Ταξιδια

August Voice: Λήθαργος

«Χωρίς να θυμάσαι πού είσαι, τι μέρα είναι, πώς σε λένε, αν άργησες στη δουλειά ή στο σχολείο»

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Αλλάζεις σεντόνια, ξανά και ξανά. Γεμίζουν ιδρώτα. Βαραίνουν με σκόνη, και τον ανακυκλωμένο, γρήγορο λίβα του ανεμιστήρα. Ένα μόνιμο βουητό. Όταν οι πλαστικές λεπίδες δε φτουράνε πια, ανοίγεις το κλιματιστικό. Έξω σιωπή. Μέσα βουητό.

Ανοίγεις το Netflix. Τα ‘χεις δει όλα. Ξαναβλέπεις την αγαπημένη σου σειρά που προσφέρει μια σιγουριά, ενώ σκρολάρεις στο κινητό σου. Κάπου γνωρίζεις ότι οι παραλίες είναι γεμάτες. Κάποιοι προτιμάνε να ψήνονται είτε κάτω απ’ τον ήλιο, είτε από μια ομπρέλα την οποία ή κουβάλησαν ή πλήρωσαν. Κλείνεις την τηλεόραση. Δεν παρακολουθούσες έτσι και αλλιώς. Τεντώνεσαι στον καναπέ και πιάνεις το βιβλίο που παράτησες το πρωί όταν μπούχτισες.

Αρχίζεις να διαβάζεις. Για λίγο χάνεται το βουητό, γιατί χάνεσαι εσύ μες το βιβλίο. Το ‘χεις πάρει χρόνια, νόμιζες το είχες ήδη διαβάσει, αλλά μάλλον κάτι άλλο τράβηξε τότε την προσοχή σου και το παράτησες. Είναι ωραίο. Κυλάει εύκολα. Είναι ό,τι χρειάζεσαι. Μετά από 5 σελίδες πας να πιάσεις το στριφτό απ’ το τασάκι και θυμάσαι ότι το ’χες τελειώσει ενώ «έβλεπες» τη σειρά. Κοιτάς δεξιά-αριστερά να εντοπίσεις τη θήκη του καπνού. Την έχεις αφήσει στο γραφείο.

Σηκώνεσαι. Βλέπεις ότι το νερό τελειώνει στο ποτήρι. Θα χρειαστείς κι άλλο. Πας στην κουζίνα. Ανοίγεις το ψυγείο. Κοιτάς. Δύο σοκοφρέτες σε κοιτάνε πίσω. Τις έβαλες εκεί να μην λιώσουν. Νιώθεις ακόμα φουσκωμένος απ’ το λίγο φαΐ που έφαγες πριν μια ώρα. Η ζέστη. Το βουητό δεν βοηθάει στην πέψη. Ίσως το απόγευμα, σκέφτεσαι, με τον καφέ. Ακουμπάς 2-3 μπουκάλια νερό στην πόρτα του ψυγείου να δεις ποιο είναι πιο κρύο. Δεν θυμάσαι ποιο γέμισες τελευταίο. Πιάνεις το μπλε.

Συνειδητοποιείς ότι ξέχασες το ποτήρι μέσα. Παίρνεις το μπουκάλι μαζί αν και ξέρεις ότι μάλλον θα πιεις το μισό και το υπόλοιπο θα το κοιτάς να ζεσταίνεται γιατί θα βαριέσαι να ξανασηκωθείς. Στην επιστροφή ευτυχώς θυμάσαι τον καπνό. Ξανακάθεσαι. Γεμίζεις το ποτήρι νερό και στρίβεις ένα τσιγάρο. Φέρνεις το τασάκι δίπλα σου στον καναπέ και ανοίγεις και πάλι το βιβλίο.

Πού είχες μείνει; Α, ναι. Ο πρωταγωνιστής σου ανακαλεί τότε που είχε γνωρίσει τον Shakespeare, τον χειμώνα του 1599. Αναρωτιέσαι αν θα ήθελες να πας πίσω σ’ εκείνη την εποχή, στο άθλια βρωμερό Λονδίνο. Αποφασίζεις πως όχι. Ο πρωταγωνιστής σου, βέβαια, δεν ταξιδεύει στο χρόνο, απλά ζει εκατοντάδες χρόνια. Χθες βράδυ που διάβαζες και σκεφτόσουν αν θα ήθελες να έχεις αυτό το condition, όπως το ονομάζει ο χαρακτήρας, δεν μπορούσες να αποφασίσεις. Ακόμα το σκέφτεσαι. Ίσως όταν τελειώσει το βιβλίο να ξέρεις.

Το στριφτό έχει σβήσει στα δάχτυλά σου. Το ξανανάβεις, ρουφάς, το αφήνεις. Επιστρέφεις στη σελίδα. Με την άκρη του ματιού σου βλέπεις την οθόνη του κινητού να ανάβει. Ειδοποίηση του Instagram. Το αγνοείς. Κοιτάς το ρολόι. 15:17.

Το θερινό είναι ώρες μακριά. Σκέφτεσαι τα ποπκορν. Να πιείς μπύρα ή κοκακόλα; Θα αποφασίσεις εκείνη την ώρα. Ποια ταινία θα δείτε είπαμε; Α, ναι. Αυτή την αγγλόφωνη του Ιρανού σκηνοθέτη. Δράμα-κομωδία. Ασπρόμαυρη. Ιδανική για θερινό σινεμά, αρκεί να μην μαυρίσει η ψυχή σου. Και αυτό το σινεμά θυμάσαι δεν είχε πολύ καλό ήχο. Μήπως το άλλο με τους μηχανόβιους ήταν καλύτερο; Τώρα το κανόνισες, δεν πειράζει.

Πας, αν είναι, στα Village να το δεις αυτό άλλη μέρα. Να ‘χεις και air-condition. Βέβαια δεν θα μπορείς να καπνίσεις. Δε βαριέσαι, καλύτερα. Δυο τσιγάρα λιγότερα. Πόσα λένε ότι είναι; 11 λεπτά ζωής το καθένα; Ορίστε! Κέρδισες 22 λεπτά ζωής χωρίς πίσσα, ενώ καταβροχθίζεις έναν κουβά ποπκόρν με δυο κιλά βούτυρο τα οποία βουτάς σε υγρό, πλαστικό τυρί.

Το βλέμμα σου έχει κολλήσει στο άπειρο απέναντι. Το επαναφέρεις στη σελίδα 171. Μετά τη φάση με τον Shakespeare σε επαναφέρει στο τώρα. Το τώρα είναι το Λονδίνο του 2018. Ο πρωταγωνιστής έχει ένα γέρικο Ακίτα, τη μοναδική ράτσα που θα έπαιρνες εάν έπαιρνες σκύλο. Είναι πανέμορφα, αλλά δύσκολα λένε. Ιδιόρρυθμες προσωπικότητες. Δεν είναι για amateur ιδιοκτήτες, είχες διαβάσει.

Στη σελίδα 205 κάνεις μια παύση, κοιτάς το ρολόι. Σχεδόν 16:00. Αφήνεις το νερό, παίρνεις βιβλίο και κινητό, κλείνεις το σωτήριο βουητό και πας μέσα στο δωμάτιο. Ξαπλώνεις. Ψηλαφίζεις το κομοδίνο και βρίσκεις το κοντρόλ. Πατάς το κουμπί, ακούγεται το χαρακτηριστικό μπιπ και το μηχάνημα ξεκινά να ετοιμάζεται να σε υπηρετήσει.

Μέχρι να πάρει μπρος έχεις ήδη ιδρώσει λίγο. Πιάνεις το κινητό. Η ειδοποίηση ήταν ένα like σ’ ένα στόρυ που ανέβασες το πρωί ενώ έπινες ζεστό εσπρέσο στο μπαλκόνι και υποκρινόσουν ότι εντάξει, ακόμη καλά είναι, δεν κάνει τόση ζέστη. Ήταν 9 και το φανελάκι σου είχε ήδη γίνει μούσκεμα όπου ακουμπούσε στο μαξιλάρι της καρέκλας.

Κοιτούσες τους εργάτες στην πολυκατοικία απέναντι και απορούσες πως την παλεύουν, όπως επίσης και πόσο καθαρά σε βλέπουν από εκεί. Μήπως να κατεβάσεις τα πόδια απ’ το τραπέζι; Σε προστατεύει το τζάμι ή δίνεις τζάμπα show πρωί-πρωί;

Το στόρυ είχε δύο χαρακτήρες Peanuts στα πρώιμα comic: το αγοράκι, όχι ο Charlie Brown, βάζει έναν δίσκο σ’ ένα πικάπ, και το κοριτσάκι κάθεται δίπλα του και περιμένει. Η φούσκα του διαλόγου πάνω από το αγοράκι έχει 4 λέξεις: No music, no life.

Βάζεις το κινητό στο κομοδίνο. Πάντα στο αθόρυβο. Πιάνεις το βιβλίο. Ο χαρακτήρας σου αισθάνεται εγκλωβισμένος σε αυτή την ατελείωτη ζωή, όπως και εσύ απ’ αυτό το ατελείωτο κάμα που έκανε τον πρωινό, δεύτερο, καφέ σου στη Γλυφάδα να μοιάζει με μια εφηβικά παράλογη αντίδραση, αλλά ενάντια στον εαυτό σου. «Όχι, θα τον ευχαριστηθώ!» φώναζες μέσα σου ενώ ένιωθες τις σταγονίτσες ιδρώτα στο στέρνο, στην πλάτη, στην ίδια σου την ψυχή.

Νιώθεις τα βλέφαρά σου να βαραίνουν. Το μηχάνημα κάνει δουλειά. Το βουητό σε νανουρίζει. Αφήνεις το βιβλίο να πέσει και τα μάτια σου να κλείσουν. Βυθίζεσαι σ’ έναν λήθαργο που μόνο το καλοκαίρι προσφέρει. Αυτόν απ’ τον οποίο ξυπνάς αργά, χωρίς να θυμάσαι πού είσαι, τι μέρα είναι, πώς σε λένε, αν άργησες στη δουλειά ή στο σχολείο.

Μια σελίδα τσαλακώθηκε. Το νερό μέσα ζεστάθηκε. Μια σταγόνα σαλάκι υπάρχει δίπλα σου. Ξαναβυθίζεσαι για λίγο· μέχρι να σηκωθείς για έναν ακόμα καφέ.