Ταξιδια

Η Σχοινούσα μου θυμίζει τη Μύκονο που πήγαινα ως παιδί - Του Μιχάλη Πάντου

Είναι ένα νησί που μπορείς να επιλέξεις τι θα κάνεις. Μπορείς να απομονωθείς, μπορείς και όχι. Μπορείς να διασκεδάσεις με μουσικούλα, μπορείς και όχι. Δεν έχεις το άγχος των μεγάλων νησιών. 

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχοινούσα: Ο creative και fashion director Μιχάλης Πάντος γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Αρχικά το τι σημαίνει για κάποιον ένα νησί είναι πάρα πολύ υποκειμενικό. Έχει να κάνει με το τι ένιωσε τη δεδομένη στιγμή που πήγε, πώς πέρασε, τι του έχει μείνει από το ταξίδι του σαν επίγευση. Κάθε φορά βλέπεις έναν τόπο διαφορετικά. Εξαρτάται από το σε ποια ηλικία και φάση της ζωής σου πας. Εγώ έτυχε να πάω στη Σχοινούσα για πρώτη φορά πριν από λίγα χρόνια σε μια πολύ ωραία συγκυρία. Άρα καταγράφηκε στη μνήμη μου πολύ γλυκά. Ανεξάρτητα από αυτό, είναι ένα νησί που αγάπησα κατ’ αρχήν επειδή μου αρέσει πολύ η άγονη γραμμή – είναι τόσο «γόνιμη». Μ’ αρέσουν οι Κυκλάδες και το συγκεκριμένο είναι αρχέτυπο κυκλαδίτικου νησιού άγονης γραμμής. Ένας τόπος εντελώς ακατέργαστος και άχτιστος – με πολλούς χωματόδρομους και τη μίνιμουμ ανθρώπινη παρέμβαση.

Μου φέρνει παιδικές αναμνήσεις, γιατί μου θυμίζει άλλα νησάκια που πήγαινα παλιά διακοπές τα καλοκαίρια με τους γονείς μου. Μία παλιά Μύκονο – καμία σχέση με την τωρινή της εικόνα που είναι χτισμένη απ’ άκρη σ’ άκρη. Τη θυμάμαι παλιότερα με καΐκια και παραλίες χωρίς εύκολη πρόσβαση. Την ίδια αίσθηση μου έδωσε και η Σχοινούσα όταν πήγα. Είναι ένα άγριο τοπίο, «μαλακό» όμως στην ψυχή. Τον Αύγουστο, μάλιστα, η Σχοινούσα είναι γεμάτη χρυσοκίτρινα λιβάδια από τις ξεραμένες φάβες.

Οι διαδρομές του Μιχάλη Πάντου στη Σχοινούσα

Ξυπνάς το πρωί, διασχίζεις ένα ξερό λιβάδι και βουτάς στη θάλασσα. Έχει μικρές παραλίες που δεν είναι οργανωμένες. Σε κάποιες θα δεις κόσμο, σε άλλες λιγότερο, ανάλογα με τον καιρό και πώς φυσάει. Ακόμη και στις παραλίες που έχουν κόσμο, δεν θα δεις ρακέτες και μπιτσόμπαρα. Μπορείς να απολαύσεις τη σκιά κάτω από ένα αλμυρίκι και να διαβάσεις γαλήνιος το βιβλίο σου, αυτό είναι μια πολύ όμορφη συνθήκη για τα δικά μου γούστα.

Στην πολύ μικρή Χώρα, χωρίς βαβούρα, έχει δύο τρία μέρη να πιεις το ποτό σου. Μπορείς να κάτσεις στο καλντερίμι, σε ένα τοιχάκι, να χαζεύεις τον κόσμο που περνάει. Δεν είναι αυτό που περνάς έναν δρόμο και ακούς δυνατά μουσική. Σε αυτό το πολύ ξεκάθαρο τοπίο του νησιού ήρθαν να δέσουν και οι αυθεντικές, ωραίες γεύσεις. Έχει λίγα εστιατόρια και καλά. Συνήθως όταν φτάνεις σε έναν τέτοιο τόπο και δεν τον ξέρεις το να βρεις ένα πάρα πολύ ωραίο σεβίτσε από ένα φρέσκο ψάρι είναι κάτι που εκτιμάς πολύ. Πηγαίνω στον Νικόλα της Σχοινούσας, στον Βράχο και στην Κυρά Ποθητή – είναι το ένα δίπλα από το άλλο. Ένας καλός φίλος, ο Γρηγόρης Τριανταφύλλου, μου είχε πει πολλά χρόνια πριν «θα πας οπωσδήποτε να φας στο ταβερνάκι στον δρόμο για την Ψιλή Άμμο που στύβει χυμό φραγκόσυκου από τα φραγκόσυκα που υπάρχουν ακριβώς απέναντι». Έτσι και έκανα. Έχει και κάποιους παραδοσιακούς ωραίους φούρνους να φας ένα περιποιημένο νησιώτικο πρωινό.

Είναι ένα νησί που μπορείς να επιλέξεις τι θα κάνεις. Μπορείς να απομονωθείς, μπορείς και όχι. Μπορείς να διασκεδάσεις με μουσικούλα, μπορείς και όχι. Δεν έχεις το άγχος των μεγάλων νησιών. Να παρκάρεις, να ξεπαρκάρεις, να βρεις κίνηση, να προλάβεις να κάνεις κράτηση. Έπειτα είναι ο κόσμος που επισκέπτεται τη Σχοινούσα. Όλοι έχουν μια ηρεμία και μια κομψότητα. Ένας κόσμος που δεν σε ενοχλεί. Ήρεμοι άνθρωποι, όλων των ηλικιών. Νέα παιδιά, ηλικιωμένοι, οικογένειες. Υπάρχουν και πολλοί που έρχονται με σκάφος, δένουν αρόδου και κατεβαίνουν για φαγητό.

Έχω και μια πολύ ωραία ανάμνηση από την πρώτη φορά που είχα πάει. Παρόλο που είχα μηχανή, περπατούσα από τη Χώρα προς το νότιο μέρος το νησιού που έμενα. Τα φώτα ήταν λιγοστά και το φεγγάρι λειτουργούσε ως φυσική λάμπα. Μου φώτιζε το μονοπάτι με τις ξερολιθιές. Αντανακλούσε στο έδαφος, στη θάλασσα. Φώτιζε όλο τον κόλπο με τα μικρά ιστιοπλοϊκά. Όλα τα αρώματα του νησιού αναδύονται καλυτέρα τη νύχτα. Θυμάμαι έντονα την μυρωδιά του θυμαριού. Ήταν μια πολύ γραφική και γλυκιά εικόνα. Ξυπνούσε όλες τις αισθήσεις. Έλεγες να μην τελειώσει ποτέ. Είναι αυτό που νιώθεις ότι η ομορφιά πια σε ξεπερνάει. Βγαίνει από μέσα σου η χαρά. Ένας τόπος που σου δημιουργεί τέτοια συναισθήματα, δεν μπορείς παρά να συνδεθείς μαζί του και να τον αγαπήσεις.

Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη πολυτέλεια είναι ο χρόνος και ο χώρος. Άρα στις διακοπές που έχεις όλο τον χρόνο δικό σου πρέπει να βρεις τον χώρο που σου ταιριάζει. Και αυτός για μένα είναι η Σχοινούσα.

* Ο Μιχάλης Πάντος είναι creative και fashion director.