Ταξιδια

August Voice: Θέλω πίσω τα καλοκαίρια μου

Το καλοκαίρι μέσα από τα μάτια και το μυαλό μιας πλημμυρόπληκτης

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.
Ημερολόγιο Αυγούστου: Ελένη Ψυχούλη

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Σε όλη μου τη ζωή, ζούσα για το καλοκαίρι. Το βέρο, το ελληνικό, το καλοκαίρι της διαφήμισης του ΕΟΤ και της καρτ ποστάλ. Για την ακρίβεια, ανήκω στα θηλαστικά που τον χειμώνα κοιμούνται τη χειμερία νάρκη τους, αναπνέοντας ίσα-ίσα και με καλαμάκι, μέχρι να τα ξυπνήσει ο πρώτος ήλιος. Η λαχτάρα μου για κείνο ήταν τόσο μεγάλη, που μπορούσα να μυριστώ τον ερχομό του κάτω από το χιόνι του Φλεβάρη, να το νοιώσω μέσα και έξω μου με το πρώτο λεπτό επιπλέον φως, την επαύριο μιας χειμωνιάτικης ισημερίας.

Και το καλοκαίρι πάντοτε μου ανταπέδιδε τον έρωτα και την αφοσίωσή μου σε κείνο. Έχω περπατήσει βουνά, ερημιές και λαγκάδια σαν το τζιτζίκι κάτω από το μεσημεριάτικο ντάλα-ήλιο, χωρίς νερό και κινητό, μόνο και μόνο για να το κοιτάξω από κάθε οπτική και κάθε προφίλ του, να μην χάσω ούτε ένα ενσταντανέ του, έχω τσιτσιριστεί σε μυριάδες παραλίες κάτω από το λιοπύρι χωρίς ποτέ να καώ, χωρίς να πάθω ηλίαση. Γιατί το καλοκαίρι το κατανάλωνα με τη λαχτάρα που τρως το πρώτο γλυκό καρπούζι χωρίς να φτύσεις τα κουκούτσια. Το ήθελα πάνω μου κατάσαρκα, χωρίς αντηλιακό, χωρίς ομπρέλες και ξαπλώστρες, με τα αλάτια κολλημένα στο πετσί μου, την άμμο να παίρνει το σχήμα του κορμιού μου, να νοιώθω ότι σταδιακά μεταμορφώνομαι σε σαύρα, σε ώριμο μαύρο σύκο, σε τζιτζίκι που θα πάψει να ζει μόλις δει φυτρωμένο το πρώτο φθινοπωρινό κυκλάμινο. 

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.
Ημερολόγιο Αυγούστου: Ελένη Ψυχούλη

Μέχρι που ήρθε το περσινό καλοκαίρι. Η αγωνία της φωτιάς στη Ρόδο, μετά η Ροδόπη. Από τις αυλές μας στο Πήλιο σκουπίζαμε κάθε πρωί τα μαύρα αποκαΐδια, ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά του θανάτου, η ατμόσφαιρα ένα θολό, πυρωμένο νέφος μπροστά στη λιακάδα. Μετά ήρθαν οι φωτιές του Βόλου, στις νότιες παραλίες του Πηλίου η γη τρανταζόταν από τις εκρήξεις των πυρομαχικών στην Αγχίαλο, το καλοκαίρι μύρισε πόλεμο, έγινε ναρκοπέδιο. Ένας πρωτόγνωρος καύσωνας έκαψε κάθε χαρά μας, τα βράδια δεν κοιμόμασταν, βγαίναμε στις αυλές να οσμιστούμε τον εχθρό, περιμέναμε τη σειρά μας στο βωμό, όπου να ‘ναι θα καούμε κι εμείς. Στην αυλή, τα φύλλα της αβοκαντιάς καιγόντουσαν από μόνα τους, ζάρωναν τσιτσιρίζοντας και έπεφταν στη γη, η βροχή που ακολούθησε ήρθε σαν προσευχή που εισακούστηκε. Μέχρι να καταλάβουμε ότι αυτή ήταν τελικά ο εχθρός, οι βάρβαροι που δεν περιμέναμε. Περιμέναμε να καούμε αλλά πνιγήκαμε, τα σπίτια μας γκρεμίστηκαν, άνθρωποι πνίγηκαν, το χωριό μας έγινε μια ξένη γη, οι διάσημες παραλίες μας βάραθρα με πεθαμένα δέντρα. Τα θυμωμένα ρέματα ξέπλυναν την ξεγνοιασιά, τις παιδικές μας μνήμες, την ασφάλεια του σπιτικού, τα σταθερά και αγαπημένα τοπία που μας μεγάλωσαν σαν αγκαλιές. Πέρασαν μήνες για να καταλάβουμε πως οι ζημιές δεν ήταν όπως τις μετρούσαμε, υλικές. Αθόρυβα  και σιωπηλά, μόλις έφτασε το φετινό καλοκαίρι, νοιώσαμε τον πρώτο ήλιο να φωτίζει το κενό που άφησε το Τραύμα, νοιώσαμε το καλοκαίρι να αλλάζει μέσα μας σημειολογία να μεταμορφώνεται σε Φόβο. Από καλοκαίρι της ξεγνοιασιάς να γίνεται καλοκαίρι της απειλής. Θυμός, αγωνία για το τί θα φέρουν και φέτος οι καυτοί μήνες, πόνος και πάλι αγωνία. Στο ημερολόγιο σβήνω τις μέρες σαν τον φυλακισμένο. Σε κάθε ξύπνημα, μια επικινδυνότητα λιγότερη μέχρι να ‘ρθει ο Σεπτέμβρης. Καβατζάραμε τον Ιούνη, ένα μεγάλο ουφ, άντε άλλες εξήντα μέρες εκεί που παλιά προσευχόμασταν να μην τελειώσουν ποτέ οι μέρες του μαγιό, της σαγιονάρας και του πάρτι. Κερασάκι στην τούρτα, οι παντός τύπου φοβίες. Στο πρώτο μπάνιο, πριν ακόμη τοποθετηθώ στην ψάθα, βλέπω τη θάλασσα και δεν βλέπω την ομορφιά της. Αφενός δεν έχω καμμιά λαχτάρα να κολυμπήσω στα νερά που είδαν μέσα τους να περνούν νταλίκες και βίοι ολάκεροι ανθρώπων, αφετέρου, και αν γίνει κανένα ξαφνικό τσουνάμι; Τα μαζεύω και φεύγω. Φέτος δεν θέλω μπάνια. Ίσως να θυμηθώ εκείνα τα περπατήματα στο βουνό. Στα πρώτα βήματα, κάνω μεταβολή. Κι αν πιάσει ξαφνικά φωτιά και με κυκλώσει; Από πού θα σωθώ; Κι αν αίφνης εκεί πάνω στο κορφοβούνι με βρει κανένας αδελφός του Ντάνιελ και με πνίξουν τα ρέματα;

Και η τρελή δεν είμαι μόνον εγώ αλλά όλοι μαζί οι όσοι ζήσαμε το αποτρόπαιο. Εκεί που κουτσοπίνουμε τα τσίπουρα στην πλατεία, όλο και ρωτάμε ο ένας τον άλλον. Σου μυρίζει κάτι; Δεν σου μυρίζει καμένο; Και να ‘σου όλοι όρθιοι και μάχιμοι με τον πανικό στο μάτι, αλαφιασμένοι να διαπιστώνουμε πως κάποιος στη διπλανή παρέα άναψε απλά ένα τσιγάρο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μέσα μας, μια απειλή. Ο ευλογημένος αέρας που δροσίζει τα υψηλά βαρομετρικά, σφίξιμο στην ψυχή. Αν πιάσει φωτιά με μελτέμι, καήκαμε! Ακόμη και οι μαζώξεις στις δροσερές αυλές των φίλων μπορεί να εγκυμονούν απειλές θανάσιμες. Εκείνοι να σου δείχνουν τα καινούρια μπαμπού καθιστικά και τα ρομαντικά φαναράκια κι εσύ να μην τα βλέπεις γιατί εξετάζεις το σπίτι γύρω-τριγύρω. Πόσο επικλινές είναι το έδαφος, μήπως περνάει από δίπλα κανένα ρέμα ή μήπως κάπου πίσω υπάρχει η μάντρα κανενός γείτονα που θα γκρεμιστεί στο κεφάλι σου με καμμιά ξαφνική μπόρα από κείνες τις αλλοπρόσαλλες, τις καταραμένες. Η οποία αν πιάσει και αποκλειστούμε στο φιλικό σπίτι, τί πιθανότητες έχουμε να επιβιώσουμε; Διαθέτει το φιλικό σπίτι γκαζάκι, αρκετή ποσότητα ζυμαρικών και κονσέρβες στο ντουλάπι, καμμιά δεξαμενή νερού, κανένα φωτοβολταϊκό; Δεν διαθέτει, καληνύχτα σας, αποχωρώ. Στα δικά μου προσωπικά χάλια, ενός σπιτιού που ξαφνικά πονάει. Το οποίο χρειάζεται μόνωση στη σκεπή, καινούρια κουφώματα,  θωράκιση γενικώς και μια Κιβωτό να με περιμένει απέξω μαζί με τα γατιά της γειτονιάς. Αντί να χαρώ τη δροσερή αυλή στην οποία καθάριζα φρέσκα φασολάκια στις εποχές της αθωότητας, όλη μέρα ψάχνω ρωγμές, κρυφές διόδους μιας ενδεχόμενης υγρής λαίλαπας, εξετάζω κάθε υδρορροή και λούκι ενδελεχώς και κάθε μέρα τα βάζω με τη μάντρα του γείτονα στα μετόπισθεν, της οποίας την εγκυρότητα δοκιμάζω μέσα στο κακαϊλι με σφυριά και κουφές ερωτήσεις σε όσους γνωρίζουν από χτισίματα και κατασκευαστικά. Αγαπημένοι καινούργιοι φίλοι μου, οι όσοι γνωρίζουν από οικοδομικές εργασίες, τους οποίους συχνά-πυκνά τραπεζώνω προκειμένου να μορφωθώ και να συλλέξω πληροφορίες, καθώς το μόνο θέμα συζήτησης που πλέον με αφορά είναι το πώς προστατεύεις ένα σπίτι από τη φωτιά, το νερό, τη ζέστη, το κρύο, τον αέρα που αναπνέει, τον Θεό τον ίδιο. Όλη μέρα περιφέρομαι σαν την παλαβή στα δωμάτια για να ανακαλύψω κάτι ύποπτο κάθε φορά και να βιώσω τον πανικό της ημέρας: και αν το νερό μπει από τα τζάκια και αν ξεπηδήσει μέσα από τα κενά στα πλακάκια ή μέσα από τις ενώσεις στα σανίδια ή μήπως μέσα από τη λεκάνη της τουαλέτας; Οι ξένοι-που δεν ξέρουν-θαυμάζουν τα κατακόκκινα, ματωμένα, κινηματογραφικά μας ηλιοβασιλέματα στον Παγασητικό, εγώ-πού ξέρω-πώς να χαρώ, πώς να τα δω με το ίδιο μάτι που τα έβλεπα παλιά; Εγώ πίσω τους βλέπω φωτιά που μόλις άναψε στο αντίκρυ βουνό κι αν δεν είναι φωτιά, το κόκκινο ηλιοβασίλεμα για καλό δεν το ‘χεις. Γιατί προμηνύει αέρα, μποφόρια πολλά και τα μποφόρια φέρνουν φωτιές. Όλα μια μάταιη κινδυνολογία χωρίς γυρισμό, μόνο για να σου ρουφά το αίμα και τη χαρά. Παιχνίδι του μυαλού μου, η αναζήτηση της ασφάλειας. Κοιτάζω τα αγαπημένα τοπία μόνο και μόνο για να ψηφίσω το πιο σιγουράκι, το πιο ανθεκτικό στα στοιχειά της Φύσης. Κανένα δεν μου υπόσχεται τη Βεβαιότητα. Όλα έχουν ένα μεν και ένα αλλά. Και όταν παραζαλίζομαι, μου ξεφεύγει και ένα αϊ-σιχτίρ, πιο καλά στην πόλη. Αλλά τότε μου έρχονται στο νου όλα όσα έχω διαβάσει για τον Κηφισό και τις νοτιοδυτικές συνοικίες που θα τις πάρει και θα τις σηκώσει όπως πολλοί κινδυνολογούν έτσι και κανένας Ντάνιελ κατσικωθεί στην Αθήνα για τρεις μέρες. Και όταν θέλω να ξεφύγω με μια βόλτα στον κόσμο μέσω κινητού, αυτόματα στην οθόνη ανοίγουν οι καταστροφές που συμβαίνουν εδώ και τώρα, οι φίλοι του Ντάνιελ που φέτος κάνουν διακοπές στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Κίνα, την Τουρκία, τη Βραζιλία και λίγα σου λέω, πνίγοντας το μισό πλανήτη. Ο αλγόριθμος των reels με ξέρει καλά και έχει αποφασίσει να μου θυμίζει εκατό φορές τη μέρα πως δεν υπάρχει σωτηρία έτσι όπως τα καταφέραμε με τη Φύση.

Προσφάτως, λοιπόν, πληροφορήθηκα το όνομα της γενικευμένης μας ασθένειας: είμαστε, λέει, πλημμυρόπληκτοι. Εγώ το λέω μετατραυματικό σοκ. Και ούτε θέλω να μάθω αν αυτό κατατάσσεται στις φοβίες, στις διαταραχές, τις ήπιες ή τις πιο σοβαρές. Και ούτε θαρρώ οι ειδικοί έχουν ασχοληθεί με την περίπτωσή μας να βρουν το φάρμακο και το αντίδοτο. Μου φτάνει που ξέρω, πως ό,τι έγινε, σκότωσε μέσα μας το καλοκαίρι. Και δεν υπάρχει φάρμακο για τα χαμένα καλοκαίρια. Για τον ήλιο που χλομιάζει στην ψυχή σου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.