- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Το νησί που δεν θα πω τ’ όνομά του» του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη
«Ο τόπος αυτός δεν είναι σημείο στον χάρτη· είναι το προσωπικό μου ημερολόγιο ενηλικίωσης»
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, γράφει για ένα νησί χωρίς όνομα.
Ο τόπος αυτός δεν είναι σημείο στον χάρτη· είναι το προσωπικό μου ημερολόγιο ενηλικίωσης. Εκεί πέρασα τα καλοκαίρια της εφηβείας μου. Στα φιλόξενα σπίτια φίλων αδελφικών στη Χώρα. Στην πιο όμορφη Χώρα σε όλο το Αιγαίο – δεν έχω πάει σε όλες κι έχει πολλές πανέμορφες ειν’ η αλήθεια, αλλά, το ένιωσα από την πρώτη φορά που την περπάτησα, η ομορφιά της διαπερνάει τα μάτια σου, φτάνει βαθιά στην ψυχή σου. Το Μοναστήρι στην κορφή, το Σπήλαιο κάτω απ’ τη βάση της, δίνουν τον τόνο, κι ο τόνος είναι της Ιστορίας και της βαθιάς πνευματικότητας. Τι καταλάβαινα από πνευματικότητα στα 16 μου; Όχι πολλά, αλλά την ένιωθα· έτσι κι αλλιώς, τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή δεν σου ζητάνε να τα καταλάβεις, αρκεί να τα νιώσεις. Τότε δεν μας ένοιαζαν αυτά, μας γέμιζαν τα γλέντια κι οι χαρές και τα ξενύχτια και τα ποτά και τα κορίτσια – κι είχε πολλά κορίτσια, κορίτσια ξένα, από χώρες του Βορρά, που μας έμοιαζαν εξωτικά. Γινόμασταν παρέες μεγάλες κάθε βράδυ, στο μόνο μπαρ κάτω απ’ το Μοναστήρι, στο μπαρ του Πλάτωνα. Η μουσική έκλεινε στη μία, αυστηρό το Μοναστήρι στους κανόνες. Κι εμείς μέναμε εκεί, με αυτοσχέδια τραγούδια, μόνο με φωνές ή με μια κιθάρα που είχε φέρει ένας, μέχρι εκείνη τη στιγμή άγνωστος, τουρίστας. Κι όταν γυρνούσαμε στο σπίτι δεν λέγαμε να κοιμηθούμε αν δεν καλωσορίζαμε τον ήλιο που έριχνε το φως του στα απέναντι νησιά. Δεν έφτανες εύκολα στον τόπο αυτό, έπρεπε να το θες πολύ, ζήταγε μόνο εκείνους που η αγάπη τους δεν θα υπολόγιζε τις ατελείωτες ώρες θαλάσσιου ταξιδιού. Απ’ τον αέρα δεν υπάρχει πρόσβαση· αν θες να πας, και τώρα ακόμα, θα διασχίσεις θάλασσα – έστω απ’ το κοντινότερο νησί. Παλιά, ήταν μόνο δύο: Κάμιρος κι Ιαλύσος, δίδυμα πλοία, κι εμείς στο κατάστρωμα, καθώς πλησιάζαμε να πιάσουμε λιμάνι, νιώθαμε να πλησιάζουμε στο μέλλον, εκεί που τότε όλα ήταν δυνατά.
Ο τόπος αυτός δεν είναι σημείο στον χάρτη· είναι ο καθρέφτης μου για 36 χρόνια. Από τα χρόνια εκείνα ως τώρα, λίγα έχουν αλλάξει. Το νησί με υποδέχεται σαν φίλος παλιός, που, κι αν άλλαξε λιγάκι, τον αναγνωρίζεις αμέσως μόλις τον δεις· και του λες: «Δεν σ’ έφαγαν τα χρόνια, μεγάλωσες ωραία».
Υπάρχει τέλειο μέγεθος νησιού; Ισχυρίζομαι πως ναι, υπάρχει. Με λίγα λόγια, ούτε πολύ μικρό, ούτε πολύ μεγάλο. Τόσο μεγάλο, ώστε να ’χεις, αν θες, κάθε μέρα άλλη παραλία, άλλο ταβερνάκι, άλλη περαντζάδα. Τόσο μικρό, ώστε να μπορείς να το διασχίσεις από τον νότο ως τον βορρά σε μισή ωρίτσα. Υπάρχει τέλειο σχήμα; Ναι, κι αυτό υπάρχει: στέκεται στη θάλασσα κάθετο, ολόρθο, ίδιο με ιππόκαμπο, που μέσα στον λαιμό του και το σώμα του, προστατευμένες από τα μελτέμια του καλοκαιριού, φωλιάζουν οι δαντελωτές του παραλίες, κι είναι πολλές. Αν ήθελες ξαπλώστρα και σκιά, θαλάσσια αθλήματα και κοζερί, είχε να σου προσφέρει, κι έχει και τώρα λίγες, όσες πρέπει. Αν ήθελες ελευθερία, βιβλία το μεσημέρι κάτω απ’ τα αλμυρίκι με άμμο στην πετσέτα, ή βότσαλα απίθανα που είναι σαν έργα τέχνης, και τέτοιες είχε κι έχει, κι είναι πολλές. Υπάρχει τέλεια θέση; Ναι, μες στη μέση, και γύρω γύρω άλλα νησιά – η Λέρος, οι Λειψοί, η Ικαρία, η Σάμος, οι Φούρνοι, οι Αρκιοί. Νοικιάζεις βαρκάκι και ταξιδεύεις σε μέρη μαγικά, στα Τηγανάκια, στο Μαράθι, στο Ασπρονήσι και στην Κάπαρη.
Ο τόπος είναι όλα αυτά, μα πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποί του. Ντόπιοι και ξένοι που νιώθουν ντόπιοι, απ’ την Ελλάδα κι άλλες χώρες, που έχουνε σπίτια κι έρχονται χρόνια πολλά. Ο κυρ-Μανώλης και το Κατερινιώ, που πια δεν ζούνε, θυμάμαι τη γλύκα τους σαν τώρα. Κι ο Eugene από τη Νέα Υόρκη, παθιασμένος με την όπερα και το σινεμά, κινητή βιβλιοθήκη, που παίζει σκάκι ως τις 5 το πρωί. Κι η Μαρκέλα, φίλη απ΄τα παλιά, που τώρα έχει τα πιο ωραία σουβλάκια του νησιού, τα "Σουβλάκια του παππού". Κι ο πιο αγαπημένος μου, ο φίλος μου ο Νικόλας, που είν’ από δω αλλά μοιάζει Κρητικός, μούσι μακρύ και μαύρο πουκάμισο, χειμώνα καλοκαίρι. Άνθρωπος του μόχθου της υπαίθρου, πάντα όμως με χιούμορ και χαμόγελο, με αισιοδοξία, με έμφυτη σοφία ζωής, που νιώθω να λείπει από μένα, το παιδί της πόλης.
Και να που το παιδί της πόλης μεγάλωσε. Από τα χρόνια της νεότητας, βρέθηκα, από μια ευτυχισμένη συγκυρία της Τύχης, που κάποιος ένθεος θα ονόμαζε Μοίρα, ανάμεσα σε φίλους αγαπημένους και γνωστούς που ξαναβρήκα, να μεγαλώνω και να αλλάζω, μαζί μ’ εκείνους, μαζί με το νησί. Να βλέπω τους νεότερους να κάνουν ό,τι έκανα, νομίζοντάς το για καινούργιο. Και να ελπίζω, μέχρι το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής μου, να εμβαπτίζομαι στη θάλασσα σ’ αυτήν την άγνωστη, μικρή παραλιούλα που δεν την πιάνει ο Βοριάς και που, ευτυχώς, ακόμα και τώρα, λίγοι καταδέχονται. Το όνομά του δεν θα το πω. Τρελαίνομαι να το παινεύω, δεν θέλω όμως και να μου το ματιάσουν. Γιατί ο τόπος αυτός δεν είναι σημείο στον χάρτη· είναι κομμάτι της καρδιάς μου.
*Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός.