- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βασίλης Ζούλιας: «Στα σκαλάκια του Billy Bo που, αν μιλούσαν, θα γράφονταν 10 βιβλία»
Ο σχεδιαστής μόδας μοιράζεται κάτι λίγα από το Ημερολόγιο Μυκόνου που κρατά από το 1979
Ο Βασίλης Ζούλιας θυμάται τη Μύκονο της δεκαετίας του '80, αλλά και όλους τους λόγους που αγαπά το νησί σήμερα
Στρωματσάδα στις ταράτσες, μποέμ παρέες, ξενύχτια, κραιπάλες, χίπικες παραλίες, αναμνήσεις: ξεφυλλίζω σελίδες από το καλοκαιρινό ημερολόγιο της Μυκόνου που κρατώ 37 χρόνια τώρα «Καλοκαίρι 1979, ετών 16». Προορισμός Μύκονος! Το πλοίο φτάνει στο λιμάνι μετά από 7 ή 8 ώρες... και έρχεται μια βάρκα να μας παραλάβει. Είχε αέρα και κύμα, αλλά ποιος νοιαζόταν τότε για λίγη ή πολλή ταλαιπωρία; Ο στόχος ήταν το νησί που έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσεις. Ξενοδοχεία ελάχιστα τότε και η αναζήτηση δωματίου μόλις είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολη υπόθεση. Οι Μυκονιάτες άνοιγαν τα σπίτια τους στους τουρίστες και έτσι έκαναν και με μας, που μείναμε σε μια γιαγιούλα μαζί με κάποιους Ιταλούς. Άλλοι κοιμόντουσαν στους καναπέδες στο σαλόνι και άλλοι στρωματσάδα στην κουζίνα ή στην αυλή. Το πρωινό ήταν ζεστό κατσικίσιο γάλα και αυγά με τυρί και ελληνικός καφές από τα χέρια της γιαγιούλας, που δεν μιλούσε καμιά άλλη γλώσσα πέρα από τη γλώσσα της καρδιάς. Στις παραλίες πηγαίναμε είτε με το καϊκάκι απ’ τον Πλατύ Γυαλό που έφτανε μέχρι και την Ελιά, που τότε είχε και ένα μικρό ταβερνάκι, είτε με το λεωφορείο που έλεγες «θα φτάσω, δεν θα φτάσω», αφού οι δρόμοι ήταν ακόμη εντελώς άφτιαχτοι. Εννοείται ότι δεν υπήρχαν πουθενά ομπρέλες, ξαπλώστρες κ.λπ. αλλά ποιος φοβόταν τον ήλιο τότε; Σίγουρα όχι εμείς που είχαμε έρθει να καούμε... στην κυριολεξία όμως.
Το πρώτο που έκανα ήταν να πάω να ψωνίσω από το «Billy Bo» ένα φαρδύ βαμβακερό πουλόβερ με χοντρή πλέξη σε χρώμα χακί –best seller της εποχής–, ένα κίτρινο παντελόνι από ύφασμα αερόστατου, ασορτί κίτρινο μακό, χωρίς μανίκια, και κίτρινα πλαστικά πέδιλα! Πού να φανταζόμουν τότε ότι την επόμενη χρονιά και για τρία συνεχή χρόνια θα δούλευα σ’ αυτό το μαγαζί, περνώντας τα πιο όμορφα και ξέγνοιαστα καλοκαίρια της ζωής μου, συναντώντας όλες τις λαμπερές προσωπικότητες που περνούσαν από το νησί και τη θρυλική μπουτίκ... από τον Βαλεντίνο και τον Τζιανφράνκο Φερέ μέχρι πριγκίπισσες και τοπ μόντελ της εποχής, όπως η Πατ Κλίβελαντ. Και ποιος δεν κάθισε σε αυτά τα θρυλικά σκαλάκια του «Billy Bo», που αν μίλαγαν γι’ αυτά που άκουγαν, θα γράφονταν δέκα βιβλία...
Θυμάμαι, ένα από αυτά τα ατέλειωτα βράδια στα σκαλάκια, πέρασε μια τσιγγάνα και λέει στον Βασίλη (Billy Bo): «Εσύ, όμορφο αγόρι, να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου». Ο Βασίλης της απάντησε με το χαρακτηριστικό του ύφος «άσε μας, κυρά μου!» Τότε αυτή νευριασμένη γυρνά φεύγοντας και του λέει: «Θα πεθάνεις στην ηλικία του Χριστού, με τα μαρτύρια του Χριστού». Κι έτσι ακριβώς έγινε. Ο Billy Bo ήταν από τα πρώτα θύματα του AIDS στην Ελλάδα και έφυγε μαρτυρικά 33 ετών, όπως ακριβώς είπε εκείνη η τσιγγάνα μερικά χρόνια πριν...
Θυμάμαι σαν και τώρα τον ήχο των ψηλών τακουνιών στα πλακόστρωτα και έναν κόσμο γεμάτο glamour και glitter. Καθόμουν στα σκαλάκια του Νέκταρ, δίπλα στη θρυλική Vegera, υψηλό σημείο συνάντησης μέχρι και σήμερα και απλά κοιτούσα με τις ώρες τον κόσμο να περνάει. Αυτό από μόνο του ήταν διασκέδαση. Ήταν ένα μείγμα που σήμερα έχει χαθεί, από high end jet setters απ’ όλο τον κόσμο ανακατεμένους με μποέμ σοφιστικέ τύπους. Κανείς δεν προσπαθούσε να δείχνει κάπως. Δεν υπήρχε τότε η ανάγκη επίδειξης χρημάτων. Όλοι με όλους πέρναγαν καλά και ο στόχος ήταν ένας: απλή διασκέδαση χωρίς όρια.
Γράφοντας αυτά, θυμάμαι τη σύντομη κουβέντα μου με τον Νίκο Κούλη που είχαμε προχθές στο Alemagou –ένα αυθεντικό μαγαζί απόλυτα συμβατό με τη νέα εποχή της Μυκόνου– που μας έλεγε ότι δεν υπάρχει πια στο νησί αυτός ο υπέροχος κόσμος που έκανε blend με τους Μυκονιάτες, όπως δεν υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση πίσω από τα χρήματα που απλώς μπορεί να έχει κάποιος... Εν ολίγοις, υπάρχουν σκέτα χρήματα και τίποτε άλλο. Τότε υπήρχε ενδιαφέρον και αυθεντικότητα. Ο εφοπλιστής και ο επιχειρηματίας με τον χίπη θα διασκέδαζαν μαζί. Ποιος να ξεχάσει τον Καρέλλα που άφησε εποχή στα 70s και 80s, αλλά και τον πρίγκιπα με τον Μυκονιάτη ψαρά που έπιναν καφέ στο λιμάνι δίχως πλαστικά να προστατεύουν από τον άνεμο. Κανείς δεν χρειαζόταν προστασία τότε και τα σπίτια ήταν όλα ανοιχτά. Οι καρδιές, επίσης, ανοιχτές να τα δεχτούν όλα.
Σε αυτό το νησί ένιωθες ελεύθερος να δοκιμάσεις τα πάντα χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος. Fashion & drugs. Συναντήθηκα και με τον Πέτρο Κωστόπουλο και θυμηθήκαμε ότι 30 χρόνια πριν, το καλοκαίρι του ’86, γνωριστήκαμε στη Μύκονο το ίδιο καλοκαίρι που γνώρισε και τον Άρη Τερζόπουλο και άρχισε η ιστορία με τα περιοδικά που άφησαν ιστορία... Είπαμε πολλά για εκείνο το καλοκαίρι, που στην κυριολεξία του άλλαξε τη ζωή. Εγώ τότε έγινα στιλίστας και άρχισαν και οι φωτογραφίσεις στο νησί. Αμέτρητες φωτογραφίσεις και η Μύκονος με το ανεπανάληπτο φως, ένα απέραντο location. Από την Αλευκάντρα στα βράχια της Παράγκας και από τον Πάνορμο στον Άγιο Σώστη, που τότε είχε κι ένα ρέμα και έκανε πιο εξωτικός. Η Guess έκανε την καμπάνια της εδώ με την Κλόντια Σίφερ και τον Έλληνα καλλονό της εποχής, αλλά ακόμη και σήμερα, Αντώνη Φραγκάκη, που ήταν φίλος μου και του έκανα την πρώτη του φωτογράφιση παροτρύνοντάς τον να γίνει μοντέλο. Σήμερα είναι πετυχημένος yoga teacher. Η Καλλιόπη Καρβούνη, στιλίστρια τότε για τη Vogue ερχόταν με τον Τζιαν-Πάολο Μπαρμπιέρι, διάσημο φωτογράφο της εποχής, για το μοναδικό στον κόσμο φως της Μυκόνου. Τα βράδια περνούσαν με πολύ ιδρώτα και χορό μέχρι το ξημέρωμα είτε στις 9 Μούσες του Ζουγανέλη στο λιμάνι, είτε στο Remezzo και στο MAD... Γινόμασταν όλοι μια παρέα μέσα στα μαγαζιά. Άλλωστε είχαμε τόσα πολλά να μας ενώνουν και πάνω απ’ όλα τα νιάτα μας. Ο Φερνάντο γύριζε όλα τα μαγαζιά, μας φωτογράφιζε και το πρωί τύπωνε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του –συλλεκτικές σήμερα– και όποιος έβρισκε τον εαυτό του σε αυτές τις αγόραζε.
Υπήρχε όμως και η σκληρή πλευρά των 80s και 90s της Μυκόνου, αυτή των ναρκωτικών. Για κάποιους ήταν τόσο απαραίτητα όσο και η ίδια τους η ζωή... Και για πολλούς αυτή η ζωή χάθηκε. Αρκετοί επιζήσαμε, ανάμεσά τους κι εγώ. Σήμερα, σχεδόν 24 χρόνια σε πλήρη αποχή από κάθε ουσία που αλλάζει την ψυχική διάθεση. Όλοι ήξεραν, ακόμη και η Αστυνομία, τι γινόταν κάτω από τη χίπικη τέντα στον Άγιο Σώστη, τότε που ακόμα ήταν για πολύ λίγους και εκλεκτούς, την ελίτ του sex, drugs & rock ’n’ roll. Σήμερα στον Άγιο Σώστη αυτή η ίδια παλιά τέντα έχει γίνει πια οικογενειακή.
Τα χρόνια πέρασαν, η Μύκονος άλλαζε... μαζί της κι εγώ, γύρω στα τέλη των 90s σταμάτησα να κατεβαίνω. Άρχισα, όπως και άλλοι, να λέω «πάει το νησί, δεν είναι αυτό που ξέραμε κάποτε, όλα άλλαξαν» . Μέχρι πριν από λίγα χρόνια που είπα να ξαναπάω, κι ένιωσα σαν να ξαναβρήκα έναν παλιό μου έρωτα. Η φλόγα ήταν εκεί, σαν να μην είχε σβήσει ποτέ. Πώς άλλωστε να σβήσουν τόσες αναμνήσεις... Η ουρά στο τηλέφωνο στο λιμάνι για να πούμε στη μάνα μας να στείλει ακόμα λίγα χρήματα, οι στρωματσάδες στις ταράτσες όταν δεν είχε πουθενά κρεβάτια, τα αμέτρητα ξενύχτια, οι χοροί και τα γέλια...
Ναι, άλλαξαν πολλά. Ο Φιλιππής έγινε Hakkasan, η Vegera Κessaris, ο Billy Bo Follie Follie, το Pierros Balthazar και η Ρένα της Φτελιάς έγινε τηλεμαγείρισσα... Τότε έβαζε εμάς να καθαρίζουμε τις πατάτες που θα τρώγαμε, απ’ την πολλή δουλειά. Ο Ζάχος σταμάτησε να κατεβαίνει γιατί βέβαια, αν πήγαινες από τα 30s στη Μύκονο, πώς να αντέξεις τόσες αλλαγές; Ένα όμως δεν αλλάζει, ούτε πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Η ενέργεια αυτού του νησιού, με αυτόν τον δυνατό αέρα που σε ξεσηκώνει και σε κάνει πάντα να αισθάνεσαι τυχερός και ευλογημένος που γεννήθηκες σε αυτό τον τόπο, όπου βρίσκεται και αυτό το μαγικό νησί. Γι’ αυτόν τον δυνατό αέρα που μου παίρνει ακόμα τα μυαλά συνεχίζω κι εγώ να έρχομαι…
Υ.Γ. Ένα από τα φετινά μου βράδια στο νησί, σε ένα πάρτι στο υπέροχο Cavo Τagoo, με την ακόμα πιο υπέροχη ιδιοκτήτρια κυρία Σούλα, γνώρισα τον δήμαρχο της Μυκόνου, ένα νέο παιδί με όραμα, και είπαμε πολλά. Του είπα ότι η Μύκονος πρέπει να κριθεί απόλυτα διατηρητέα και ως τοπικός άρχων πρέπει να δημιουργήσει μια αισθητική επιτροπή, βρίσκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη γιαγιούλα που πλέκει και βλέπεις ξαφνικά μέσα από μια ανοιχτή πόρτα ανάμεσα στα χιλιάδες μαγαζιά.
* Ο Βασίλης Ζούλιας είναι σχεδιαστής μόδας.