- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
August Voice: Η παύση του χρόνου
«Η περίεργη, χαρακτηριστική κατάσταση του ελληνικού καλοκαιριού»
August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.
Τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, πηγαινοέρχομαι από την πόλη στην εξοχή, από το γραφείο στην παραλία. Στην αρχή του καλοκαιριού διστάζω να απεκδυθώ τον αθηναϊκό μου εαυτό, να μην νοιάζομαι για την εικόνα μου, μα κυρίως δυσκολεύομαι να υιοθετήσω μια πιο χαλαρή συμπεριφορά, όπου ο χρόνος δεν είναι εχθρός και η ατημέλητη εμφάνιση δεν αποτελεί μειονέκτημα.
Καθώς όμως περνάει ο καιρός, κάθε Δευτέρα που επιστρέφω στη δουλειά χρειάζεται να πιεστώ ώστε να διατηρήσω την εικόνα που έχουν συνηθίσει οι θεραπευόμενοί μου, αφού ο κανόνας αυτές τις υπερβολικά ζεστές μέρες είναι τα ατημέλητα μαλλιά, οι σαγιονάρες και τα δροσερά φορέματα.
Στην παραλία ανήκω στη μειοψηφία όσων διαβάζουν. Σε μία τεράστια έκταση διακρίνω μόνο άλλα δύο βιβλία παρατημένα στις ξαπλώστρες, όσο οι αναγνώστες τους απολαμβάνουν τη θάλασσα. Προσπαθώ να τους εντοπίσω. Το ένα ανήκει σε μία νεαρή γυναίκα, μάλλον ξένη, που κάνει διακοπές με το αγόρι της. Είναι από τα ζευγάρια που δεν μιλούν πολύ, αλλά φροντίζουν ο ένας τον άλλο – εκείνος αλείφει προσεκτικά το σώμα της με αντηλιακή κρέμα, εκείνη του φέρνει καφέ από την καντίνα.
Το δεύτερο βιβλίο ανήκει σε έναν τριανταπεντάρη πολύ γυμνασμένο και κρίνοντας από τον τρόπο που κινείται και παρατηρεί τον κόσμο αρκετά ωραιοπαθή, ο οποίος καταφέρνει ωστόσο να ανατρέψει το στερεότυπο ‘muscles without brain’, καθώς στο τραπεζάκι του φιγουράρει το «Όταν το σώμα λέει όχι» του Γκαμπόρ Ματέ.
Παρατηρώ με πόση αυτοπεποίθηση περπατούν πλάι στο κύμα τα περισσότερα κορίτσια. Ακόμα και αν ο σωματότυπός τους απέχει πολύ από τα πρότυπα της εποχής δεν έχουν καμία πρόθεση να κρυφτούν, καμία διάθεση να απολογηθούν. Δεν ήταν έτσι πριν από μερικά χρόνια. Στις μέρες μας οι νέες και οι νέοι γνωρίζουν ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε ντροπιάζει για το σώμα σου, να σε χλευάζει ή να σου κάνει bullying.
Δεν έχουν ωστόσο μεσολαβήσει πολλά χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι που σε πολυτελές θέρετρο σε κάποιο νησί είχα γίνει μάρτυρας ενός σκηνικού που δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να αναβιώσει εύκολα σήμερα: ιδιαίτερα ευτραφής άντρας που κάπνιζε αλυσιδωτά, διακωμωδούσε κάθε γυναίκα σε ακτίνα εκατό μέτρων -τον σωματότυπο, το μαγιό, τον τρόπο που στεκόταν και περπατούσε- με σκοπό να προκαλέσει την ευθυμία της συνοδού του η οποία έδειχνε να απολαμβάνει πραγματικά το one-man-show και για να τον επιβραβεύσει κάθε λίγα λεπτά διέκοπτε τον μονόλογό του και τον φιλούσε με πάθος.
Κάθε φορά που βρίσκομαι στην παραλία, χωρίς να το επιδιώκω, λόγω της εγγύτητας με τους υπόλοιπους λουόμενους, παρατηρώ πώς επικοινωνούν οι οικογένειες και τα ζευγάρια. Διαπιστώνω ότι αρκετοί Έλληνες γονείς, έχοντας απωλέσει το μέτρο, αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους με έναν από δύο τρόπους: είτε τα φροντίζουν και τα εξυπηρετούν στο καθετί που ζητούν ακόμα κι όταν εκείνα βρίσκονται σε προχωρημένη εφηβεία, είτε απαιτούν από αυτά να εξυπηρετούν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες.
Στην πρώτη κατηγορία δεν θα ξεχάσω μια γυναίκα γύρω στα πενήντα που έτυχε να βρίσκεται στο οπτικό πεδίο μου σε μια δημοφιλή παραλία της Αττικής η οποία αφού έστησε την ομπρέλα και έστρωσε τις ψάθες στην άμμο, φρόντισε να βάλει καπέλα και αντιηλιακό στα παιδιά της, δυο κορίτσια κι ένα αγόρι που είχαν σίγουρα περάσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας τους. Μόλις βγήκαν από τη θάλασσα τα τύλιξε στοργικά στις πετσέτες τους και τους μοίρασε, χωρίς καθυστέρηση, τυρόπιτες και άλλα καλούδια.
Στον αντίποδα αυτής της μάνας υπάρχουν ζευγάρια που κάθε πέντε λεπτά στέλνουν τα παιδιά τους σε ένα καινούριο θέλημα: να φέρουν τα τσιγάρα της μαμάς από το αυτοκίνητο, να αγοράσουν καφέ από το μπαρ, να ξεπλύνουν τα πέδιλα του μπαμπά στη θάλασσα, να επιστρέψουν στην καντίνα για παγωτά.
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο που βρέθηκα στην παραλία, αναρωτήθηκα σε ποια από τις δυο κατηγορίες παιδιών να ανήκαν όταν μεγάλωναν κάποιοι από τους θεραπευόμενους, τους φίλους ή τους γνωστούς μου: σε αυτούς που απολάμβαναν την φροντίδα των -υπερπροστατευτικών- γονιών τους ή σε εκείνους που ο ρόλος τους ήταν να τους εξυπηρετούν;
Δυνατή μουσική από το μπαρ, παιδικές φωνές, η γεύση του παγωμένου εσπρέσο στον ουρανίσκο, ο ήχος της ρακέτας που χτυπά αδέξια το μπαλάκι, μυρωδιά αντηλιακού, ο διαρκής παφλασμός των κυμάτων: ευδαιμονία ή ενόχληση;
Έφερα στο νου μου τα όμορφα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων και τις γλυκές απολαύσεις τους. Μια βασανιστική νοσταλγία με κατέλαβε, κάνοντάς με για λίγο να μελαγχολήσω, να σφαλίσω τα μάτια και να αφεθώ τελικά σε αυτή την περίεργη, χαρακτηριστική κατάσταση του ελληνικού καλοκαιριού: την παύση του χρόνου.