Ταξιδια

Η Λευκάδα της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη

«Τις παραλίες της Λευκάδας στο Ιόνιο δεν τις έχει κανείς»

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 880
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

H μεταφράστρια και ποιήτρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γράφει για τη δική της Λευκάδα 

Πρωτοπήγα στη Λευκάδα όταν ήμουν δυόμισι ετών, το καλοκαίρι του 1982. Παλιά εθνική οδός, Αμφιλοχία, Βόνιτσα κι ύστερα εκείνη η μυστηριώδης διώρυγα της Κλεοπάτρας, κρυμμένη ανάμεσα στα καλάμια και τα δέντρα, απ’ όπου η παράδοση λέει (και οι αρχαιολόγοι αντικρούουν) ότι η βασίλισσα της Αιγύπτου διέφυγε της σύλληψης από τους στρατηγούς του Οκταβιανού κατά τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ.

Στη μύτη της Αιτωλοακαρνανίας δεν υπήρχε τότε γέφυρα, παρά μια πλωτή ξύλινη εξέδρα, που την τραβούσαν αλυσίδες: ανέβαιναν τ’ αυτοκίνητα, τα κάρα, τα ποδήλατα, τα ζωντανά, και τσούκου-τσούκου, με τις αλυσίδες να τεντώνονται και να σκούζουν βρεγμένες, έφτανες σε λίγα λεπτά στη μύτη του πόντε της Λευκάδας, της γέφυρας που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα της πόλης στα δύο, αφήνοντας κάποτε να μπουν και να βγουν ψαροκάικα και τράτες και, πού και πού, εκατό χρόνια πριν, κάτι μοιραία επιβατηγά Λίμπερτι (αναζητήστε την ιστορία της «Πύλαρου»). Σήμερα μπαινοβγαίνει το γιοτ του εμίρη του Κατάρ. Το είδα πέρυσι, αραγμένο απέναντι από τη «Μαργαρίτα», το ταβερνάκι που αντικατέστησε αυτό που εγώ θυμόμουν ως καφενείο των ΚΤΕΛ, μπαίνοντας στην πόλη αριστερά, δίπλα στην παιδική χαρά.

H Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Εκεί κοντά συνηθίζαμε να μένουμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές με τους γονείς μου. Η Λευκάδα έγινε για μένα συνώνυμο του καλοκαιρινού ταξιδιού από τα μικρά μου χρόνια μέχρι που έφυγα στο εξωτερικό για να σπουδάσω. Το θυμάμαι σαν ένα υπέροχο μέρος: το ξενοδοχείο Ξενία, κατασκευής Ε.Ο.Τ. και ιδιοκτησίας του Αγροτικού Συνεταιρισμού Λευκάδας· σήμερα έχει μετονομαστεί σε Ionian Star. Θυμάμαι τα κατάλευκα σεντόνια του, τα ανοιχτά παράθυρά του, τη λιτότητά του, τις μαξιλαροθήκες που είχαν κεντημένο πάνω το όνομά του. Προφανώς τα παιδικά μας χρόνια είναι χρόνια μυθικά μες στο μυαλό μας, γιατί εμένα όλα μαγικά μου φαίνονταν, παρόλο που τις μέρες που άλλαζε ο άνεμος, η πόλη της Λευκάδας ανέδιδε ένα στιφό άρωμα υπονόμου―ακριβώς επειδή δεν υπήρχε, τότε, αποχετευτικό δίκτυο. Μα εμένα δε με ένοιαζε: δίπλα στο Ξενία υπήρχε ένας τύπος που νοίκιαζε ποδήλατα κι η μητέρα μου κι εγώ, όταν μεγάλωσα λίγο, γυρνούσαμε όλη την Χώρα με τις ώρες.

Ποδηλατούσαμε ανάμεσα στα καντούνια της, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν ήταν πλακοστρωμένα όπως σήμερα, ανάμεσα σε αυτά τα μυστηριώδη κτήρια που από τον 1ο όροφο και πάνω είχαν γύρω γύρω στους τοίχους οντουλέ λαμαρίνες ―για να αντέχουν τους σεισμούς― και ανήλιαγα ισόγεια με γερές, ξύλινες κολώνες και δοκάρια, που ανέδιδαν τη μυρωδιά της μούχλας· ακόμα θυμάμαι το μαγαζάκι απ’ όπου έπαιρνα τα φοβερά μου εξαρτήματα του ψαρέματος: ένα απλό καλάμι με πετονιά κι αγκίστρια. Καθόμουν με τις ώρες στην άκρη της λιμνοθάλασσας, εκεί που σήμερα είναι μαζεμένα όλα τα μπαρ της πόλης και τότε δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, ο δρόμος τελείωνε, μόνο παλιά ψαράδικα σπίτια ― και ψάρευα ματαίως, χαζεύοντας τη δύση. Κινητά δεν υπήρχαν φυσικά, αλλά οι γονείς μου ήξεραν πολύ καλά πού να με ψάξουν.

Θυμάμαι τις εκκλησίες της Χώρας, όλες βασιλικές κι όλες υπέροχα ζωγραφισμένες σε στυλ ιταλικό· θυμάμαι πόσες πολλές ήταν κι ότι αρκετές από αυτές ήταν μάλιστα ιδιωτικές, όπως ο ναός του Παντοκράτορα, που ανήκε στους Βαλαωρίτηδες κι όπου βρίσκεται θαμμένος ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Όχι ότι ως πιτσιρίκι καταλάβαινα τι εστί Βαλαωρίτης και τι Σικελιανός, τέκνα και τα δύο του νησιού… Μαγευόμουν, όμως, από τη μυστηριώδη (ξανά αυτή η λέξη, επίτηδες) ιστορία του Λευκάδιου Χερν, εθνικού ποιητή της Ιαπωνίας, και γεννημένο Λευκαδίτη, που είχε γράψει ένα μαγικό και βάναυσο παραμύθι που άκουγα στις κασέτες των Άμπρα Κατάμπρα, για ένα βουδιστικό ναό όπου το βράδυ οι γάτες από τις τοιχογραφίες ζωντάνευαν και σκότωναν τα κακά πνεύματα βάφοντας τους τοίχους κόκκινους στο αίμα. Θυμάμαι πέρυσι το καλοκαίρι, που προσπαθούσα με μια φίλη καλή να συνθέσω τα κομμάτια του παζλ της πολυτάραχης ζωής του Χερν, πίνοντας μπίρες στο καφενείο Καλογιάννος―από το ομώνυμο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στο οποίο εύχεται στο γιο του Ιωάννη να ζήσει, όπως το πουλί, ξέγνοιαστος όσο έχει φτερά.

Ναι λοιπόν, παρόλο που δε χρειάζεσαι πλοίο για να πας, η Λευκάδα είναι αυθεντικός επτανησιακός τόπος: με τους ποιητάδες της, τις καντάδες και τα καντούνια της, τη κοροϊδία που ρίχνουν οι ντόπιοι στους λοιπούς επτανήσιους (και για κάποιο λόγο, ιδιαιτέρως στους Κεφαλλονίτες), με τις εκκλησιές της τις τόσο διαφορετικές από τις βυζαντινές της ενδοχώρας, με τους σεισμούς της και τις τοπικές της σπεσιαλιτέ (ποιος δεν έχει φάει φακές Εγκλουβής, ν’ αναστενάξει απ’ τη γλύκα, ή σαλάμι Λευκάδας, ν’ απογειώσει τα τηγανητά του αυγά; Κι αν έχετε πιει ποτέ Ροζολί, να ξέρετε, η μίξη αυτή του κίτρου και της κανέλας λευκαδίτικη είναι). Κι αν σε πολλά από αυτά που ανέφερα, τα υπόλοιπα Επτάνησα μπορεί να θεωρούν λίγη τη μικρή Λευκαδίτσα (κακό του κεφαλιού τους), σε ένα πράγμα δεν μπορούνε να την πιάσουν: στις παραλίες και τις θάλασσές της.

Λευκάδα, Εγκρεμνοί

Γιατί όσο και να χτυπιούνται Ζάκυνθος και Κεφαλονιά και Κέρκυρα μαζί, κι ας προτάσσουν Ναυάγιο και Μύρτο και Κανόνι, τις παραλίες που έχει η Λευκάδα στο Ιόνιο δεν τις έχει κανείς― και sue me, που λένε και τα Αγγλάκια που κατεβαίνουν μιλιούνια τα καλοκαίρια. Τι Εγκρεμνοί, τι Πόρτο Κατσίκι, τι Κάθισμα, τι Άη Νικήτας, τη Αμμόγλωσσα, τι Άη Γιάννης, τι Αγιοφύλλι, τι Μύλος: τέτοια τιρκουάζ νερά, τέτοια αφρίζοντα κατάλευκα κύματα που ύστερα γλυκαίνουν, τέτοια δύναμη της φύσης το υπόλοιπο Ιόνιο δεν την έχει. Κοιτάξτε μόνο να πάτε κάνα Σεπτέμβριο γιατί δυστυχώς και η Λευκάδα πια βουλιάζει από τον τουρισμό. Όταν ήμουν παιδί, ο δρόμος του Ιονίου έφτανε μόνο μέχρι τον Άη Νικήτα: εκεί πήγαιναν οι ξένοι κι οι τουρίστες. Μετά έπρεπε να πάρεις καρόδρομο μέσα από τις ελιές (και το Subaru των 600 κυβικών χαϊδευτικά «Σουμπαράκι»― δε μασούσε) να φτάσεις στην κορυφή του γκρεμού και να δεις κάτω από τα πόδια σου ένα θέαμα που έκοβε την ανάσα: το Κάθισμα· ανέγγιχτο, παρθένο, άγριο, μεγαλειώδες, αχαλίνωτο. Αχ.

Επέστρεψα στη Λευκάδα μετά από πάρα πολλά χρόνια απουσίας πέρυσι το καλοκαίρι. Η χώρα έχει διπλασιαστεί σε μέγεθος· έχουν γίνει υπερπολυτελείς μαρίνες, οι τουρίστες προσγειώνονται στο Άκτιο κι έρχονται γραμμή απέναντι, οι παραλίες είναι γεμάτες. Αλλά η χρυσή της άμμος είναι ακόμα πεντακάθαρη: σαν από άγραφο νόμο, κανείς δεν αφήνει τίποτα πίσω του όταν φεύγει μετά τη δύση του ηλίου.

Περπάτησα ξανά στον κεντρικό δρόμο της χώρας με τις εκκλησίες ένθεν κι ένθεν, διαπίστωσα ότι ο ανοιχτός κινηματογράφος όπου πιτσιρίκι είχα δει το Ρεμπέτικο (άκρως ακατάλληλο αλλά ποιος νοιαζόταν τότε, και μήπως κατάλαβα και τίποτα) υπάρχει ακόμα· πέρασα από την κεντρική πλατεία όπου καλά κρατεί το φεστιβάλ φολκλορικών χορών. Έστριψα δεξιά κι αριστερά και πάλι δεξιά μες στα καντούνια και βρέθηκα μπροστά σ’ ένα παλιό, παλιό σπίτι, με λαμαρίνες ακόμα στον πρώτο και το δεύτερο όροφο. Άνοιξα την πόρτα, με χτύπησε η μυρωδιά της μούχλας της αποθήκης των παιδικών μου χρόνων: το ισόγειο ήταν παλιό κατάστημα, σαν εκείνες τις σπηλιές του Αλαντίν που θυμόμουν. Κι από την εσωτερική σκάλα ανέβηκα στον πρώτο κι ύστερα στο δεύτερο όροφο και νόμισα ξαφνικά ότι μπήκα σε σκηνικό του Ξενόπουλου: ένα σαλόνι διακοσμημένο σαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, με ξύλινη επένδυση στους τοίχους, χαμηλοτάβανο, σαν πλοίο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν, όντως, καπετάνιος κάποτε. Άφησα τα πράγματα, βγήκα στο μπαλκόνι, και είδα σε απόσταση αναπνοής του γείτονες, τις εκκλησιές, τα πουλιά, τις σκεπές, τις λαμαρίνες, τ’ αστέρια: την παλιά Λευκάδα· ό,τι δηλαδή άφησε πίσω του ο Σικελιανός για ν’ αποσυρθεί στο νησάκι του Αγίου Νικολάου, σαν Ροβινσώνας. Και κατάλαβα ότι η ψυχή του τόπου είναι ακόμα εκεί.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.