Ταξιδια

August Voice: Οι Ιταλοί σκοτώνουν τον έρωτα (και παχαίνουν)

«Την πατήσαμε πράγματι»

Λένα Διβάνη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Ήταν Αύγουστος. Όλον τον περασμένο χειμώνα  εγώ έτρεχα να ολοκληρώσω την έρευνά μου στο Λονδίνο. Εκείνος έτρεχε για τη δικιά του στη Βαρκελώνη. Ο έρωτάς μας είχε κουτσαθεί τρέχοντας μόνος του από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο. Αγκομαχούσε μεταξύ Ελ Πρατ και Χήθροου.

Ήταν Αύγουστος όμως, μήνας καυτός και από Α και ελπίζαμε να Αρχίσουμε από την Αρχή σ’ ένα νησί ήσυχο και αντιτουριστικό, δηλαδή όχι Κυκλάδες, γενικά όχι Αιγαίο γιατί η επαπειλούμενη ελληνοτουρκική κρίση πιθανόν να επιβάραινε τη δική μας. Όπως καταλαβαίνετε τα είχαμε προβλέψει όλα. Διαλέξαμε λοιπόν Ιόνιο. Όχι τις σταρ νήσους όμως - όχι υπέρλαμπρη Κέρκυρα, όχι γραφικοί Παξοί. Μια Κεφαλονιά θα μας περιθάλψει, λέγαμε. Ένα νησί μεσαίου μεγέθους και φήμης, οικογενειακό με την καλή έννοια, λίγο βαρετούλι εκτός ώστε να κάνουμε ζουμ στο εντός μας, σε κανένα σπιτάκι με αυλίτσα ταπεινό σαν της θείας μου της Μαρίας στο χωριό. Μακριά από μπιτσόμπαρα και «αγοράκια λαίμαργα», θέλαμε μόνον ν’ ακούμε ακόμα και το πέταγμα της μύγας κάνοντας φύλλο και φτερό τη σχέση μας.

Βγάλαμε εισιτήρια για το πλοίο και πήγαμε. Στο λιμάνι μας περίμενε η κυρία Νίτσα με ένα τρίκυκλο να μας οδηγήσει στο σπιτάκι μας. Στη διαδρομή μας υποσχόταν λαγούς με πετραχήλια. «Έχω κάτι νοικάρηδες Ιταλούς» μας είπε, «τρο-με-ρά παιδιά, χαρούμενα, όμορφα, της παρέας παιδιά». Red flag, σκέφτηκα αμέσως. Μην είσαι μισάνθρωπη ρε, σκέφτηκα αμέσως μετά. Τι σε πειράζουν τα παιδιά; Αυτοί τη ζωή τους κι εμείς τη δική μας. Αυτοί ταλιατέλες, εμείς σουβλάκια.

Τα ιταλάκια μας περίμεναν εναγωνίως (Γιατί όμως; Γιατί; σκέφτηκα). Ήταν οχτώ άτομα, τέσσερα ζευγάρια από 22-30 ετών, περίπου συνομήλικοι δηλαδή. Μας αγκάλιασαν κατευθείαν -με τα σακ βουαγιάζ στο χέρι ακόμα προσπαθούσαμε να ανταποδώσουμε άτσαλα το αγκάλιασμα. «Ελάτε βάλτε μαγιό και πάμε», μας είπαν. «Σας περιμένουμε, ξέρουμε την πιο γαμάτη παραλία». Κοιταχτήκαμε. Ήταν όμως τόσο άδολη η χαρά τους που μας γνώρισαν (γιατί όμως; Γιατί;) που δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε σθεναρά. Πετάξαμε τους σάκους στο πάτωμα, βάλαμε όπως όπως τα μαγιό και μπήκαμε στο αυτοκίνητο τους, ένα στέισον βάγκον γεμάτο βατραχοπέδιλο και ιταλικά ζυμαρικά. Όταν απλώσαμε τις ψάθες μας στην όχι-και-τόσο-γαμάτη παραλία μας περικύκλωσαν σαν πολιορκητικός στρατός. Μας μιλούσαν, μας ρωτούσαν, μας βομβάρδιζαν με το ενδιαφέρον τους συνεχώς σαν να ήμασταν ροκ σταρ κι αυτοί θαυμαστές μας (γιατί όμως; ΓΙΑΤΙ;). Στα ιταλικά/αγγλικά/γαλλικά/ισπανικά, μια βαβέλ που έκανε το κεφάλι μου να ανεβάσει πυρετό.

Το μεσημέρι μας ρώτησαν, «andiamo a mangiare a casa nostra? Πάμε να φάμε στο σπιτάκι μας;» Andiamo, γαμώ την τρέλα μου, είπαμε. Στο σπίτι έβγαλαν τα λαζάνια από το πορτ μπαγκάζ κι άρχισαν το μαγείρεμα-άλλος τσιγάριζε κιμά, άλλος έλιωνε ντομάτες, άλλος καθάριζε σκόρδα. Μέσα στη γενική σύγχυση πήγαμε να το σκάσουμε στο δωμάτιό μας, να πούμε καμιά κουβέντα, να δώσουμε κανένα φιλί, αλλά προτού απλώσουμε χέρι ανοίγει η πόρτα, μπουκάρει ο Τζιάννι και μας κράζει: «Αφήνετε την παρέα ρε παιδιά; Ντροπή, vergogna!» Δεν το εννοούσε αλλά το εννοούσε.

Μη σας τα πολυλογώ, το πιάσατε το νόημα. Τα αξιολάτρευτα και κοινωνικότατα έως ψυχικού θανάτου αυτά ιταλάκια μας αλλάξαν τα πετρέλαια. Επί εφτά συναπτά 24ωρα μας μιλούσαν, μας μαγείρευαν συνέχεια, μας τάιζαν ζυμαρικά λες και πάχαιναν χήνες για τα Χριστούγεννα, μας πήγαιναν για μπάνιο, μας ξανατάιζαν και μετά μας ξενυχτούσαν στα μπαρ μέχρι που μας σέρναν ημιλιπόθυμους τα ξημερώματα στα κρεβάτια μας. Το στόμα μας δούλευε συνέχεια, φαΐ και parlare, τίποτα άλλο. Χρόνος δικός μας για να τα πούμε, να τα βρούμε, να αγαπηθούμε και γενικά να ανασάνουμε μηδέν. Θα μου πεις γιατί δεν λέγατε όχι; Θα σου πω το ΟΧΙ δεν περνούσε φίλε. Και στο κάτω κάτω γνωρίζαμε ότι όταν ο Μεταξάς είπε ΟΧΙ, του κήρυξαν τον πόλεμο. «Ναι, αλλά νικήσαμε», μου θύμισε ο καλός μου. «Τους φάγαμε τους Ιταλούς τελικά. Τελευταία μας νύχτα σήμερα, θα σηκώσουμε κεφάλι!» μου δήλωσε αποφασιστικά και αντρικά θα λέγαμε αν ζούσαμε στα ΄70ς.

«Δηλαδή θα πούμε ΟΧΙ;» ρώτησα έντρομη.

«Όχι καλέ, θα το σκάσουμε κρυφά την ώρα που θα βρεθούν όλοι μετά το ντους στα δωμάτιά τους. Θα πάρουμε ένα ταξί και του πούμε να μας πάει σ’ ένα ορεινό χωριό, άχαρο και άγνωστο με μόνο μία ταβέρνα ή καφενείο ή ό,τι να ‘ναι, αρκεί να έχει δυο καρέκλες να καθίσουμε. Εκεί δεν πρόκειται να μας βρουν όσο κι αν ψάξουν».

Χαμογέλασα. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω», είπα αλαφιασμένη, «είσαι παράτολμο αγόρι!»

Περιμέναμε λοιπόν να αποτραβηχτούν όλοι στα δωμάτιά τους, είπαμε ότι πάμε για ντους και βγήκαμε ελαφροπατώντας σαν τους κλέφτες. Τρέξαμε προς την πλατεία, βρήκαμε ταξί και του δώσαμε βιαστικά τις οδηγίες: «Πήγαινέ μας στο τελευταίο ορεινό κωλοχώρι σε παρακαλώ», του είπαμε με την ικεσία στο μάτι. «Γιατί καλέ, σας κυνηγάει η μαφία;» γέλασε αυτός. «Ακριβώς», είπα εγώ μέσα απ’ τα δόντια μου. «Πάτα γκάζι να φύγουμε. Κάθε λεπτό που περνάει είναι εις βάρος μας.»

Υπάκουσε. Ανεβήκαμε ραχούλες, κατεβήκαμε πλαγιές ώσπου φτάσαμε σ’ ένα κατσικοχώρι που δεν θα πω τ’ όνομά του για να μη φάω μήνυση για δυσφήμιση. Πέντε σπίτια κι ένα καφενείο με τρεις καρέκλες. Αράξαμε ευτυχισμένοι, τόσο ευτυχισμένοι που παραξενεύτηκε ο καφετζής. «Ψάχνετε να αγοράσετε κανα γκρεμίδι;» ρώτησε. «Όχι, δυο μπύρες ψάχνουμε», του είπαμε και σκάσαμε στα γέλια. Τόσο ευτυχισμένοι νιώθαμε γι’ αυτό το βράδυ, το τελευταίο, που θα ήταν ολόδικό μας που δεν λέγαμε κουβέντα για καμιά ώρα, μόνον πίναμε την μπύρα και κοιτιόμασταν σαν ηλίθια. Έχουμε καιρό, σκεφτόμασταν, σιγά σιγά, να ηρεμήσουμε και θα τα πούμε όλα, θα τα βρούμε όλα. Μετά συνηθισμένοι στην άγρια μάσα, μας έκοψε πείνα. Παραγγείλαμε λοιπόν κάτι μεζεδάκια -μη φανταστείτε τίποτα σπέσιαλ, κάτι ελιές είχε το κατάστημα, μια ντομάτα, ένα αγγούρι τουρσί και λίγη φέτα. Να φάμε κάτι να μας περάσει η πείνα σκεφτόμασταν και θα τα πούμε όλα, θα τα βρούμε όλα. «Πιάσε δυο μπυρίτσες ακόμα αφεντικό. Άλλη ντομάτα υπάρχει;»

Υπήρχε και μας την έφερε κομμένη καλλιτεχνικά. Πάνω όμως που χώναμε τα πιρούνια μας στην κόκκινη σάρκα μια ουρανομήκης κραυγή έσκισε τη σιωπή: «ragazzi, dove vi siete nascosti? Ρε παιδιά εδώ κρύβεστε; Βρε πονηρές αλεπούδες, θέλατε να παίξουμε κρυφτό την τελευταία σας μέρα; Το είπα εγώ στην Τάνια, είναι παιγνιδιάρηδες οι Έλληνες, μας έβαλαν να λύσουμε ένα αίνιγμα σαν της σφίγγας. Την πατήσατε όμως, το λύσαμε, σας βρήκαμε! Ti abbiamo scoperto.»

Την πατήσαμε πράγματι. Μπήκαμε στο βανάκι τους με κατεβασμένα αυτιά, κατεβήκαμε στο χωριό, φάγαμε πέντε μερίδες λιγκουίνι αλφρέντο που μαγείρεψαν, ήπιαμε 15 μπύρες και εγκαταλείψαμε το νησί με τα μούτρα στο πάτωμα. Χωρίσαμε μόλις φτάσαμε στον Πειραιά, τέσσερα κιλά πιο χοντροί.