Ταξιδια

Δέσποινα Μαλλιωτάκη: Όταν δεν έχεις χορτοκοπτικό για το γκαζόν, αγοράζεις 3 κατσίκες

Ένα ελληνικό success story στην παγκόσμια απεραντοσύνη του YouTube
Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Δέσποινα Μαλλιωτάκη διηγείται το απίστευτο ταξίδι της προς τη Λετονία για να κυνηγήσει τα όνειρά της

Η Δέσποινα Μαλλιωτάκη είναι αυτό που θα έλεγες το κορίτσι της διπλανής πόρτας, ένα κορίτσι λεπτό σαν κέλυφος από τζιτζίκι, σαν Μαντόνα με σκιστά μογγολικά μάτια. Ο μπαμπάς Έλληνας, ο πατριός Έλληνας, η μαμά Γερμανίδα της Αθήνας. Τη στιγμή που τελειώνει το λύκειο, οι γύρω της την περιγράφουν σαν ένα κορίτσι ντροπαλό, που δεν της αρέσει να ξεχωρίζει, να πιάνει τόπο γενικώς. Η Δέσποινα φωτογραφίζει από μικρή αλλά σαν έρχεται η στιγμή να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή της, οι σπουδές γενικότερα δεν της κάνουν ιδιαίτερο κλικ.  Παιδί του καιρού της, το μέλλον το οραματίζεται κάπως θολά, κάπου ανάμεσα στη φωτογραφία, το βίντεο, το vlogging, το YouTube, τη διαφήμιση. Στα πιο τρελά της όνειρα, θα ήθελε να σχεδιάζει ρούχα, να είναι σκηνοθέτης και να ζει σε μια μεγάλη πόλη, με fashion weeks, πάρτι και ξενύχτια.

Στα 19 της, μέσα από ένα dating app, κλείνει ραντεβού με τον Ντέιβιντ, που είναι Λετονός και ένα χρόνο μεγαλύτερός της αλλά ζει στην Αθήνα και δουλεύει στο τηλεφωνικό σέρβις της Apple. Σε εκείνο το πρώτο ραντεβού περπάτησαν για ώρες στα νότια προάστια, το 8 το βράδυ της συνάντησης τράβηξε μέχρι τις 7 το πρωί, είχαν πολλά να μοιραστούν, το ίδιο πάθος με τη φωτογραφία και κάθε λόγο για να ερωτευτούν.

Κυρίως, όμως, θέλουν και οι δυο να στήσουν ένα επιτυχημένο κανάλι στο YouTube. Από την πρώτη στιγμή ξεκινούν το δικό τους vlog, το οποίο ολίγον ασυνάρτητο, δεν φαίνεται να συγκινεί το κοινό, και ταυτόχρονα μια τρελή κούρσα αναζήτησης μιας φαεινής ιδέας και ένα road trip με ατελείωτα πηγαινέλα στη Βιέννη, τη Λετονία, τη Γερμανία, στα ενδιάμεσα πίσω ξανά στην Ελλάδα. Προσπάθειες άκαρπες, τα λιγοστά χρήματα που κερδίζουν τα επενδύουν σε καλύτερες κάμερες, τους πιάνει μια κούραση, εξαντλημένοι λένε να το παλέψουν στην Ελλάδα. Παίρνουν σβάρνα όλα τα μαγαζιά της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας προτείνοντας τη δουλειά τους, είναι πρόθυμοι να κάνουν και δωρεάν promotions και φωτογραφίες, οι οποίες αρέσουν σε όλους αλλά κανείς δεν φτάνει και στο σημείο να βάλει το χέρι στην τσέπη. Παίζουν κομπάρσοι σε διαφημίσεις για να εισχωρήσουν στον χώρο, εκείνος, όμως, με τον πιο σνομπ τρόπο τούς γυρνά την πλάτη. Η Αθήνα δεν τους σηκώνει πια.

Από το πρώτο της ταξίδι στη Λετονία, η Δέσποινα αγάπησε τη χώρα, την ηρεμία των ανθρώπων της αλλά και το χαμηλό κόστος ζωής, όταν στη Ρίγα μπορούσες να βρεις σπίτι με 100 ευρώ ενοίκιο. Για να επιστρέψουν από κει, αγόρασαν και ένα βαν που τους κόστισε λιγότερο από τα αεροπορικά. Μέσα στην αθηναϊκή απελπισία, όλο και ωριμάζει μέσα τους η ιδέα να αγοράσουν κάτι στη Λετονία. Μέσω ίντερνετ, ο Ντέιβιντ ξετρυπώνει το τεφαρίκι, 28 στρέμματα γη με ένα ερειπωμένο σπίτι, στη τιμή-λουκουμάκι των 12.000 ευρώ. Τέσσερις κακοτραβηγμένες φωτογραφίες όλες κι όλες, στο σάιτ ενός λογιστικού γραφείου. Η μαμά της Δέσποινας είχε μαζέψει 15.000 ευρώ για τις σπουδές της μοναχοκόρης. Αφού είδε και απόειδε ότι φοιτήτρια δεν πρόκειται να τη δει, αφιερώνει το ποσό στην αγοραπωλησία. Συνεννόηση προβληματική, στο άγνωστο διαδίκτυο με βάρκα την ελπίδα, ο Ντέιβιντ αποφασίζει να ταξιδέψει λίγες μέρες για να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Χειμώνας λετονικός, παγωμένος, το αγρόκτημα κρυμμένο κάτω από το χιόνι, μια βιαστική ματιά, στην ουσία αγόρασαν γουρούνι στο σακί.

Στο μεταξύ, στον παγκόσμιο ορίζοντα αρχίζουν να πληθαίνουν τα κακά μαντάτα για έναν κόβιντ ιό που φαίνεται να απειλεί και την Ευρώπη. Η Δέσποινα δεν δίνει σημασία, στο μυαλό της το έχει φτιάξει ότι θα μετακομίσουν με το καλό την άνοιξη, μόλις φτιάξει ο καιρός. Ο Ντέιβιντ την πιέζει να συντομεύουν. Με βαριά καρδιά εξοπλίζουν το βαν, η μαμά ράβει διπλά κουρτινάκια για το κρύο, εξοπλίζονται με μια ηλεκτρική σόμπα, ηλεκτρική κουβέρτα, φτιάχνουν με μια μάσκα θαλάσσης και ένα σακίδιο σπιτάκι για την Ήβη, τη γηραιότερη από τις οικογενειακές γάτες που θα ξενιτευτεί μαζί τους, αφού πρώτα, μια σύντομη διαδρομή με το βαν ως το Φάληρο κάνει το κρας τεστ για το ποιο από όλα τα γατιά θα αντέξει στο ταξίδι. Καθώς ταξιδεύουν, οι χώρες κλείνουν πίσω τους τα σύνορα, ο εγκλεισμός ξεκινά.

Και ένα ωραίο απόγευμα, μετά από 4 μέρες στον δρόμο, φτάνουν στο δικό τους σπίτι, που δεν έχουν δει ως τώρα. Στη μέση ενός απέραντου, πανέμορφου Πουθενά, 2 ώρες από τη Ρίγα και μισή από το πιο κοντινό χωριό, ένα σπίτι-σαράβαλο, χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση, με νερό που ανεβάζουν με τον κουβά από το πηγάδι. Έξω έχει κοντά μείον 20 βαθμούς Κελσίου. Μαζί τους έχουν ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι που αγόρασαν στη Ρίγα, μεταχειρισμένο για 10 ευρώ, μερικά λαχανικά, γιαούρτια και ένα κοτόπουλο για σούπα. Έχουν και τις θεωρητικές γνώσεις του Ντέιβιντ, που πριν φύγουν μαθήτευσε με πάθος στο YouTube όσα χρειάζεται να ξέρει ένας άσχετος που καλείται να ανακαινίσει ένα ερείπιο 150 τετραγωνικών, μέσα στο βορειοευρωπαϊκό βαρυχείμωνο. Η Δέσποινα δεν νιώθει ούτε φόβο, ούτε άγχος. Αυτή που δεν ονειρεύτηκε ποτέ τη ζωή στην απέραντη φύση, έχει γίνει ολόκληρη ένα "πάμε κι όπου μας βγάλει". Ο Ντέιβιντ, πάλι, που μεγάλωσε στη λετονική φύση, μάλλον χαίρεται που επιστρέφει στην αγκαλιά της, καταθέτοντας στο πρότζεκτ μια αστείρευτη, σχεδόν δαιμονική, ενέργεια.

Η επόμενη μέρα βρίσκει τη Δέσποινα με ένα κολάν, από πάνω παντελόνι, πιο πάνω μια ολόσωμη φόρμα, τρία φούτερ και μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, να τραβά τα πρώτα βίντεο όταν δεν παίζει τον ρόλο του βοηθού χτίστη. Τις προτεραιότητες τις βάζει η επιβίωση. Πρώτα να γίνει το μπάνιο, μετά το υπνοδωμάτιο, μετά η κουζίνα. Ο χρόνος που δίνουν στον εαυτό τους αγγίζει το εξωπραγματικό ενός ρεκόρ Γκίνες: 2 εβδομάδες για το μπάνιο, 1 μήνα για το υπνοδωμάτιο και με βήμα ταχύ τα υπόλοιπα, το κελάρι, το δεύτερο υπνοδωμάτιο. Δεν έχουν καθόλου χρήματα. Αγοράζουν εργαλεία από φτηνό πολυκατάστημα, το οποίο αλλάζει δωρεάν ό,τι χαλάει, τα αλλάζουν τέσσερις φορές. Ανακυκλώνουν τα πάντα. Οι κορμοί των δέντρων ξύνονται για να φτιάξουν το τραπέζι που χρειάζονται για να δουλεύουν τα βίντεό τους, ό,τι υπάρχει σε ξύλο στο κτήμα γίνεται οροφή ή έπιπλο, ψωνίζουν μόνο μεταχειρισμένα υλικά, όλα τα κουφώματα τούς στοίχισαν 250 ευρώ, άσχετα αν χρειάστηκε να γκρεμίσουν τον τοίχο για να τα χωρέσουν. Άτεχνοι στο πρώτο δωμάτιο, μαθαίνουν από τα λάθη τους στο δεύτερο, γίνονται εξπέρ στο τρίτο. Σε 2 εβδομάδες έχουν μπάνιο, σε ενάμιση μήνα έχουν δωμάτιο και κρεβάτι. Και μια στόφα με ξύλα, που μαγειρεύει και ζεσταίνει το ένα δωμάτιο. Το κρύο, όταν δουλεύεις, αντέχεται. Το ντους είναι μια πιο σκληρή πραγματικότητα. Φτάνοντας στον νυν και αεί, η Δέσποινα αψηφά την πνευμονία, ζεσταίνει μια κατσαρόλα νερό και μετά από εβδομάδες, μια νύχτα με μείον 15, ξεγυμνώνεται και κάνει το πρώτο της μπάνιο στην αυλή.

«Πονέσαμε, ματώσαμε», μου λέει, «μόνο και μόνο επειδή δεν είχαμε χρήματα και έπρεπε να παλεύουμε για το παραμικρό, να επινοούμε, να σκαρφιζόμαστε». Και ναι, βλέπεις στο βλέμμα της και τον πόνο και το αίμα.

Στο μεταξύ, τα βιντεάκια ανεβαίνουν μέρα παρά μέρα, οι followers μπορεί να μην ξεπερνούν τους 100, εκείνοι όμως, μένουν απαρέγκλιτα πιστοί στο ραντεβού, χωρίς να πτοούνται.

Στο μεταξύ, έρχεται η άνοιξη, αποκαλύπτει το απέραντο χωράφι, το οποίο πρέπει να κουρευτεί. Για χορτοκοπτικό, ούτε συζήτηση, δεν υπάρχει χρήμα. Έτσι παίρνουν 3 κατσίκες, φτιάχνουν και ένα καροτσάκι, τις βάζουν μέσα και τις μετακινούν ανά τρεις ώρες. Λάθος μεγάλο. Οι κατσίκες είναι άτακτες, το σκάνε και, επιπλέον, επιλεκτικές: δεν τρώνε ό,τι κι ό,τι, μόνο το χορτάρι που τους αρέσει. Αγοράζουν πρόβατα που είναι καλύτερα στο καθάρισμα. Και κότες για τα αβγά τους. Και χήνες για να προστατεύουν τις κότες από τα άλλα ζώα του δάσους.

Ενάμιση χρόνο μετά και με 3.000 χιλιάδες ευρώ περίπου, το σπίτι χτίζεται στοιχειωδώς κατοικίσιμο. Τότε το YouTube αποφασίζει να τους προμοτάρει. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι 5.000 followers γίνονται 40.000. Μέσα σε 3 μήνες βγάζουν 30.000 ευρώ. Αγοράζουν ηλεκτρική σκούπα, πλυντήριο πιάτων, καινούριο υπολογιστή και κάμερα, αφού η παλιά έχει γίνει κουρέλι από τις βροχές, τα χιόνια και την ταλαιπωρία. Κυρίως, όμως, χτίζουν ένα ονειρεμένο σπιτάκι για τα ζώα τους, που το είχαν καημό.

Τρία χρόνια μετά, οι followers έχουν πέσει αλλά τους έχουν μείνει τόσοι όσοι χρειάζονται για να βγάζουν 1.000 με 1.500 ευρώ το μήνα, που τους αρκούν για να επιβιώσουν και να συνεχίζουν να χτίζουν το όνειρό τους. Και αν νομίζετε πως τους ακολουθούν συνομήλικοί τους new agers, χάσατε. Το μεγαλύτερο μέρος των «φίλων» τους είναι Αμερικάνοι άνω των εξήντα. Εικάζω εγώ, πρώην παιδιά των λουλουδιών που ταυτίστηκαν με τούτα εδώ τα παιδιά του χιονιού και τα έχουν αγκαλιάσει όπως θα αγκάλιαζαν το δικό τους χαμένο, νεανικό όραμα.

Τρία χρόνια μετά, ζουν κολλημένοι ο ένας με τον άλλον, δεν βγαίνουν ποτέ, δεν ξέρουν τι σημαίνει να βγεις για ποτό ή φαγητό. Συνεχίζουν να χτίζουν, μαγειρεύουν πατάτες από το μποστάνι τους, φτιάχνουν γλυκά και βούτυρο με το κατσικίσιο γάλα τους, φροντίζουν τα ζώα τους, το βράδυ ενίοτε βλέπουν μαζί ταινία ή κάνει ο καθένας τα δικά του και δεν τσακώνονται ποτέ. Φτιάχνοντας αγχωμένα, Οκτώβρη μήνα, μια σκεπή που έπρεπε να κλείσει πριν έρθουν τα κρύα, διότι διαφορετικά δεν θα επιβίωναν στο πολικό ψύχος, ο Ντέιβιντ έκοψε-κιμά το δάχτυλό του με έναν τροχό. Από τότε η Δέσποινα το μόνο που θέλει είναι να 'ναι καλά, να μην του τύχει τίποτα και την αφήσει μόνη στη μέση του ονείρου, πριν χτίσουν τον επάνω όροφο, πριν φτιάξουν έναν φούρνο για πίτσα. Δεν τη νοιάζει τίποτα. Και ούτε που σκέφτεται ποτέ να γυρίσει πίσω στην πόλη.

Η μεγαλύτερή τους στιγμή όταν ένα Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης τους ζήτησε ένα βιωματικό σεμινάριο που έδωσαν μέσω skype σε 1.600 άτομα. Τότε, μόνο κατάλαβαν τη ζωή τους. Οι ίδιοι δεν την είχαν υποψιαστεί, δεν την είχαν σκεφτεί, δεν την είχαν καν σχεδιάσει, δεν είχαν ποτέ τον χρόνο να κάνουν απολογισμούς, να πάρουν απόσταση από όσα πέτυχαν. Οδηγός τους η κάθε μέρα. Ένα βίντεο σε συνέχειες, η ζωή σαν work in progress, ένα μοναδικό ταξίδι επιβίωσης, που μπορείς κι εσύ να παρακολουθήσεις μέσα από χιλιάδες βιντεάκια στο YouTube, dobediff και doandbedifferent. Τελικά η ζωή σου μπορεί να γίνει όπως τη θες!