Ταξιδια

Μαρντί-Γκρα: Το καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης

Τρεις ημέρες στη Νέα Ορλεάνη και στις περίφημες παρελάσεις τής Μαρντί-Γκρα
Νικόλας Μολφέτας
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μαρντί-Γκρα: Μια φωτογραφική περιήγηση σε ένα από τα πιο φημισμένα και πιο ιδιαίτερα καρναβάλια του κόσμου

Στην Ελλάδα το Τριώδιο ξεκινάει μόλις τώρα, αλλά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η Νέα Ορλεάνη έκλεισε ήδη το καρναβάλι της πριν από δέκα μέρες, με τις περίφημες παρελάσεις τής «Μαρντί-Γκρα» (Mardi Gras), της «Παχιάς Τρίτης» που κληρονόμησε από τις Γαλλικές της ρίζες. Είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί για τρεις μέρες, λίγες βέβαια σε σχέση με τον ένα μήνα περίπου που κρατάνε οι εκδηλώσεις για το Καρναβάλι, αλλά ασφυκτικά γεμάτες με εμπειρίες — σε σημείο που πολλές φορές δυσκολευόμασταν να διαλέξουμε τι θα αφήσουμε.

Δευτέρα: Η παραμονή

Η Μαρντί-Γκρα (την οποία οι Αμερικανοί προφέρουν «Μάρντι-Γκρα», αλλάζοντας τον γαλλικό τονισμό) είναι για τους Καθολικούς η τελευταία μέρα του Καρναβαλιού, και γιορτάζεται στη Νέα Ορλεάνη με οργανωμένες παρελάσεις για πάνω από 150 χρόνια, από το 1856. Βασικό ρόλο παίζουν τα «κρου» (krewe), ομάδες πολιτών που ξεκίνησαν ως «μυστικές αδελφότητες» στα τέλη του 19ου αιώνα οργανώνοντας χορούς και παρελάσεις στο Καρναβάλι, ενώ παράλληλα έχουν συνήθως και φιλανθρωπική δράση μέσα στην υπόλοιπη χρονιά. Τα πιο παλιά και γνωστά κρου παρελαύνουν τις τελευταίες μέρες του Καρναβαλιού, με δεκάδες άρματα και εκατοντάδες μέλη.

Ένα από τα πιο ιστορικά, το κρου των «Ζουλού», ήταν αυτό που οργάνωνε το ολοήμερο πάρτι στο πάρκο Ουόλτενμπεργκ, στις όχθες του Μισισιπή, από όπου ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Παρόλο που ήταν ακόμα δέκα το πρωί της Δευτέρας, και το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ήταν γεμάτο παρελάσεις, ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να συρρέει και να στήνει καρέκλες μπροστά στη σκηνή όπου έπαιζε ο DJ. Αποφασίσαμε να μην περιμένουμε να φουντώσει το πάρτι, ώστε να προλάβουμε να περιηγηθούμε στην περίφημη Γαλλική Συνοικία πριν τις σημερινές παρελάσεις.

 

Η Γαλλική Συνοικία (French Quarter) είναι η ιστορική καρδιά της πόλης, με διατηρητέα σπίτια 150-200 ετών, που έχουν τα χαρακτηριστικά «δαντελωτά» κιγκλιδώματα στα μπαλκόνια. Εδώ βρίσκεται και η διάσημη Μπέρμπον Στριτ με ιστορικά τζαζ κλαμπ όπως το Preservation Hall, αλλά λόγω του υπερτουρισμού έχει βέβαια έναν ανάμεικτο χαρακτήρα πλέον. Τα ίδια τα κτίρια έχουν ευτυχώς διατηρηθεί εξαιρετικά, αλλά δεν λείπουν οι φωτεινές πινακίδες για καραόκε και φαστφουντάδικα, όπως και ο «γυμνός καουμπόυ», ένας στριτ περφόρμερ για τουρίστες που συχνάζει κανονικά στη Νέα Υόρκη, αλλά προφανώς ήρθε στη Νέα Ορλεάνη λόγω του Καρναβαλιού.

Ίσως όμως δεν πρέπει να είμαστε τόσο αυστηροί. Άλλωστε η τζαζ γεννήθηκε εδώ σε κακόφημα χαμαιτυπεία, όχι σε αποστειρωμένες αίθουσες συναυλιών. Το βέβαιο είναι πως η ζωντάνια ξεχειλίζει, καθώς τα φορτηγά που κάνουν τις πρωινές παραδόσεις δεν πτοούν ούτε τους τουρίστες, ούτε τους καλλιτέχνες που παίζουν σε κάθε δεύτερη γωνία. Ένας νεαρός με τρομπόνι μάς τράβηξε την προσοχή: «Δέχομαι φιλοδωρήματα σε μετρητά, Venmo, PayPal, Apple Pay, Google Pay, Bitcoin, και ό,τι άλλο θέλετε!» Έχει και πόστερ με QR Code για του λόγου το αληθές, καθώς πολλοί τουρίστες δεν κουβαλούν μετρητά πλέον.

Σε αρκετά μπαλκόνια υπάρχει κόσμος που πετάει στους περαστικούς κολιέ με χρωματιστές χάντρες. Τα ίδια κολιέ πετάνε και τα κρου από τα άρματα των παρελάσεων· είναι μια παράδοση του Καρναβαλιού εδώ. Οι παρελάσεις όμως δεν περνάνε μέσα από τη Γαλλική Συνοικία, καθώς οι δρόμοι είναι πολύ στενοί τόσο για τα άρματα, όσο και για τα πλήθη του κόσμου που θέλουν να παρακολουθήσουν.

Μπροστά από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Λουδοβίκου, δίπλα σχεδόν σε ένα άγαλμα του Πάπα, είδαμε χαρτορίχτρες να έχουν στήσει τραπεζάκια με ταρό και κρυστάλλινες σφαίρες. Από μιας πλευράς, το μόνο παράξενο είναι που δεν είχαν και κάτι σε Βουντού, καθώς είναι σημαντικό μέρος της κουλτούρας της πόλης (υπάρχει και Μουσείο Βουντού εδώ).

Συνεχίσαμε το περπάτημα μέχρι το Μαρινί (Marigny), μια πρώην φτωχογειτονιά που ευτυχώς διατηρήθηκε και (καλώς ή κακώς) σε κάποιο βαθμό «εξευγενίστηκε». Διατηρεί όμως μια αυθεντικότητα, και, παρόλο που δεν έχει τα εντυπωσιακά κτίρια με τα δαντελωτά κάγκελα, έχει σαφώς λιγότερο κόσμο (και λιγότερες κιτς ταμπέλες). Στην κεντρική Φρέντσμεν Στριτ, αρκετά μαγαζιά ήδη παίζουν μουσική, ένα μάλιστα έχει και ζωντανό συγκρότημα (στις δύο το μεσημέρι).

Με τις βόλτες όμως έχουμε αργήσει για την πρώτη παρέλαση της ημέρας, και αναζητούμε τη βοήθεια της τεχνολογίας: υπάρχει εφαρμογή «Parade Tracker» που μας δείχνει σε ποιο σημείο έχει φτάσει η παρέλαση, κι έτσι πάμε να τη συναντήσουμε κοντά στη γειτονική πλατεία Ουάσινγκτον. Είναι η νεοσύστατη ομάδα των «κόκκινων φασολιών» (Red Beans), που ξεκίνησε μόλις το 2009, φτιάχνοντας στολές και μάσκες από φασόλια, το παραδοσιακό γεύμα κάθε Δευτέρας στην Νέα Ορλεάνη. Δεν υπάρχουν άρματα και σχηματισμοί, το ζητούμενο εδώ δεν είναι ο εντυπωσιασμός, αλλά η χαλαρή διασκέδαση μεταξύ των παρευρισκομένων, σαν μια μεγάλη παρέα. Δεν λείπουν φυσικά οι μπάντες πνευστών για να δίνουν τον τόνο!

Μερικούς δρόμους πιο πέρα έχει ξεκινήσει η παρέλαση των «Νεκρών Φασολιών», το ίδιο κόνσεπτ με πιο μακάβρια θεματολογία. Πιάσαμε κουβέντα με μια μαμά με το παιδί της, που είχε φτιάξει μια εντυπωσιακή κατσαρίδα από φασόλια στην πλάτη του σακακιού της. Της πήρε εβδομάδες να το τελειώσει, αν και το περισσότερο τελικά το έκανε το τελευταίο βράδυ. «Τουλάχιστον θα το έχεις έτοιμο για του χρόνου», της είπαμε. «Όχι βέβαια! Κάθε χρόνο πρέπει να φτιάχνουμε καινούργιο, αυτός είναι ο κανόνας!» μας απάντησε γελώντας. Ζει στο Τενεσί, έξι ώρες από εδώ οδικώς, αλλά είχε μεγαλώσει στην Νέα Ορλεάνη κι έρχεται πάντα για το Μαρντί-Γκρα.

 

Για τον επόμενο σταθμό μας παίρνουμε αναγκαστικά Ούμπερ γιατί είναι αρκετά μακριά, στη σύγχρονη συνοικία (Central Business District). Ο οδηγός είναι γεννημένος εδώ, μας λέει ότι είμαστε τυχεροί που πέφτει νωρίς φέτος το Καρναβάλι κι έχουμε λιακάδα. Όταν πέφτει Μάρτιο, είναι πολύ περισσότερες οι βροχές. Η Λουιζιάνα είναι αρκετά νότια, περίπου όσο το Κάιρο, αλλά έχει δροσερό κλίμα αυτή την εποχή, γύρω στους 15 βαθμούς — σε αντίθεση με το καλοκαίρι, που η υγρή ζέστη είναι αφόρητη.

Φτάνουμε στην πλατεία Λαφαγιέτ, και παίρνουμε θέσεις για την πρώτη μεγάλη παρέλαση, αυτή της ομάδας του Πρωτέα (Proteus), που ιδρύθηκε το 1882. Είχε σταματήσει για κάποια χρόνια να παρελαύνει, όταν το 1991 το δημοτικό συμβούλιο ζήτησε από όλες τις ομάδες να δηλώσουν ότι δεν κάνουν διακρίσεις στην επιλογή μελών με βάση τη φυλή, το φύλο κλπ. Επέστρεψαν όμως το 2000, σε αντίθεση με δύο άλλες ιστορικές ομάδες (με ονόματα επίσης από την αρχαία ελληνική μυθολογία, «Κώμος» και «Μώμος»), οι οποίες αποχώρησαν οριστικά. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στον Νότο…

Την παρέλαση άνοιξε άγημα της Ακτοφυλακής, κι ανάμεσα στα άρματα παρελαύνανε σχολεία και πανεπιστήμια με πλήρη μπάντα πνευστών-κρουστών και μαζορέτες. Τα πρώτα άρματα είχαν τον ίδιο τον Πρωτέα και θαλάσσια τέρατα, ενώ για τα επόμενα η ομάδα είχε επιλέξει φέτος ως θέμα την ιταλική Κομέντια ντελ Άρτε, με χαρακτήρες που κάποτε ήταν πολύ δημοφιλείς και στην Ελλάδα για τις Απόκριες: Πιερότος, Κολομπίνα, Αρλεκίνος κλπ.

Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της νυχτερινής παρέλασης είναι οι «Φλαμπώ» (Flambeaux), νεαροί που κρατάνε δαυλούς, συνεχίζοντας μια παράδοση από την εποχή που δεν υπήρχε άλλος φωτισμός για τα άρματα, ίσως και για τους δρόμους. Κάποιοι έχουν και μια απόχη ή ένα καλάθι για να τους δίνει ο κόσμος φιλοδώρημα, επίσης μέρος της παλαιότερης παράδοσης.

Τα άρματα του Πρωτέα χρειάστηκαν συνολικά γύρω στη μία ώρα για να περάσουν από μπροστά μας, και σειρά είχε το κρου του «Ορφέα», που ιδρύθηκε το 1994 από το διάσημο τέκνο της πόλης, τον τραγουδιστή Χάρι Κόνι Τζούνιορ, ο οποίος βρισκόταν και σε ένα από τα πρώτα άρματα. Στο άρμα του «Μονάρχη» της ομάδας φέτος ήταν ο ηθοποιός Neil Patrick Harris, γνωστός από τη σειρά «How I met your mother» και (όταν ήταν αρκετά μικρότερος) το «Doogie Houser, MD».

 

Ο Ορφέας είχε φετινό θέμα τη «Μουσική των σφαιρών», με περίπου είκοσι άρματα με τους πλανήτες, τον ήλιο, τη σελήνη, τους κομήτες κλπ. (όπως αυτό στην πρώτη φωτογραφία του άρθρου). Χρειάστηκαν σχεδόν δυο ώρες για να περάσουν όλα από μπροστά μας, μαζί βέβαια με τις απαραίτητες μπάντες σχολείων και πανεπιστημίων ενδιαμέσως, για να δίνουν τον μουσικό τόνο.

Στο τέλος της ημέρας, μετά από τέσσερις παρελάσεις, πολύ περπάτημα και αρκετές ώρες ορθοστασίας, ρίξαμε μια ματιά στη «λεία» μας: δεκάδες κολιέ με χάντρες όλων των χρωμάτων, πολύ βαριά πλέον για το σβέρκο μας, συν κάθε λογής χαζοπαιχνιδάκια όπως μπάλες από αφρολέξ, φρίσμπι και χούλα-χουπ, που πετούσαν τα κρου από τα άρματα.

 

Η «Παχιά Τρίτη»

Το πρόγραμμά μας αρχίζει από νωρίς, καθώς η διάσημη παρέλαση της ομάδας των «Ζουλού» ξεκινάει από τις 8! Μέχρι να φτάσει όμως στις εξέδρες της πλατείας Λαφαγιέτ όπου έχουμε κρατήσει θέσεις (απαραίτητο για να βλέπουμε καλά και να αντέξουμε το φορτωμένο πρόγραμμα), προλαβαίνουμε να πεταχτούμε πάλι μέχρι τη γειτονιά του Μαρινί για να πάρουμε μια γεύση από άλλη μια «ερασιτεχνική» παρέλαση, αυτή της «Αγίας Άννας» (Society of Saint Anne). Αυτή ξεκίνησε το 1969, ως μια προσπάθεια αναβίωσης του αυθεντικού κλίματος του παλιού Καρναβαλιού, αντιδρώντας έτσι στην όλο και μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση των παρελάσεων με άρματα και οργανωμένους σχηματισμούς.

Οι συμμετέχοντες έχουν αρχίσει να μαζεύονται στο σημείο συνάντησης από νωρίς, αλλά το κλίμα είναι εντελώς χαλαρό, μεταξύ φίλων. Καθένας έχει φτιάξει το δικό του κοστούμι (κάποια πολύ εντυπωσιακά), χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο θέμα, εκτός από κάποιες μικρές ομάδες 5-6 ατόμων. Δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση να ξεκινήσουν άμεσα όμως (αργότερα μάθαμε ότι ξεκίνησαν στις 10), οπότε ξαναμπαίνουμε σε Ούμπερ για να μην αργήσουμε στην κεντρική παρέλαση.

 

Στον δρόμο, ρωτήσαμε τη συμπαθέστατη οδηγό μας, μια Αφροαμερικανή με μακριές κοτσίδες, πώς καταφέρνει ο κόσμος να είναι τόσο νωρίς στις παρελάσεις, αφού και το βράδυ ξενυχτάνε. «Μα πολλοί δεν γυρίζουν καθόλου σπίτι τους!» μας απάντησε. «Εγώ στα νιάτα μου έφευγα από το σπίτι Πέμπτη βράδυ, ξενυχτούσα, πήγαινα κατευθείαν στη δουλειά την Παρασκευή, και η μητέρα μου ήξερε ότι θα με ξαναδεί την Κυριακή!» Δεν μπορώ να ξέρω πόση δόση υπερβολής είχε η αφήγησή της, αλλά το ίδιο περίπου μάς επανέλαβε την επόμενη μέρα κι ένας τελείως διαφορετικός οδηγός (επίσης γέννημα-θρέμα της Νέας Ορλεάνης κι εξίσου συμπαθής), λευκός με έντονη προφορά του αμερικανικού Νότου. Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος εδώ είναι περήφανος για την κουλτούρα διασκέδασης της πόλης τους.

Λίγο μετά τις 9, καταφτάνει στην πλατεία Λαφαγιέτ η παρέλαση των Ζουλού, ένα ιστορικό κρου που αποτελείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από Αφροαμερικανούς, και ξεκίνησε το 1916.

 

Η ομάδα έγινε ευρύτερα γνωστή το 1949, όταν βασιλιάς της παρέλασής τους έγινε ο Λούι Άρμστρονγκ, αλλά κόντεψε να εξαφανιστεί λόγω έλλειψης συμμετοχής στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Εκείνη την εποχή, εν μέσω του αγώνα για την κατάργηση των νόμων που επέβαλλαν φυλετικό διαχωρισμό στον Νότο των ΗΠΑ, οι μεταμφιέσεις σε «άγριους» της Αφρικής, καθώς και το κωμικό βάψιμο των προσώπων, έρχονταν σε αντίθεση με την προσπάθεια των Αφροαμερικανών να αντιμετωπιστούν από τους Λευκούς ως ισότιμοι. Η πρακτική του «blackface» (βάψιμο του προσώπου με μαύρη μπογιά) είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από λευκούς κωμικούς στον Νότο μετά τον Εμφύλιο, με σκοπό να γελοιοποιηθούν οι απελευθερωμένοι σκλάβοι ως χαζούληδες, τεμπέληδες και απολίτιστοι, και να δικαιολογηθούν οι φυλετικές διακρίσεις που ίσχυσαν νομικά μέχρι το 1964.

Στη συνέχεια πάντως το κρου ανέκαμψε γρήγορα, και το 1968 ήταν η πρώτη ομάδα Αφροαμερικανών στην οποία επετράπη να παρελάσει μέσα από τις γειτονιές των λευκών, στην κεντρική λεωφόρο Σεντ Τσαρλς. Τώρα είναι πλέον μια από τις πολυπληθέστερες ομάδες, με κεντρικό ρόλο την ημέρα της Μαρντί-Γκρα.

Ένα χαρακτηριστικό των «Ζουλού» είναι ότι πετάνε (ή, πιο συχνά, δίνουν από κοντά) καρύδες με διάφορα σχέδια ζωγραφισμένα στο χέρι. Αυτό ξεκίνησε την εποχή που οι χάντρες ήταν ακόμα γυάλινες και ακριβές, και το κρου δεν είχε χρήματα να τις αγοράσει. Τώρα βέβαια που οι πλαστικές χάντρες είναι φτηνές και περισσεύουν, οι καρύδες γίνονται ανάρπαστες! Το 1988 μάλιστα ψηφίστηκε ειδικός νόμος στην Πολιτεία, που απαλλάσσει το κρου από νομική ευθύνη σε περίπτωση που κάποιος θεατής τραυματιστεί από καρύδα!

Μετά από περίπου τέσσερις ώρες παρέλασης του κρου των Ζουλού, κι ένα μικρό διάλειμμα, ήταν η ώρα του «Ρεξ», του βασιλιά του Καρναβαλιού. Αυτή είναι η ομάδα που ξεκίνησε την παράδοση των τριών χρωμάτων του Καρναβαλιού της Νέας Ορλεάνης, με «βασιλικό διάταγμα» του 1892: χρυσό που συμβολίζει την εξουσία, πορφυρό για τη δικαιοσύνη και πράσινο για την πίστη. Τα χρώματα αυτά τα βλέπουμε σήμερα παντού στους στολισμούς της πόλης, αλλά και στα ρούχα πολλών θεατών, ειδικά των ντόπιων.

Το φετινό θέμα για το κρου του «Ρεξ» ήταν ο ελληνο-ιρλανδός συγγραφέας Λευκάδιος Χερν (Lafcadio Hearn). Γεννημένος στη Λευκάδα το 1850, από Ιρλανδό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, έζησε 10 χρόνια στη Νέα Ορλεάνη και 14 στην Ιαπωνία, και έκανε γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο την κουλτούρα αυτών των τόπων μέσα από τα βιβλία του.

 

Μετά από μια περίπου ώρα παρέλασης του «Ρεξ», ακολουθούν κάποιες μικρότερες ομάδες, αλλά είμαστε πολύ κουρασμένοι για να μείνουμε — όπως και αρκετοί άλλοι στις εξέδρες, ακόμα και στους επισήμους από ό,τι είδαμε. Κοντεύει τέσσερις το απόγευμα, οπότε επιβάλλεται μια ανάπαυση για να μπορέσουμε να πάμε το βράδυ σε ένα από τα πολλά και καλά τζαζ κλαμπ της πόλης.

Το διάσημο Preservation Hall ήταν κλειστό, κι έτσι προτιμήσαμε να αποφύγουμε την πολυκοσμία της Μπέρμπον Στριτ και να κατευθυνθούμε στην κάπως πιο αυθεντική γειτονιά του Μαρινί, στο κλαμπ «Σπότεντ Κατ» που είχε πολλές καλές συστάσεις. Ανάμεσα σε πολλά καλά κλαμπ και μπαρ της Φρέντσμεν Στριτ, αυτό μένει πιστό στην trad jazz των αρχών του 20ού αιώνα. Τα δύο γκρουπάκια που είδαμε μας ενθουσίασαν, με το ρεπερτόριο να κυμαίνεται από κλασικά του Τζέλι-Ρολ Μόρτον, μέχρι και κάποια Γκόσπελ.

Τα μεθεόρτια: Η «Τετάρτη της Στάχτης»

Το επόμενο πρωί οι ρυθμοί είναι σαφώς πιο αργοί, και το χθεσινό ξενύχτι φαίνεται ξεκάθαρα στα μάτια της οδηγού του Ούμπερ που μας πήγε στο ακριβό προάστιο του «Γκάρντεν Ντίστρικτ» για να δούμε τα εντυπωσιακά μέγαρα. Η διάθεσή της όμως είναι κεφάτη, παρόλο που μας λέει με κάποιο παράπονο ότι φέτος είναι πολύ ακριβότερες (λόγω ξηρασίας) οι παραδοσιακές καραβίδες με τις οποίες ξεκινούν εδώ τη Σαρακοστή. Στο μυαλό μου έρχεται αμέσως ο παραλληλισμός με το «νηστίσιμο τσιμπούσι» της Καθαρής Δευτέρας: προφανώς στην Νέα Ορλεάνη, όπως και στην Ελλάδα, η νηστεία δεν μπορεί να ξεκινάει και πολύ αυστηρά μετά από την ξέφρενη διασκέδαση του Καρναβαλιού.

Η πρώτη μέρα της Σαρακοστής εδώ είναι η «Ash Wednesday», η «Τετάρτη της Στάχτης», καθώς μετά τη λειτουργία ο παπάς βάφει με στάχτη στο μέτωπο των πιστών ένα σταυρό, ως ένδειξη μετάνοιας. Είδαμε λοιπόν στη βόλτα μας μια εκκλησία όπου οι παπάδες, πιθανώς αναγνωρίζοντας ότι οι πιστοί δεν προλαβαίνουν πλέον να πηγαίνουν στη λειτουργία, προσφέρουν «ashes to go», με άλλα λόγια «ευλογία σε πακέτο για το σπίτι»! Αυτοκίνητα σταματούσαν μπροστά από την εκκλησία, οι πιστοί έπαιρναν την ευλογία και το σταύρωμα στο μέτωπο επί του πεζοδρομίου, και μετά συνέχιζαν τον δρόμο τους.

Οι στολισμοί για τη Μαρντί-Γκρα δεν έλειπαν κι εδώ, και μάλιστα είδαμε σε πολλά σπίτια σημαίες των διαφόρων κρου, προφανώς ως ένδειξη των ομάδων στις οποίες συμμετέχουν οι κάτοικοι. Τα κάγκελα γύρω από τους περιποιημένους κήπους ήταν συχνά στολισμένα με τις —γνωστές μας πλέον— πολύχρωμες χάντρες, αλλά η ησυχία στους δρόμους έδειχνε ότι το πάρτι είχε τελειώσει.

Το φορτωμένο πρόγραμμα των προηγούμενων δύο ημερών, και τα ατελείωτα πλήθη παντού, δεν μας είχαν επιτρέψει ώς τώρα να γευτούμε τη διάσημη τοπική κουζίνα. Σήμερα όμως είχαμε την άνεση, και επιστρέφοντας στη Γαλλική Συνοικία σταματήσαμε για το παραδοσιακό «γκάμπο» (πηχτή σούπα με λουκάνικο και άλλα κρεατικά) και «τζαμπαλάγια» (ρύζι με μείγμα κρεατικών και λαχανικών, μακρινός συγγενής της ισπανικής παέγια). Το ωραίο με την Κρεόλ κουζίνα είναι πως είναι πικάντικη, χωρίς όμως να είναι υπερβολικά καυτερή σαν τη Μεξικάνικη ή την Ινδική.

Χαζεύοντας τον κατάλογο για να παραγγείλουμε όμως, δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε την περιέργειά μας όταν είδαμε πως προσφέρονται και τηγανιτές μπουκιές αλιγάτορα! Ρωτήσαμε τη σερβιτόρα τι γεύση έχει, για να πάρουμε την αναμενόμενη απάντηση: «Tastes like chicken» (μοιάζει με κοτόπουλο). Εμάς μάς φάνηκε πολύ περισσότερο σαν ψάρι, στην υφή τουλάχιστον, γιατί το κρέας ήταν τρυφερό και μαλακό.

 

Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε από εδώ αν δεν δοκιμάζαμε το παραδοσιακό γλυκό της Νέας Ορλεάνης γι’ αυτή την εποχή, το «King Pie» — δηλαδή βασιλόπιτα! Λέγεται έτσι γιατί κανονικά ετοιμάζεται στις 6 Ιανουαρίου, όταν οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες εορτάζουν την προσκύνηση των Μάγων, οι οποίοι αναφέρονται συνήθως ως «οι Τρεις Βασιλιάδες». Κάποια παραλλαγή του γλυκού υπάρχει με αυτό το όνομα σε πολλές χώρες («Galette des Rois» στη Γαλλία, «Dreikönigskuchen» στη Γερμανία, «Roscón de Reyes» στην Ισπανία) και συνήθως συνοδεύεται από ένα μικρό αντικείμενο που κρύβεται στη ζύμη, όπως το δικό μας φλουρί.

Η διαφορά στη Νέα Ορλεάνη είναι ότι το γλυκό αυτό προσφέρεται συνεχώς από τις 6 Ιανουαρίου μέχρι και τη Μαρντί-Γκρα. Σε ένα ζαχαροπλαστείο βρήκαμε κάποια τελευταία κομμάτια για «να δοκιμάσουμε μια μπουκιά», αλλά ήταν αδύνατο να μην το τελειώσουμε. Ήταν σαν τσουρέκι με πάρα πολλή κανέλα (τόση που σχεδόν σε καίει), και βέβαια από πάνω είχε γλάσο με τα γνωστά τρία χρώματα του Καρναβαλιού. Το «φλουρί» ήταν ένα ομοίωμα μωρού, ευτυχώς όχι μέσα στη ζύμη. (Ίσως για να μην το καταπιούμε κατά λάθος και τους κάνουμε μήνυση; Στην Αμερική είμαστε άλλωστε…)

Τελικά ήταν —κυριολεκτικά και μεταφορικά— το πιο κατάλληλο επιδόρπιο για την τριήμερη επίσκεψή μας, και ίσως απάλυνε λίγο την πικρή γεύση από τον αποχωρισμό με μια πόλη που ανακάτεψε και συνδύασε παραδόσεις από τόσους διαφορετικούς λαούς, για να βγάλει κάτι μοναδικό.