Ταξιδια

August Voice: Οικογένεια Θεσσαλονικιών Ροβινσώνων

Καλοκαίρια στο Τσέπετζι - κι από παιδιά ενήλικες, και εμείς κι ο τόπος

Βάγια Ματζάρογλου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Το πρώτο μου μπάνιο στη θάλασσα το έκανα έξι μηνών, σύμφωνα με την οικογενειακή μυθολογία. Ο μπαμπάς μου, ένας Σούπερμαν, φόρτωσε γυναίκα και δύο νιάνιαρα, τη μάνα του, τα πεθερικά του, και τις οικογένειες των κουνιάδων του (άλλα 3 νιάνιαρα) σε «αγοριαία» ταξιά και τους ξεφόρτωσε σε ένα οικοπεδάκι που είχε αγοράσει στην περιοχή Τσέπετζι. Τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό της Νέας Καλλικράτειας, γαμπροί και πεθερός έστησαν δύο στρατιωτικές σκηνές και μας έχωσαν όλους μέσα για να παραθερίσουμε. Από εκείνο το καλοκαίρι, θυμάμαι μια ροζ σίτα, από εκείνες που έχουν τα αντίσκηνα για παράθυρο - καραμπινάτη κατασκευασμένη μνήμη, δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι.

Πώς βρέθηκε ο μπαμπάς μου, ένας βουνίσιος Εδεσσαίος, να αγοράζει οικόπεδο στο Τσέπετζι είναι ένα μυστήριο που δεν το έλυσα, δεν τον ρώτησα ποτέ. Από τον ατρόμητο μπαμπά μου περίμενα τα πάντα, τα πιο εξωφρενικά πράγματα, καλά και κακά. Στην καλλιέργεια του μύθου του βοηθούσαν και οι διηγήσεις της γιαγιάς Βάγιας, της μαμάς του, που του είχε αδυναμία. Στα 8 του, λέει, ο Γιώργος έφυγε νηστικός από ένα πασχαλιάτικο τραπέζι και γύρισε με τα πόδια από τη Σκύδρα στην Έδεσσα γιατί κάποιος τον πρόσβαλε. Εν μέσω εμφυλίου, στα 12 του, κοιμόταν μόνος του στο κτήμα με τις κερασιές για να το φυλάει. Η αδελφή του η Γλυκερία όμως έδινε άλλη εκδοχή, ότι είχε αρχίσει το κάπνισμα και προτιμούσε να καπνίζει στη μοναξιά χωρίς γκρίνιες. Στα 15 του έφυγε από την Έδεσσα ένα καλοκαίρι με τον κολλητό του τον Θανάση, για να κάνουν μπάνια στη θάλασσα. Έφτασαν στα Πάλιουρα της Επανομής, 100 και βάλε χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, και ξεκαλοκαίριασαν ψαρεύοντας, σκοτώνοντας πουλιά με σφεντόνες, τρώγοντας αδέσποτα φρούτα και αντίδωρα από τις εκκλησιές. Στα 70 του, αυτός ο αμάσητος άνθρωπος είχε ξεχάσει τα δικά του και με μάλωνε, ας πούμε, γιατί κάπνιζα, τέλος πάντων.

Ενώ ο άνθρωπος είχε πατήσει στο φεγγάρι, στο Τσέπετζι, εμείς και οι γείτονες τσαντιρίστας φωτιζόμασταν με λάμπες θυέλλης, μαγειρεύαμε στην πετρογκάζ και διατηρούσαμε τα τρόφιμα με πάγο, που κάποιο θύμα, ένας από τους άνδρες προφανώς, έπρεπε να κουβαλήσει από το χωριό στην πλάτη του. Με τουαλέτα δεν ξέρω τι γινόταν, εγώ τα έκανα στο πάμπερ (που μάλλον δεν υπήρχαν τότε). Από νερό, είχαμε μια τουλούμπα*. Ο παππούς ο Στέλιος, Σμυρνιός που το ’22, στην καταστροφή, ήταν 15 χρονών λόγω προσφυγιάς ήξερε να δίνει λύσεις. Είχε φτιάξει, ας πούμε, ένα μουσλούκι (δοχείο νερού με βρυσάκι) για να πλενόμαστε και ένα τσαρδάκι από καλάμια για να μη μας καίει ο ήλιος. Πολυτέλειες!

Παρά τις προφανείς δυσκολίες, κανένας από το σόι μας δεν πτοήθηκε να πει «μπα, δεν την ξαναπερνάω τέτοια ταλαιπωρία». Κάθε χρόνο εκεί, όλοι στο Τσέπετζι. «Είχε γέλιο» λένε οι επιζήσαντες όποτε τους ρωτάω. Νομίζω πως «είχε γέλιο», γιατί ήταν όλοι νέοι. Ακόμα και οι παππούδες και οι γιαγιάδες ήταν πενηντάρηδες και εξηντάρηδες. Και άμα είσαι νέος, περνάς καλά παντού και οι ταλαιπωρίες σου φαίνονται αστεία υπόθεση.

Εκτός από καμιά δεκαριά τσαντίρια, σε μια περιοχή χιλιάδων στρεμμάτων υπήρχε μία γκορτσιά**, η μοναδική σκιά μέσα στο καρκαήλι***. Γύρω μας σιταροχώραφα θερισμένα και αρκετοί καλαμιώνες. Τα καλάμια ήταν το καλύτερο παιχνίδι μας, φτιάχναμε από χαρταετούς και ινδιάνικες σκηνές μέχρι σχεδίες.

Ο μπαμπάς φύτεψε δύο κερασιές. Ο παππούς πάλι σκέφτηκε ότι έπρεπε να φυτέψουμε δέντρα που μεγαλώνουν γρήγορα κι έτσι έβαλε λεύκες. Ψήλωσαν μάνι μάνι, έκαναν καταπληκτική σκιά, αλλά μετά από τριάντα χρόνια οι ρίζες τους έγιναν θηρία και άρχισαν να σηκώνουν το σπίτι. Ο μπαμπάς τις έκοψε κι έτσι αναγκάστηκε να περάσει ερκοντίσιον.

Σπίτι, ένα λυόμενο 40 τετραγωνικών, αποκτήσαμε το 1973· νόμιμο, είχε δώσει η χούντα άδειες για λυόμενες κατασκευές. Χρόνο με τον χρόνο κάτι του προσθέταμε του λυομένου: πλακάκια, σκαλάκια, ράντζα, κρεβάτια, τραπέζια, βιβλιοθήκες, μπαλκόνια. Από λάμπες, εκτός από της θυέλλης, που κάθε μέρα ο παππούς τις καθάριζε με επιμέλεια και εφημερίδα για να φεύγει το φούμο, αποκτήσαμε και «λουξ». Το φως το αληθινό, προβολέας! Αλλά είχε ένα μείον, μάζευε γύρω από την κατάλευκη φλόγα του όλα τα κουνούπια του καλλικρατικού Δήμου Προποντίδας. Φαγητό στην πετρογκάζ, για ψυγείο παγωνιέρα. 

Με τον καιρό η ζωή έγινε σίγουρα ευκολότερη. Όλα τα τσαντίρια αντικαταστάθηκαν από σπίτια, κατά βάση αυθαίρετα. Σταδιακά νομιμοποιούνταν με την ελληνική πατέντα που μπλοκάρει τα μυαλά των γραφειοκρατών της Ευρώπης και ονομάζεται «νομιμοποίηση αυθαιρέτου». Όποιος πήγαινε στο χωριό για ψώνια, γυρνούσε με ταξί, όχι με τα πόδια. Μετά ήρθαν τα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Επιπλέον, περνούσαν πλανόδιοι πωλητές. Ένας τύπος με αυτοκίνητο-ψυγείο πουλούσε παγοκολώνες με το μέτρο. Δε μάθαμε ποτέ το όνομα αυτού του καλού ανθρώπου, τον φωνάζαμε «ο Πάγος»: «έρχεται ο Πάγος», «τρέξε να προλάβεις τον Πάγο», «κύριε Πάγο, εδώ, εδώ!». Και με τη μαναβική είχαμε ξεμπερδέψει, γιατί περνούσε με το άλογο και το κάρο του ο κύριος Ακίνδυνος Λαχταρίδης (κανονικό όνομα, όχι παρατσούκλι). Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαριάνθη έβαλε το δικό της μποστάνι και ήμασταν αυτάρκεις, δίναμε και στους γείτονες κολοκυθάκια και μπάμιες.

Με τα χρόνια, η ευρύτερη γειτονιά γέμισε με κόσμο. Τα σιταροχώραφα και οι καλαμιώνες έγιναν οικοπεδάκια για Θεσσαλονικιούς. Εκεί που παλιά φύτρωναν στάχυα, πλέον φύτρωναν εξοχικά. Κόψανε και την γκορτσιά. Ήρθε και ο κυρ-Θανάσης, ο παιδικός φίλος του μπαμπά μου που παντρεύτηκε την παιδική φίλη της μαμάς μου, τη Χαριτούλα, με την οικογένειά του και έχτισε σπίτι κοντά μας. Δεν το χάρηκε για πολύ, πέθανε από έμφραγμα στα 40 του. Θυμάμαι να μας χτυπούν την πόρτα ξημερώματα και να μας το ανακοινώνουν. «Πέθανε ο Θανάσης» είπε κάποιος και η μαμά, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έκανε τη γνωστή λάθος ερώτηση: «Πότε;». Λες και είχε καμιά σημασία. Εκείνο το καλοκαίρι ήμουν πολύ θλιμμένη και ανήσυχη. Πίστευα πως θα πεθάνει και ο δικός μου μπαμπάς, ότι είχε έρθει η σειρά του, πρώτα ο φίλος του, μετά εκείνος.

Είχε μια μεταφυσική εσάνς το μέρος. Η γιαγιά η Βάγια, στα τελευταία της στο νοσοκομείο, έλεγε -και το πίστευε με όλο της το είναι- πως αν τη φέρουμε στην Καλλικράτεια, θα γιατρευτεί. Δεν μας άφησαν οι γιατροί να τη μετακινήσουμε και πέθανε. Το πρώτο καλοκαίρι μετά τις χημειοθεραπείες, η μαμά μου πήγαινε στη θάλασσα με σκουφάκι κολυμβητικό, γιατί δεν της είχε μείνει τρίχα, και γυρνούσε υγιέστατη! «Καλοήθης θα ήταν ο όγκος, λάθος διάγνωση θα έκαναν» έλεγε και έβγαλε τέσσερα καλοκαίρια και χειμώνες με τα ψέματα. Όταν τον Αύγουστο του 2015 ο μπαμπάς μου μου ανακοίνωσε πως δεν έχει όρεξη να πάει Καλλικράτεια, την ψυλλιάστηκα. Έπαθε εγκεφαλικό και φτερούγισε λίγους μήνες μετά. Γυρνώντας από Καλλικράτεια, ένιωσε μούδιασμα ο θείος Βασίλης. Του βρήκαν καρκίνο στον εγκέφαλο και μας άφησε χρόνους σύντομα.

Σε άλλα νέα μακριά από θανατικά, με τα ξαδέλφια μου και τους καλοκαιρινούς μας φίλους, περνούσαμε καταπληκτικά. Μπάνιο πρωί και απόγευμα σε μια τέλεια παραλία που ξέραμε τους πάντες, παιχνίδι ατελείωτο, μπάλα, ποδήλατο, «λάστιχο», το μεσημέρι υποχρεωτική ανάπαυση. Εγώ δεν κοιμόμουν, διάβαζα. Τα ίδια και τα ίδια βιβλία, Το χρυσό σφυράκι, Το κάστρο του Κρόνιν, Χωρίς οικογένεια του Έκτορος Μαλό, Οικογένεια Ροβινσώνων. Ξανά και ξανά, ήξερα ακριβώς πού θα συγκινηθώ και πού θα γελάσω. Μια φορά πήρα από τη βιβλιοθήκη το μυθιστόρημα Ο γέρος και η θάλασσα. Ένας γέρος ψάρευε στη θάλασσα και σκεφτόταν, ουάου, συγκλονιστικό! Είπα από μέσα μου «τι βλακεία» και ξανάπιασα ένα από τα δοκιμασμένα αναγνώσματα. Για μερικά καλοκαίρια έφαγα κόλλημα με τον Ιούλιο Βερν και διάβαζα τα άπαντα, μετά κόλλησα με το Donkey Kong, ένα ηλεκτρονικό τσέπης, και η λογοτεχνία με ξαναπασχόλησε στα 25-26. Για να μη λέμε για τα σημερινά παιδιά με τα τάμπλετ!

Η γιαγιά Μαριάνθη μας ζέσταινε το πρωί το γάλα και έλεγε «πιείτε το τώρα που είναι τα μέσα σας ανοιχτά», ατάκα που μας έκανε να ξεκαρδιζόμαστε. Η γιαγιά η Βάγια άνοιγε τέλειο φύλλο και έκανε καταπληκτικές πίτες. Όταν παντρεύτηκε και η μικρή αδελφή της μαμάς μου, προστέθηκε άλλη μια γιαγιά, η Κατίνα, και τέσσερα ακόμα ξαδέλφια. Η Κατίνα είχε το συνήθειο να μας χτενίζει, κάτι που δεν μας άρεσε καθόλου. Χτένα στο κεφάλι μας έμπαινε το Σεπτέμβριο, πριν τον αγιασμό στο σχολείο.

Τα κορίτσια, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έπρεπε τα απογεύματα να κεντάμε. Καθόμασταν κάτω από μια κληματαριά όλο το κοριτσομάνι της γειτονιάς και κεντούσαμε με μανία. Ώσπου η Βίκυ επαναστάτησε: «Ρε παιδιά, φτάνει το κέντημα, ας μιλήσουμε για αγόρια». Μας στρατολόγησε όλες στο κίνημα, πετάξαμε τσεβρέδες και μουλινέδες****. Για αγόρια (και κορίτσια) είπαμε πολλά και κάναμε λίγα. Μπαίνοντας στην εφηβεία, αρχίσαμε να βαριόμαστε θανάσιμα. Μας έφταιγαν τα πάντα. Ακόμα και το μπάνιο ήταν μια αγγαρεία. Σερνόμασταν μέχρι τη θάλασσα, σβαρνιάρηδες κανονικοί! Μας έσωσαν τα φλερτ και οι έρωτες, όλοι της πλάκας, πλατωνικοί. 

Αν ρωτούσες τους μεγάλους, θα σου έλεγαν πως το πιο κομβικό σημείο των καλοκαιριών στο Τσέπετζι ήταν όταν μας έφερε η ΔΕΗ το ρεύμα. Αν ρωτήσεις τα ξαδέλφια μου κι εμένα, θα σου πούμε όταν ήρθε η ΔΕΗ (άρα και η τηλεόραση) και κυρίως το τηλέφωνο. Περάσαμε ένα καλοκαίρι ολόκληρο κάνοντας τηλεφωνικές φάρσες. Ανοίγαμε τον Χρυσό Οδηγό κι όποιον πάρει ο χάρος. Τα κλασικά της εποχής λέγαμε. Για παράδειγμα, ρωτούσαμε το θύμα αν το καλώδιο του τηλεφώνου είναι ίσιο ή σπιράλ. Αν έλεγε «σπιράλ», απαντούσαμε «ωραία, βάλε το στον κώλο σου να ισιώσει», αν ίσιο, «βάλε το στον κώλο σου να κατσαρώσει». Ή ισχυριζόμασταν πως είμαστε από την ύδρευση και στέλναμε τον ανυποψίαστη στην άλλη άκρη της γραμμής να δει αν έχει νερό στο μπάνιο. Όταν απαντούσε «ναι», τον προστάζαμε, «κάνε ένα μπάνιο και έρχομαι να σε πηδήξω», και κατεβάζαμε το ακουστικό. Πρώτοι στις κρυάδες οι γαμιάδες. Ο ξάδελφός μου ο Στέλιος ήταν ο καλύτερος φαρσέρ. Έλεγε ό,τι έπρεπε να πει χωρίς να ξεκαρδιστεί.

Η τηλεόραση έσωσε μικρούς και μεγάλους. Οι μεγάλοι έβλεπαν «Λάμψη» στη διαπασών (είχαν αρχίσει τα προβλήματα ακοής). Οι μικροί βλέπαμε (σε επανάληψη) «Σάντα Μπάρμπαρα», «Το μυστικό του Χρυσού Πιθήκου» με το υδροπλάνο στα Μπόρα Μπόρα και «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Όλα τα δικά μας έπαιζαν μεσημέρι, τα βλέπαμε με τον δίσκο του φαγητού στην αγκαλιά. Ήταν η ώρα που οι προπάτορες είχαν πέσει για σιέστα κι έτσι είχαμε το τηλεκοντρόλ δικό μας. Στο οποίο τηλεκοντρόλ δεν είχαμε καμιά δικαιοδοσία τις απογευματινές ή βραδινές ώρες. Πιο εύκολα έπαιρνες φαγητό από σκύλο παρά το τηλεκοντρόλ από τη γιαγιά την ώρα που παρακολουθούσε Φώσκολο!

Ήμασταν έτοιμοι να πετάξουμε πυροτεχνήματα όταν άνοιξε και το πρώτο αναψυκτήριο-ταβέρνα-στέκι, τα Κύματα, μπροστά στη θάλασσα. Υπάρχει ακόμα. Αγοράζαμε μπίρες και παγωτά. Μετά ανακαλύψαμε και μια καντίνα στην άμμο μπροστά από τα σημερινά Μυκονιάτικα, που σέρβιρε και μερακλίδικη σανγκρία. Ένα βράδυ οι σανγκρίες μας έφεραν λιγούρα και παραγγείλαμε σάντουιτς με τόνο. Μας έπιασε όλους κόψιμο και τρέχαμε νυχτιάτικα.

Τα Σάββατα βάζαμε τα καλά μας και αγγαρεύαμε τους γονιούς να μας πάνε (και να μας γυρίσουν μετά τα μεσάνυχτα) για κλάμπινγκ στα δύο κλαμπ του χωριού. Το ένα το έλεγαν Ντακάρ, το άλλο δεν θυμάμαι, ελληνικό όνομα είχε πάντως. Υπήρχε και μια ντίσκο στον δρόμο προς Ηράκλεια. Αρχικά λεγόταν Κάραβελ, μετά μετονομάστηκε σε Αρχαίον. Όταν ο αδελφός μου πήρε δίπλωμα, πηγαίναμε για χορό και τις καθημερινές.

Το θερινό σινεμά «Κάτια» ήταν μια πολύ καλή επιλογή εξόδου. Βλέπαμε δύο ταινίες με εισιτήριο 240 δραχμές. Από ό,τι θυμάμαι, είδαμε εκεί τα «Breakfast Club», «Tequila Sunrise», «Goonies», «Dirty Dancing», «Cocktail», «Απατεώνες και τζέντλεμαν», «Τρελό γουίκεντ στου Μπέρνι», «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», όλα τα 80s σουξέ. Από το «Dirty Dancing» μας είχε κολλήσει ένας ευφημισμός για το σεξ: «πάω να λύσω αινίγματα». Πέρα από το ερωτικό και το μουσικό μέρος της ταινίας που μας είχε συναρπάσει, θεωρούσαμε και τεράστια φιλοσοφία το «Nobody puts Baby in the corner» και το αναλύαμε με τις ώρες τα βράδια στη θάλασσα. Και καπνίζαμε -κρυφά φυσικά- κάτι τσιγάρα που λέγονταν Κορτίνα.

Πλέον με τα ξαδέλφια μου βρισκόμαστε σε κηδείες και μνημόσυνα. Ακόμα όμως και στα νεκροταφεία, κάτι μας συμβαίνει, κάτι ακούμε, κάτι βλέπουμε και κοιταζόμαστε συνωμοτικά και χαμογελάμε γιατί έχουμε θυμηθεί μια ιστορία, έναν άνθρωπο, μια σαχλαμάρα από τα καλοκαίρια στο Τσέπετζι. Το μέρος, Κηπούπολη πλέον, είναι τίγκα στα μπιτσόμπαρα, τα εστιατόρια, τα μέγαρα (μιλάμε για το κομμάτι ανάμεσα στα Μυκονιάτικα και τα Γεωπονικά). Όμως εμείς ξέρουμε ότι το έχουμε γνωρίσει στα πραγματικά καλύτερά του, χωρίς κόσμο, χωρίς σπίτια, χωρίς ρεύμα, χωρίς έγνοιες, και κυρίως με παππούδες, γιαγιάδες, μπαμπάδες, μαμάδες, θείους, θείες και φίλους όλους παρόντες.

Στο λυόμενο έχω να πατήσω κοντά 10 χρόνια. Το έχω δώσει σε έναν φίλο μου που έχει εστιατόριο στην περιοχή και κοιμίζει το προσωπικό του. Ο Στέφανος κάνει σχέδια, όταν, λέει, θα πάρουμε σύνταξη, θα μετακομίσουμε εκεί για να είμαστε δίπλα στη θάλασσα. Εγώ μπαίνω καμιά φορά στον πειρασμό να το πουλήσω, αλλά δε μου πάει η καρδιά. Λέω να αφήσω την ελπίδα να πλανάται, ότι ως συνταξιούχοι θα ζήσουμε ανέμελοι και ευτυχισμένοι σαν παιδιά το καλοκαίρι.

Τουλούμπα: μεταλλική αντλία νερού. Σε τουλούμπα έπλενε τις μασχάλες του ο Νίκος Κούρκουλος στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας»

** Γκορτσιά: αγριοαχλαδιά

*** Καρκαήλι: καυτός ήλιος

**** Μουλινέδες: κλωστές κεντήματος (από τη γαλλική λέξη «μουλινέ»). Οι πιο γνωστές μάρκες στην Ελλάδα ήταν οι DMC (ντεμισέ) και Πεταλούδα.