόνηση, άλλες δύο ώρες στο νερό, water polo και των γονέων, ήλιος και ξερό ψωμί. Για φαντάσου: σήμερα κυκλοφορούμε με καπέλο, φροντίζουμε να αλειβόμαστε με ενισχυμένο αντηλιακό, προσέχουμε την έκθεση γιατί τα δερματικά οργιάζουν. Τότε καιγόμασταν και δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Στο κολυμβητήριο του Αγίου Κοσμά (που τώρα έχει χαθεί από την ανάπλαση του Ελληνικού) και στο κλειστό της Γλυφάδας καταπίναμε χιλιόμετρα μετρώντας πλακάκια, βγάζαμε λέπια, και γύρω μας το καλοκαίρι συνέθετε όνειρα, προσδοκίες, καρδιοχτύπια.

Όλη η Γλυφάδα τις ζεστές μέρες του 1985 ήταν ένας καταιγισμός από όνειρα και προσδοκίες και καρδιοχτύπια. Η Βίκυ, η Θάλεια, η Τζίνα, η Ρένα, η Χριστίνα. Ραντεβού στις κούνιες της Εσπερίδων ή στο Royal που είχε τρομερό μιλκ σέικ. Ή στο American Toast, στην είσοδο της στοάς του Αριάν. Ή στο Queen (φυσικά στο Queen), αν και αυτό το προτιμούσαμε περισσότερο τους χειμώνες, μετά την ταινία στο Άννα Ντορ. Ο Λοχαγός να αγκομαχάει και εγώ να ατενίζω τον κόσμο ξεκαρδισμένος, σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάθε τετράγωνο στο κέντρο και μια όαση. Και παντού μουσικές. Αλλού να χορεύουν breakdance (ναι, διέθετε κι από αυτό η γειτονιά μας), αλλού να αντηχούν μεγάφωνα από μαγαζιά. Total Eclipse of the heart. Careless whisper. Say you say me. Μπαλάντες μέσα στις οποίες γεννιόταν και πέθαινε το ίχνος του πόθου, το χνάρι του έρωτα. Και τα βράδια να καταλήγεις σε μια εδέμ κάτω απ’ το φεγγάρι, στα θερινά μας. Πόσους κινηματογράφους είχαμε! Την ταράτσα του Άννα Ντορ, το Αριάν, το Ρίο με τα φοβερά χοτ ντογκ, το Κογκό! Και τι δεν είδαμε. Από Ιντιάνα Τζόουνς και Εξωγήινο μέχρι Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα, από Επιθεωρητές Κλουζό μέχρι Τρινιτά και Σούπερμαν και Πράσινα Διαμάντια.

Ναι, είχε κάτι το ξενόφερτο η εποχή στον δικό μας τόπο, διότι υπήρχαν οι Αμερικανοί της βάσης, που σύχναζαν στο Sussex, στο Bobbys και σε άλλα μπαράκια που ήμασταν μικροί για να τα τιμήσουμε. Παντού όμως έβρισκες αμερικάνικα προϊόντα, οικοσκευές, δίσκους εισαγωγής, αναψυκτικά που τα έβλεπες πρώτη φορά. Μοιραία, εξαιτίας των πιτσιρικάδων που έρχονταν για διακοπές από τα διάφορα Μιλγουόκι και Οχάιο, όλη η ατμόσφαιρα θύμιζε κάπως τα βίντεο κλιπ του MTV με τα μπεργκεροφαγάδικα και τις κοπέλες που κυκλοφορούσαν με πατίνια και τα ξανθομάλλικα αγόρια που έκαναν skate στις ράμπες του 1ου Δημοτικού. Και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες, και για πρώτη φορά είχα ξεχάσει και τον χωρισμό των γονιών μου, και τις ανησυχίες που προέκυπταν από την έμφυτη ροπή μου προς την άκρατη ευαισθησία. Υπήρχε μόνο το καλοκαίρι πριν από το λύκειο, και η αίσθηση ότι η ζωή είναι υπέροχη διότι ακριβώς κρύβει συγκινήσεις που μπορούν να παρουσιαστούν ανά πάσα στιγμή.

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, παίρνω καμιά φορά τον Πάνο, τον γιο μου, και βολτάρουμε στη Γλυφάδα, και του δείχνω διάφορα σημεία, εδώ ο μπαμπάς σου έφαγε ένα μπουγέλο από τον Αλέκο, του λέω, εδώ χτύπησε το πόδι του τρέχοντας, εδώ φίλησε ένα κορίτσι για πρώτη φορά. Του εξιστορώ χάρτες ευτυχίας, ακριβώς όπως ο πατέρας μου με πήγαινε κάποτε στο Αιγάλεω και μου υποδείκνυε τους δικούς του χάρτες ευτυχίας. Αυτό είναι η ζωή. Η στιγμή που χτίστηκε σε ένα μακρινό παρελθόν και έγινε ανάμνηση.