Ταξιδια

H κρητική φιλοξενία

Ο Μπάμπης και ο ... Μπάμπης

Ελληνικό Πανόραμα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Kείμενο: Θεόφιλος Μπασγιουράκης 

Πάνε σχεδόν 17 χρόνια από τότε, μα δεν ξεχνιέται η απρόσμενη εμπειρία. Πού ζήσαμε εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό σε μια κακοτράχαλη ακτή της Βόρειας Κρήτης, κοντά στην Σούδα. Άγριος τόπος, αλίμενος, με τραχιές ασβεστολιθικές πέτρες και μοναδική βλάστηση μερικά ταπεινά ραδικάκια και σταμναγκάθια. Σ΄αυτή την ερημιά ψάχναμε κάποιον Μπάμπη, με την Άννα. Για να του μεταφέρουμε τα χαιρετίσματα απ' τον παλιό του φίλο Νίκο, στη Θεσσαλονίκη.

- Θα χαρεί ο Κρητικός φίλος μου και θα σας καλοδεχτεί, είχε καταλήξει ο Νίκος και μας κατατόπισε πώς ν' ανακαλύψουμε το λημέρι του Μπάμπη.

Τριγυρίζαμε για ώρα στους χωμάτινους παράδρομους, χωρίς να βρίσκουμε κάποιον να ρωτήσουμε για τον Μπάμπη. Κάποια στιγμή, στο τέλος του δρομάκου, πρόβαλε ένα αγροτόσπιτο. Στην περιφραγμένη του αυλή ετοιμαζόταν να μπει ένας άνθρωπος συνοδευόμενος από τον γαϊδουράκο του, δεμένο με σχοινί. Τους προλάβαμε στην αυλόπορτα.

-Καλημέρα. Μας είπαν ότι εδώ γύρω μένει κάποιος Μπάμπης.

- Καλά σας πληροφόρησαν, εγώ είμ' ο Μπάμπης. Εσύ όμως ποιος είσαι;

- Φίλος του Νίκου, του φίλου σου απ' τη Θεσσαλονίκη. Σου στέλνει χαιρετισμούς.

Ξύνει το κεφάλι του με αμηχανία.

- Δεν ξέρω στη Θεσσαλονίκη κανέναν Νίκο.

Σειρά μου να ξύσω το κεφάλι μου.

- Εσύ δεν είσαι ο Μπάμπης με την σπηλιά;

- Όχι, ο Μπάμπης με τη σπηλιά μένει παρακάτω, αλλά τούτη την ώρα απουσιάζει. Μιας και γνωριστήκαμε όμως, δεν περνάτε για έναν καφέ; ...Γυναίκα, βάλε καφεδάκια, σου φέρνω μουσαφιραίους.

Μας χαιρετάει πρόσχαρα η κυρά Ντίνα και σε λίγο ξαναβγαίνει με τους καφέδες. Ύστερα ξεφυλλίζει με ενδιαφέρον ένα τεύχος που της χαρίζει η Άννα.

- Ώστε, λοιπόν, τριγυρνάτε συνέχεια στην Ελλάδα, έτσι; Είσαστε τυχεροί, λέει και κοιτάζει με νοσταλγία τα κύματα του πελάγου.

Περνάει όμορφα η ώρα με κουβεντούλα, ζητάνε να μάθουν οι φίλοι μας για τα ταξίδια μας στην Ελλάδα. Έτσι όπως γινόταν παλιά, όταν κάποιος ξένος έφτανε σ' έναν τόπο.

Κάποια στιγμή λέει ο Μπάμπης.

- Βρε γυναίκα, ώρα που 'ναι, δεν μας φέρνεις καμιά ρακή;

Και μ΄αυτά τα λόγια πάει στον κήπο, κόβει μερικές αγκινάρες, τις καθαρίζει με μαεστρία, στείβει μπόλικο λεμόνι, γεμίζει τα ποτηράκια, τσουγκρίζουμε, πίνουμε.

- Συμπαθάτε μας, λέει η Ντίνα, δεν περιμέναμε επισκέπτες. Έτσι, θα βάλουμε στο στόμα μας ό,τι βρίσκεται στο σπίτι.

Τι νομίζετε, αγαπητοί μου αναγνώστες, ότι εννοούσε η κυρά - Ντίνα; Αυτή η νοικοκυρά της Κρήτης, που δύο ώρες πριν αγνοούσε την ύπαρξή μας; Ξεκίνησε, πρώτα απ' όλα να μαγειρεύει αγκινάρες με κουκιά, από τον κήπο φυσικά. Παράλληλα, σε μια άλλη κατσαρόλα, άρχισε να βράζει ένα κουνέλι, που θα το 'βαζε αργότερα στον φούρνο. Λίγο πριν γίνουν τα δύο βασικά φαγητά ήταν κιόλας έτοιμη μια γαβάθα με παραδοσιακό πιλάφι και μια πιατέλα με πατάτες τηγανιτές. Ελίτσες, γραβιέρα, ντομάτες και αγγουράκια συνόδευαν, σ' όλο τον ενδιάμεσο χρόνο, τις ρακές.

Υπαίθριο τραπέζι, ήλιος και αεράκι, τσουγκρίσματα και ευχές, κουβέντες συντροφικές, σαν φίλοι από παλιά. Απομεσήμερο πια, τα βλέφαρα βαραίνουν, είναι αδύνατον να πάρουμε τα πόδια μας με την Άννα.

- Κανένα πρόβλημα, λέει ο Μπάμπης, αράξτε στη δροσούλα να συνεφέρετε.

Ξυπνάμε από θόρυβο αυτοκινήτου την ώρα του δειλινού. Βγαίνει ένας γενειοφόρος, ξεκλειδώνει την αντικρινή καγκελόπορτα και μπαίνει σε μια αυλή.

- Να, αυτός είναι ο Μπάμπης με την Σπηλιά, εξηγεί ο Μπάμπης και τον φωνάζει.

Σ΄ένα δίλεπτο τα πάντα ξεκαθαρίζουν. Ο «Μπάμπης του Σπηλαίου» είναι αυτός που ψάχναμε, ο αυθεντικός, που έχει φίλο Νίκο στη Θεσσαλονίκη και καλοδέχεται τους χαιρετισμούς του. Με συνοπτικές διαδικασίες, λοιπόν, φροντίζει να μας απαγάγει από τον πρώτο Μπάμπη και να μας οδηγήσει στο δικό του λημέρι. Είν' ένα απίστευτα θεαματικό μπαλκόνι, που αγναντεύει όλη την απεραντοσύνη του πελάγου στα βόρεια και στη δύση. Σε κάποιο σημείο, το τραχύ ασβεστολιθικό έδαφος χάνει την συνοχή του, δημιουργείται μια στενή σήραγγα που, μερικά μέτρα πιο κάτω, καταλήγει σε μια σπηλιά. Εδώ αρχίζουν τα θαύματα. Δεν είναι ακριβώς το είδος της σπηλιάς που έχουμε στο μυαλό μας. Είναι μια ολόκληρη σπηλαιώδης κατοικία με πελώριες διαστάσεις, σταλακτιτικό διάκοσμο και απαράμιλλη γραφικότητα, ενώ χάρις στην ηλεκτροδότησή της, δεν στερείται και τις απαραίτητες ανέσεις.

- Σ΄ένα τέτοιο περιβάλλον καθένας θα ήθελε να είναι " άνθρωπος των σπηλαίων", λέμε στον Μπάμπη.

- Ωστόσο, είναι ώρα να ξαναβγούμε στο φως της μέρας, λέει ο φίλος μας.

image

Απέναντι στο πελαγίσιο δειλινό ξαναστρώνεται το τραπέζι. Ετοιμαζόμαστε ν΄αρνηθούμε. Δεν έχουμε χωνέψει ακόμη την αφθονία του μεσημεριανού φαγητού. Κάποιος άλλος Έλληνας ίσως, θα το κατανοούσε. Όχι όμως ο Κρητικός Μπάμπης. Ν΄αφήσει έτσι τους φίλους του φίλου του ; Που ήρθαν στο κονάκι του από την άλλη άκρη της Ελλάδας ; Νέες ρακές λοιπόν, νέα μεζεδάκια κι ύστερα κρασάκι με κρέατα «οφτά», ροδοψημένα στη θράκα της σπηλιάς. Για δεύτερη φορά, εδώ στην Κρήτη, αισθανόμαστε με δύο διαφορετικούς ανθρώπους την ίδια υπέροχη οικειότητα, την ίδια φιλοξενία.

Αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει αβίαστα, χαλαρά, σε τούτο το δροσερό ανοιξιάτικο βραδινό. Οι μοναδικοί ήχοι που συνοδεύουν τις κουβέντες μας είναι τα κύματα του μαΐστρου, που σκάζουν απαλά στα βράχια της ακτής....

Σήμερα, 17 χρόνια μετά, θυμόμαστε με νοσταλγία εκείνες τις στιγμές στην κακοτράχαλη ακτή. Μέσα σε μια μέρα οι δύο Μπάμπηδες, δύο άγνωστοί μας Κρητικοί, απέδειξαν με τον πιο αυθεντικό τρόπο, ότι η πατροπαράδοτη "Κρητική Φιλοξενία" είναι έννοια που θα εξακολουθεί να επιζεί.

image

image


*Η συγκεκριμένη εμπειρία μας - μια από τις τόσες της Κρητικής φιλοξενίας- περιγράφεται στο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 9, Ιουνίου 1998.