Ταξιδια

Μανίνα Ζουμπουλάκη: «Η Θάσος σε κάνει καλύτερο άνθρωπο»

Έχω γράψει χίλιες φορές για τη Θάσο και μακάρι να αξιωθώ να γράψω άλλες χίλιες…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 924
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τη Θάσο, όπου περνάει τα καλοκαίρια της από παιδί

Θεωρητικά δεν με συνδέει κάτι με το νησί – δεν έχω σπίτι ούτε τσαντίρι στη Θάσο, ούτε συγγενείς, μόνο κάποιους φίλους, και οι αναμνήσεις είναι κουραστικό πράγμα, δεν είναι λόγος να πας ή να μην πας κάπου.

Στη Θάσο περνούσα τα καλοκαίρια μου ως παιδί, εδώ πέρασαν τα τρία παιδάκια μου τα δικά τους καλοκαίρια. Με τη δικαιολογία «να πάω τα παιδιά κάπου να κάνουν μπάνια», κουβαλιόμουν στο νησί τριάντα χρόνια επιπλέον, αρχές καλοκαιριού συνήθως, πριν πλακώσει ο πολύς τουρίστας.

Ο οποίος τουρίστας είναι Βαλκάνιος, γεμάτος ενθουσιασμό που πλατσουρίζει στα ρηχά, αν και όχι τόσο ενθουσιασμό όσο αισθάνομαι εγώ (μια και τα παιδιά μου είναι μπλαζέ, επειδή μεγάλωσαν και σκασίλα τους). Ο αέρας μυρίζει πεύκο, είναι ελαφρά υγρός όπως κατεβαίνει από την πλαγιά του Ψαριού, που κάθε φορά που την κοιτάζω μου κόβεται η ανάσα. Έχουμε ανέβει με τον μπαμπά μας πολλά χρόνια πριν (ναι, σαν να ήταν χθες), υπάρχουν σημεία γεμάτα μελωδικά αηδόνια και άλλα σημεία με βουρλισμένα σκαντζοχοιράκια, παντού πλατάνια, πεύκα, βελανιδιές, καστανιές και φτέρες, βλάστηση που θυμίζει παραμυθένιο δάσος… αλλά από καλό παραμύθι, γιατί τα δάση της Θάσου είναι ήρεμα, πιο ασφαλή από τον Εθνικό Κήπο και πολύ πιο δροσερά.

Γιατί ξεκίνησα από το Ψαριό και τα δάση, δεν έχω ιδέα. Η Θάσος έχει μαγικές θάλασσες, τιρκουάζ, σαν καρτ ποστάλ από εξωτικά μέρη, στα οποία όταν πηγαίνεις, σκέφτεσαι «μπα για δες, η Θάσος είναι καλύτερη». Δεν υπάρχει στο νησί καμία παραλία που να είναι χάλια, ούτε καν μέτρια. Όλες είναι λαμπερές, καρτ-ποσταλικές και τριζάτες. Με άμμο, με βότσαλο, με χαλίκι, με άλλου είδους άμμο, με βραχάκια, με παγωμένες πηγές, ρηχές, βαθιές, με χταπόδια, χωρίς χταπόδια, με μύδια, με οτιδήποτε. Κάτι καλοκαίρια που είχαμε βαρκάκι, τον εντελώς-της-πλάκας «Γκαγκανικό», πηγαίναμε γκουρ-γκουρ-γκουρ εκατό ώρες μέχρι την Θασοπούλα να μαζέψουμε μύδια. Η Θασοπούλα είναι ένα από τα νησάκια που έχουν ξεπέσει γύρω από τη Θάσο, τρία ή τέσσερα, καραφλά αλλά γραφικά, χαριτωμένα μέσα στην απόλυτη κάλμα του καλοκαιριού.

Λίγα πράγματα στο νησί έχουν παραμείνει γραφικά. Κάποια ορεινά χωριά, το διατηρητέο Καζαβίτι, το Κάστρο, το Σωτήρος με την ταβέρνα κάτω απ τα πλατάνια, οι Μαριές με τη σκεπαστή πλατειούλα, ο Θεολόγος, η Ποταμιά. Ο Λιμένας, η πρωτεύουσα, που είχε αρχοντικά σπίτια και υπέροχα κτίρια ως το ’78, τώρα έχει κρατήσει μόνο το Παλιό Λιμανάκι της με τοπικό χρώμα, από αυτό που βλέπουμε σε ιστορικές φωτογραφίες εννοώ, το ορίτζιναλ, το προ-ανάπτυξης. Τα περισσότερα κομμάτια του νησιού έχουν καρα-χτιστεί, άναρχα όπως όλη η Ελλάδα από τα Σέβεντις και μετά. Η μακριά παραλία Χρυσή Άμμος είναι πηγμένη στα ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα, σπιτούλια – αλλά η παραλία η ίδια είναι τόσο ωραία, τόσο πλατειά και γαλανή, που ύστερα από λίγο παύεις δίνεις σημασία στις κατασκευές.

Όπου και να γυρίσεις βρίσκεις «αρχαία»: αγορές, τάφους, μνημεία, στήλες, φυλακές, αποθήκες, ναούς. Τα μάρμαρα μαυρίζουν από την υγρασία αλλά καλά κρατούν, τώρα αναστηλώθηκε (κατά το ήμισυ) το αρχαίο θέατρο με την ωραιότερη θέα, και την εξαιρετικότερη ακουστική. Όσοι ηθοποιοί έχουν περάσει από κει, απαγγέλουν μονολόγους στη σκηνή νιώθοντας να πάλλεται μέσα τους ο Αριστοφάνης. Που λέει ο λόγος.

Δεν έχει τίποτα το δήθεν η Θάσος, τίποτα το φέηκ. Δεν νομίζει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: ένα πράσινο δροσερό νησί με ωραίες παραλίες, με επίσης ωραία φύση, με πλούσια βλάστηση, πηγές, καταρράκτες, ρέματα, θάλασσες και λόφους, μπιτσόμπαρα που παίζουν UB40, Sting, αλλά και μοντερνουά μουσικές από αυτές που ακούνε τα παιδιά του ιδιοκτήτη, μια και όπως όλα τα ελληνικά νησιά, η Θάσος ζει από τον τουρισμό. Έχει ακόμα ελιές, οι κάτοικοι βγάζουν δικό τους λάδι, οι μισοί έχουν μελίσσια. Δεν καλλιεργούν πια ροδάκινα από αυτά που λάτρευε ο Βασίλης Βασιλικός στον Ποτό, δεν ψαρεύουν πια όπως ψάρευαν, κι όταν βγάζουν χταπόδια είναι για πάρτη τους, και καλά κάνουν. Οι τουρίστες, ως Βαλκάνιοι, άντε και Ξανθιώτες, Καβαλιώτες, Κομοτηναίοι, Δραμινοί, Σερραίοι, οι επισκέπτες είναι βολικοί, καθόλου κακομαθημένοι, εστιάζουν στα ουσιαστικά.

Στη Φύση, τη θάλασσα, την απόλυτη και βαθιά ηρεμία του τοπίου. Τη γαλήνη που απλώνεται τις καλοκαιρινές μέρες μαζί με τη μυρωδιά του πεύκου και σε κάνει ζεν, ευτυχή, χαμογελαστό, ίσως και καλύτερο άνθρωπο…     

* Η Μανίνα Ζουμπουλάκη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το τελευταίο της βιβλίο «Κακή νοικοκυρά, μέτρια μαγείρισσα, τουρίστρια μάνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος