- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.
Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα, την ανοίγω και πριν την κλείσω πίσω μου, καταλαβαίνω ήδη ότι κάτι δεν πάει καλά. Με την άκρη του δεξιού ματιού αντιλαμβάνομαι ύποπτη κίνηση, φτερωτή. Κρύος ιδρώτας με λούζει κι ας είναι βαθύς Ιούλης. Η κατσαρίδα αγέρωχη και γεμάτη αυταρέσκεια (είμαι σίγουρη ότι μυρίζονται τον φόβο) με κοιτάζει από τη γωνία του χολ με ύφος «θα κατακτήσω αυτό το σπίτι και το σύμπαν μαζί». Στο σημείο που έχει κατσικωθεί δε, μου έχει κλείσει τη δίοδο προς το διάδρομο και άρα την πρόσβαση στα κατσαριδοκτόνα. Και το ξέρει η άτιμη, είμαι σίγουρη ότι το ξέρει!
Κάπου εδώ μία παύση είναι αναγκαία. Πρέπει να εξηγήσω κάτι… Δεν σιχαίνομαι τις κατσαρίδες, ούτε απλά τις απεχθάνομαι: τις τρέμω. Είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου και ταυτόχρονα ο λόγος που κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι σοβαρά να μετακομίσω για πάντα στη Νορβηγία, στο Βόρειο Πόλο, στην Ανταρκτική ή τέλος πάντων σε κάποιο σημείο του πλανήτη όπου η λέξη «κατσαρίδα» δεν έχει ακουστεί ποτέ. Δεν θα περιγράψω πώς ξεκίνησε αυτός ο γιγάντιος τρόμος, δεν είναι πολύ ευχάριστη ιστορία, ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία για εσάς. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσετε εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, είναι ότι στον εγκέφαλό μου έχει καταχωρηθεί ο εξής συνειρμός: κατσαρίδα = θάνατος. Οπότε, όταν βλέπω το συγκεκριμένο έντομο, τρέχω για τη ζωή μου. Στην κυριολεξία. Έχω πεταχτεί στη μέση του δρόμου γιατί είδα κατσαρίδα στο πεζοδρόμιο (ευτυχώς ο φίλος μου με έπιασε στον αέρα), χωρίς να το σκεφτώ, απλώς ενεργοποιήθηκε ασυναίσθητα η ρύθμιση “run for your life”. Ξεκαθαρίσαμε ότι είμαι τρελή; Ωραία, πάμε παρακάτω.
Πίσω στη νύχτα του τρόμου, έχουν περάσει γύρω στα δύο λεπτά που εγώ και η κατσαρίδα αναμετριόμαστε με το βλέμμα. Προς στιγμήν, σκέφτομαι να της πετάξω το βάζο στο κεφάλι, αλλά τελικά αποφασίζω πως αυτός ο τρόπος δολοφονίας έχει μικρά ποσοστά επιτυχίας σε έντομα. Αυτή αποφασίζει να κάνει επίθεση. Εγώ τσιρίζω. Αυτή παίρνει θάρρος κι έρχεται προς το μέρος μου, διαγράφοντας ωστόσο ένα ημικύκλιο που μου ανοίγει προσωρινά την πρόσβαση στον διάδρομο. Το παράθυρο δράσης είναι ελάχιστα μικρό. Ξέρω ότι έχω στη διάθεσή μου γύρω στα δύο δευτερόλεπτα για να βρω κάτι αρκετά αποτελεσματικό ώστε να τη σκοτώσω. Αν στο εντωμεταξύ εκείνη προλάβει να χωθεί κάπου και να εξαφανιστεί, η μόνη λύση που μου μένει είναι να κάψω το σπίτι – όχι το ιδανικότερο σενάριο.
Παίρνω βαθιά ανάσα, τρέχω ουρλιάζοντας στην κουζίνα, αρπάζω τη χλωρίνη, επιστρέφω (είναι ακόμη εκεί!) και την αδειάζω πάνω της φωνάζοντας λυσσαλέα «ΨΟΦΑ ΜΩΡΗ ΣΙΧΑΜΕΝΗ». Τώρα, αν ζούσαμε σε πιο ανθρώπινες εποχές, με μεγαλύτερη ευαισθησία, ίσως να είχε κληθεί ήδη από το πρώτο ουρλιαχτό η αστυνομία και τα βάσανά μου να είχαν τελειώσει. Πάντως, εκείνη τη νύχτα έμαθα ότι αν κάνετε φόνο, πιθανότατα οι γείτονες σαν δεν θα ασχοληθούν καθόλου. Προχωράμε.
Η κατσαρίδα βρίσκεται σε μια λίμνη χλωρίνης, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθεί να κουνάει πόδια. Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Την έχω, βέβαια, προσωρινώς ακινητοποιήσει, αλλά 1. Τι γίνεται σε περίπτωση που αναστηθεί; και 2. Δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να τη μαζέψω από εκεί. Μέσα στον πανικό και το χτυποκάρδι μου αποφασίζω πως είναι η ώρα να ζητήσω βοήθεια. Εκείνη την περίοδο μένω σε μια Εξαρχειώτικη πολυκατοικία κοντά στην Αλεξάνδρας. Μου φαίνεται, λοιπόν, καλή ιδέα να αναζητήσω βοήθεια στο γειτονικό 24ωρο φαστφουντάδικο, γιατί ξέχασα να πω ότι, μέσα σε όλα, αυτή είναι μία μεταμεσονύχτια ιστορία.
Τρέχοντας και με το μάτι της τρελής κάνω φοβερή είσοδο στο φαστφουντάδικο και κλαίγοντας λέω στην καημένη υπάλληλο: «Σας παρακαλώ, είναι μία κατσαρίδα στο σπίτι μου, ελάτε να τη σκοτώσετε!» (σ.σ. η φράση «ελάτε να βεβαιωθείτε ότι έχει πεθάνει» θα με έκανε να ακούγομαι ακόμη πιο κουλαμένη). Πρέπει να αναφέρω ότι το συγκεκριμένο φαστφουντάδικο ήταν αγαπητό και γνωστό στους ταξιτζήδες, πιθανότατα γιατί ως 24ωρο έφτιαχνε φραπέ ακόμα και μέσα στη μαύρη νύχτα. Τυχαίνει, λοιπόν, τη στιγμή που εγώ μπαίνω αλαφιασμένη, να περιμένει την παραγγελία του ένας ταξιτζής, από τους κλασικούς. Έχει μπυροκοίλι, χρόνια πάνω από 50, βλέμμα λάγνο, στο χέρι του παίζει ένα μπεγλέρι και πριν προλάβει η υπάλληλος να απαντήσει ή να με βρίσει, εκείνος γυρνάει, με επιθεωρεί εξονυχιστικά από την κορφή έως τα νύχια και σηκώνοντας το αριστερό φρύδι λέει με μπάσα φωνή και σαλάκι να τρέχει: «Θα έρθω εγώ να σου σκοτώσω την κατσαρίδα, μωρό μου. Πού μένεις;».
Χιλιάδες σενάρια περνούν από το μυαλό μου αστραπιαία κι ένα ερώτημα επικρατεί: «Κατσαρίδα ή βιασμός;» (θυμηθείτε πως η κατσαρίδα ισούται με βέβαιο θάνατο). Κοιτάω τον ταξιτζή σαν χαζή προσπαθώντας να αποφασίσω ποιο είναι το μη χείρον βέλτιστο. Από τη μία η κατσαρίδα μπορεί να μην έχει πεθάνει, από την άλλη ο άνθρωπος μπορεί όντως να θέλει να με βοηθήσει στη στιγμή της ανάγκης μου, μα τέλος πάντων δεν είναι σωστό να προδικάζουμε την πρόθεση των ανθρώπων! Στο μεταξύ η υπάλληλος έχει παγώσει, με βλέπει που αμφιταλαντεύομαι και είμαι σίγουρη πως θέλει να με χαστουκίσει για να συνέλθω. Στο τέλος, ευτυχώς μου κόβει (μάλλον επειδή η κατσαρίδα κείτεται μισοψόφια στο χολ), πισοπατώ και ξεστομίζω: «Όχι, εντάξει… θα τα καταφέρω, ευχαριστώ, να ‘στε καλά!» και γίνομαι καπνός.
Επιστρέφω σπίτι, σε όλο τον δρόμο κοιτάω πίσω από την πλάτη μου, στο χολ η κατσαρίδα ακόμη μισοπεθαμένη. Για να είμαι σίγουρη, σκεπάζω το οσονούπω πτώμα με ένα χαρτομάντιλο, επιπλέον το καπακώνω με ένα κουτί παπουτσιών, και αποφασίζω τέσσερις το χάραμα πια, να πάω να μείνω στη μάνα μου. Στη Γλυφάδα. Από τα Εξάρχεια. Χωρίς μεταφορικό. Και με μία ελαφριά καχυποψία προς τους ταξιτζήδες για απόψε. Ναι, προφανώς περίμενα στη στάση του λεωφορείου μέχρι το πρώτο δρομολόγιο. Είδατε τι μπορεί να πάθει κανείς από μία κατσαρίδα;