- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα Κουφονήσια του Κώστα Αρκουδέα
«Το νερό είχε το διάφανο οινοπνευµατί χρώµα των διαφηµίσεων και ήταν δροσερό και αναζωογονητικό όσο δεν φανταζόταν κανείς»
Ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας γράφει για τα δικά του Κουφονήσια
Μυθική βραδιά στα Γλαρονήσια
Ο ήλιος φλόγιζε το πρόσωπό µας, όταν κρυµµένα πίσω από τη Νάξο φάνηκαν τα Γλαρονήσια**. Ήταν λες και η φύση είχε σκορπίσει κοµµάτια γης στη θάλασσα. Ολόγυρα υπήρχαν εκατοντάδες ξέρες, εκατοντάδες γυναίκες που έχασαν τους άντρες τους και πέτρωσαν στο νερό. Το Γλαρονήσι ήταν το µοναδικό ψαροχώρι. Τα υπόλοιπα –η Δονούσα, η Σχοινούσα, η Κέρος και η Ηρακλειά– είχαν ελάχιστους κατοίκους.
**Έτσι θα ’θελες να ονοµάζονται τα Κουφονήσια.
Μια λάντζα ήρθε και µας παρέλαβε, ενώ µια άλλη, µικρότερη, πήρε τα πράγµατά µας. Τρία µωρά πέρασαν κλαίγοντας πάνω από το κενό που άφηνε η µπουκαπόρτα της λάντζας. Οι φίλοι µας έκαναν κερκίδα και κρατώντας ένα µπουκάλι ρούµι, σαν πειρατές, άρχισαν να λένε τραγούδια από την «Αλίκη στο ναυτικό». Στην άκρη κάτω αριστερά είδα να φτιάχνεται ένας λιµενοβραχίονας. Κρίµα! Τα Γλαρονήσια θα γνώριζαν µε τη σειρά τους τα «οφέλη» της τουριστικής ανάπτυξης.
Η πλειονότητα των επιβατών πήγε στη Χώρα. Τους υπόλοιπους µας παρέλαβε ένα αγροτικό και άρχισε το ηµιανατρεπόµενο ταξίδι του ανάµεσα στις ξερολιθιές. Μας ξεφόρτωσε σωρηδόν στην παραλία του Φοίνικα. Το µέρος ονοµαζόταν έτσι γιατί διέθετε έναν φοίνικα, έναν και µοναδικό, το καµάρι του νησιού. Προχωρήσαµε και φτάσαµε στην παραλία της Μαρίας της Ιταλίδας. Έλαµπε σε σχήµα µισοφέγγαρου και σ’ έκανε να ξεχάσεις κάθε άλλη ακτή.
Στρατοπεδεύσαµε τελικά κάτω από µια κούρµπα των βράχων. Στο ίδιο σηµείο είχαν στρατοπεδεύσει ο Ηλίας µε τη Σύλβια. Ήταν και οι δύο στα εικοσιένα. Παρότι τους άρεσαν τα ταξίδια, από τότε που είχαν γνωριστεί δεν είχαν πάει πουθενά γιατί, έλεγαν, η σχέση τους ήταν από µόνη της ένα ταξίδι. Η Σύλβια έκανε δώδεκα χρόνια κλασικό µπαλέτο και ο Ηλίας έκανε από µικρός τον βοηθό στις οικοδοµές του πατέρα του ξεκαρφώνοντας πρόκες. «Καθένας µε την τέχνη του», είπε και κούνησε στωικά το κεφάλι.
Πετάξαµε τα ρούχα µας και βουτήξαµε. Το νερό είχε το διάφανο οινοπνευµατί χρώµα των διαφηµίσεων και ήταν δροσερό και αναζωογονητικό όσο δεν φανταζόταν κανείς. Το περίγραµµα της Κέρου, απέναντι, θύµιζε χαρτόνι κοµµένο προσεκτικά µε ψαλίδι. Στον δρόµο για τη Δονούσα, ένας βράχος µπηγµένος στη θάλασσα έµοιαζε µε προτοµή του Μάο.
Το αποµεσήµερο, η Σύλβια µε πήρε από το χέρι και µε οδήγησε σ’ ένα ηλιοπάτητο µονοπάτι. Σµήνη εντόµων βούιζαν γύρω µας. Κακά στέφανα µας τρύπαγαν τα πόδια – έτσι λένε στα µέρη αυτά τα αγκάθια, γιατί µοιάζουν µε το στεφάνι του Χριστού. Καταλήξαµε σ’ ένα µαγαζί δίπλα στη θάλασσα που λειτουργούσε άλλοτε σαν περίπτερο, άλλοτε σαν εστιατόριο και άλλοτε σαν παµπ. Όποιος ήθελε έβαζε µουσική, όποιος ήθελε χόρευε – όλα ήταν ελεύθερα και καλώς καµωµένα. Στο πίσω µέρος υπήρχαν τέσσερις υπαίθριες ντουζιέρες. Καθώς στην παραλία της Μαρίας όλοι έµεναν σε σκηνές ή κάτω από τα βράχια, υπήρξε για καιρό το καµαρίνι όλων µας.
Εκεί, σε µια από τις ωραιότερες στιγµές του καλοκαιριού, η Σύλβια στάθηκε ολόγυµνη µπροστά µου, µε µια πετσέτα στο κεφάλι σαν τουρµπάνι, άλειψε στα µάγουλά µου αφρό και µε ξύρισε. Μια περαστική οικογένεια έµεινε να µας χαζεύει, µε τα πιτσιρίκια να γελούν κατεργάρικα.
Όταν επιστρέψαµε στο αµµουδερό µας ξενοδοχείο, η Σύλβια έβγαλε από µια χαρτοσακούλα ψωµί και τυρί, λίγες ελιές και τρεις µεγάλες ντοµάτες και µας τα πρόσφερε. Είχε κι ένα καρπούζι που πάγωνε µες στη θάλασσα, αλλά δεν το αγγίξαµε. Έβγαλα από το σακίδιό µου ένα µπουκάλι σαντορινιό βισάντο και ήπιαµε. Η βραδιά ήταν µυθική. Δεν φύσαγε καθόλου. Μια απόκοσµη σελήνη υψωνόταν πάνω από τη νεκρόπολη της Κέρου.
(Κείµενο προσαρµοσµένο για την Athens Voice από «Το τραγούδι των τροπικών», εκδόσεις Οδυσσέας, 1988 – RIP Μυρσίνη Ζορµπά.)
* Ο Κώστας Αρκουδέας είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Συλλέκτης µανιταριών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.