- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εαρινές συμπτώσεις από ένα υπέροχο ελληνικό Πάσχα
Ιδιαίτεροι, μοναχικοί ταξιδιώτες, χωρίς σκοπό, συνοδοιπόροι του τυχαίου, έρμαια των συμπτώσεων...
Το Πάσχα στη Νάξο και οι συμπτώσεις της ζωής.
Είναι Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι. Βρίσκομαι στα μισά της διαδρομής ανάμεσα στη Μύκονο και τη Νάξο. Το πλοίο είναι άδειο. Μόνο το πλήρωμα, δύο ζευγάρια Κινέζων, μια γιαγιά και ο «Πειρατής». Σχεδόν κανείς δεν ταξιδεύει, σε όλη τη χώρα. Όσοι συμμετείχαν στη «Μεγάλη Έξοδο» έχουν φτάσει στους προορισμούς τους. Είναι ήδη μαζί με τους δικούς τους και βάφουν τα τελευταία κόκκινα αυγά. Όσοι νοιώθουν την ανάγκη να μετακινούνται μετά την Πρώτη Ανάσταση, μάλλον αποτελούν ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων. Ιδιαίτεροι, μοναχικοί ταξιδιώτες, χωρίς σκοπό, συνοδοιπόροι του τυχαίου, έρμαια των συμπτώσεων...
Με το που πατάω το πόδι μου στην προκυμαία του αρχαίου κυκλαδίτικου λιμανιού αρχίζουν να λειτουργούν οι «συμπτώσεις». Οι «συμπτώσεις» είναι μια «κατάσταση» που έχει αρχίσει να εμφανίζεται στη ζωή μου τα τελευταία χρόνια -με το που έκλεισα τα 50- κάθε φορά που καταφέρνω να ηρεμώ απολύτως. Τότε είναι που «το Κοέλιο σύμπαν» δεν συνωμοτεί όπως συνηθίζει, αλλά συνεργάζεται με έναν άγνωστο αλλά ευφυή σκηνοθέτη, για να με φέρει προ «συμπτωματικών εκπλήξεων». Φαινομενικά ασήμαντα και τυχαία γεγονότα συνδυάζονται και με οδηγούν σαν παιδικά βήματα -μικρά και αβέβαια- σε μια νέα διαδρομή. Σαν να βρίσκονται εκεί γύρω μου από καιρό, αλλά ανάλογα με τη δική μου φάση. Αν είμαι cool και open, αποκαλύπτονται και συνδυάζονται, αλλιώς παραμένουν κρυμμένα μέχρι νεωτέρας.
Για παράδειγμα συνειδητοποιώ ότι το ερυθρόλευκο πλοίο από το οποίο μόλις αποβιβάστηκα ονομάζεται ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Π, σαν τo όνομα της μητέρας μου (ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ). [Σύμπτωση #1].
Με υποδέχεται περήφανη μια θεόρατη ελληνική σημαία που κυματίζει αγέρωχα με φόντο την Πορτάρα. Σκαρφαλώνω με αδημονία τα σκαλιά ως το Burgos Barrio, το γραφικό ξενοδοχειάκι της κυρίας Κατερίνας πάλι το ίδιο όνομα [Σ #2] και η ευγενέστατη Ναξιώτισσα μου δίνει ανάμεσα στα πολλά ελεύθερα, το ίδιο δωμάτιο στο οποίο είχα φιλοξενηθεί πριν από ένα χρόνο. [Σ #3]
Η παρέα μου στις μοναχικές πειρατικές περιπλανήσεις είναι τα βιβλία. Και αυτά όμως τα «συναντώ». Ταξιδεύω light, γι’ αυτό και στο ξεκίνημα με συνοδεύει μόνο ένα. Tα υπόλοιπα «τα βρίσκω» στη διαδρομή. Και να που στη μικρή δανειστική βιβλιοθηκούλα του ξενοδοχείου ανακαλύπτω ξεχασμένο -σαν να με περίμενε- ένα και μοναδικό βιβλίο στα αγγλικά ανάμεσα στα πολλά γερμανικά. Είναι το «South of the Border, West of the Sun» του Ιάπωνα Haruki Murakami (Random House, 2003). Δεν θα σας το ανέφερα αν δεν συνέβαινε το εξής: όσο περιμένω για το κλειδί, μου έρχεται μήνυμα μετά από πολλές μέρες από την κοπέλα μου, τη Maru, που είναι εξαφανισμένη για shooting κάπου στην Ασία. Η φωτογραφία που μου στέλνει στο what’s up, είναι ίδια με την κοπέλα στη φωτό του εξώφυλλου! Πού εκτυλίσσεται η έντονη ερωτική ιστορία; Στο Τόκιο! Πού ακριβώς στην αχανή ΝΑ Ασία βρίσκεται η Maru; Στο Τόκιο! [Σ #4].
Κατεβαίνω βιαστικά στο λιμάνι και η πρώτη παρέα που σχεδόν σκοντάφτω σε ένα είδος θεσμικής υποδοχής είναι αυτή του κουστουμαρισμένου Δημάρχου. Τον είχα συναντήσει το τελευταίο βράδυ που βρέθηκα στο νησί για μια δουλειά που δεν έγινε ποτέ. [Σ #5] Μιας και δεν έχω καμία όρεξη για πολιτικές κουβέντες μέρα που είναι, τους προσπερνώ χωρίς πολλά-πολλά.
Φτάνω στο καφέ του καλού φίλου μου του Χανς. Θέλω να του κάνω έκπληξη, γι’ αυτό και δεν ξέρει πως έρχομαι (Πειρατικοί Κανόνες). Λογικό να μην με περιμένει. Αλλά τον αναπληρώνει επάξια η μόνη κοπέλα που γνωρίζω στο Cream. Η τρισχαριτωμένη Μπέτυ με τη ροζ κορδέλα στα μαύρα μαλλιά της. Θυμάται ακόμη πως πίνω τον μεσημεριανό καφέ μου! [Σ #6] «Americano, κύριε Νίκο; Σωστά;»
Αφού λείπει ο κολλητός μου, ανοίγω τον paperback αντικαταστάτη του, το βιβλίο που είχα βρει τυχαία ως ένθετο στις εφημερίδες του περασμένου Σαββατοκύριακου. Είχα ήδη ξεκινήσει να διαβάζω από τη Μεγάλη Δευτέρα τον «Χάρτη των Ονείρων» της Κατερίνας Καριζώνη. Βρισκόμουν στο 13ο κεφάλαιο, περίπου στα μισά της ιστορικής περιπέτειας που εκτυλισσόταν στις Κυκλάδες του 16ου αιώνα. [Σ #7].
Το ενδιαφέρον είναι ότι η σελίδα 102 στην οποία είχα μείνει, ξεκινούσε την αφήγηση με τη φράση: «Το Μοναστήρι των Καπουτσίνων της Νάξου ήταν χτισμένο σε ύψωμα, περιτριγυρισμένο από ένα μεγάλο κήπο εσπεριδοειδών». Περιγράφει δηλαδή το Κάστρο της Χώρας από όπου κατέβηκα πριν από μερικά λεπτά! Είχα μάλιστα σταματήσει να φωτογραφίσω δύο σπάνια οπωροφόρα δεντράκια –κίτρα πρέπει να ήταν– που βρήκαν χώρο να στεριώσουν τις ρίζες τους ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες των πετρωμάτων του καστρότοιχου [Σ #8].
Συνεχίζοντας την αφήγηση αναφέρει πως «είχε χτιστεί χάρη στις δωρεές Γάλλων Πειρατών». Φορούσα μια μαύρη μπλούζα με τα πασίγνωστα Skulls and Bones και το logo «PIRATES de MYKONOS» τυπωμένο φαρδιά πλατιά στην μπροστινή της όψη! [Σ #9].
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου που κρατάω στα χέρια μου ονομάζεται Νικόλας [Σ #10], είναι ερασιτέχνης χαρτογράφος, εξειδικευμένος σε Isolaria (νησιωτικούς χάρτες) και η αγαπημένη του είναι η Δόνα Ευγενία. «Ένας άγγελος που έμοιαζε έκπτωτος». Αυτό μου έλειπε τώρα σκέπτομαι, να συναντήσω και μια κοπέλα με το ίδιο όνομα, να τρελαθούμε εντελώς. Έκπτωτος θα μπορούσα να είμαι μόνο εγώ, αφού απαρνήθηκα τον -για κάποιους ακόμη- παράδεισο της Μυκόνου παραμονή της Αναστάσεως και αναζητώ αλλού περιπέτειες. Αν τελικά είμαι αγγελούδι ή διαβολάκι περιπλανώμενο στις Κυκλάδες, θα φανεί στην πορεία αυτού του εαρινού island hopping...
«Τα φτερά των αγγέλων είναι φτιαγμένα από μνήμες», μας αποκαλύπτουν με λυρικές διαθέσεις οι επόμενες σελίδες.
«Αν οι άγγελοι χάσουν τα φτερά τους και τις μνήμες τους, τι συμβαίνει;»
Πέφτουν σ’ ένα νησί, απαντώ στον φανταστικό διάλογο.
«Είναι η Νάξος αυτό το νησί;», πετιέται μια γνώριμη φωνή από μέσα μου.
«Μα βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Αιγαίου, είναι το πλουσιότερο και μεγαλύτερο νησί, γι’ αυτό και είναι το επίκεντρο των Κυκλάδων», της απαντάει μια δεύτερη φωνή.
«Και λοιπόν;»
«Διάλογο θα κάνουμε; Δεν ήρθαμε εδώ να συγκρίνουμε νησιωτικούς προορισμούς, σαν κριτές ενός ιδιότυπου ISLAND CONTEST. Ας αφήσουμε αυτά για τους ειδικούς του Conde Νast της αντιγύρισε αυστηρά η πρώτη».
Αυτές οι «δύο φωνές» -κάτι σαν το id και το ego μου- εμφανίζονται πολλές φορές στις περιπλανήσεις μου σαν έξτρα σταθερή παρέα bonus στα εναλλασσόμενα βιβλία.
Συνήθως τσακώνονται, αλλά όποτε έχω καλή διάθεση -όπως τώρα- τις αφήνω να αντιλογούν, για να περνάει ακόμη πιο ευχάριστα η ώρα μου.
«Και τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;», επιμένει η Φωνή 2 που βαριέται εύκολα.
«Τίποτα», της απαντά κοφτά η Φωνή 1 και το συνοδεύει με ένα ειρωνικό χαμόγελο, δήθεν θριαμβικής αποκάλυψης.
«Τίποτααα;», τραβάει το «α» η κακομαθημένη Φωνή 2 και συνεχίζει: «Μα τότε θα βαρεθούμε», νιαουρίζει σαν κοριτσάκι Βορείων Προαστίων που το έχουν μάθει οι νεόπλουτοι γονείς του να είναι συνέχεια απασχολημένο, να κινείται και να του «μπουκώνουν» τον ελεύθερο χρόνο με «δραστηριότητες». (Και ως εκ τούτου, να μην σκέφτεται και εν τέλει να μην αισθάνεται…)
«Ακριβώς! Τίποτα! Θα χαλαρώσουμε, θα ηρεμήσουμε από τα club που μας έσερνες και μας πότιζες σφηνάκια βότκα στα Ματογιάννια, σαν να ήμαστε κολεγιόπαιδα σε frantic spring break και τότε όλα θα έρθουν μόνα τους».
«Χαλαρά;» την κοροϊδεύει η Φωνή 2, εκφέροντας βαριά το «Χ», όπως το κάνουν οι Θεσσαλονικείς.
«Απολύτως! Πιο χαλαρά δεν γίνεται. Κανένα σχέδιο, κανένα πρόγραμμα, καμία προσδοκία! θα περάσουμε 3 μέρες απόλυτης ξεγνοιασιάς και χαλάρωσης!»
«We’ ll go with the flow», έκλεισε το mini διάλογο με μια αγγλικούρα η Φωνή 1, δείχνοντας με αποφασιστικότητα στη δίδυμη αδελφή της ότι το debate τους είχε λάβει τέλος.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις άφηνα το μυαλό μου να κινηθεί στον αυτόματο ξυπνάγανε οι «δίδυμες» και ενώ στην αρχή είχαν πλάκα, μετά από λίγο ξέφευγαν, τσακωνόντουσαν, έχαναν το μέτρο και μου χάλαγαν την ηρεμία.
Αναρωτιέμαι τελικά αν είχε δίκιο ο Οικονόμου, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος που με είχε αποκαλέσει «Ιωάννα της Λωρραίνης;», λέγοντας ότι «άκουγα φωνές;» Λες να ξέρει ο «Ριγέ» Γιάννης για τις Φωνές; Μήπως θα ήταν πιο επιτυχημένο το σχόλιο του Λαμιώτη, αν με ταύτιζε με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που έβλεπε οράματα, ή με τον Little John, τον γιγαντόσωμο φίλο του Robin Hood; Χαμογελάω πονηρά... Σκέφτομαι να του το επισημάνω. Να κάνει πιο εύστοχη την κριτική του εναντίον μου. Why not? Δεν θα τον άφηναν όμως ποτέ οι Μαξιμιλιάνοι να με «ανεβάσει». Δεν θα μου έκαναν τη χάρη να του επιτρέψουν να με κατατάξει ούτε στους «μεγάλους» των Αγίων Ευαγγελίων, ούτε στους συντρόφους του Ρομπέν των Δασών.
«Φρένο! Είμαστε διακοπές», παρεμβαίνει σωτήρια η Φωνή 1.
«Αυτή είναι η τελευταία σκέψη σου που έχει να κάνει με τις εκνευριστικές αντιπαραθέσεις και τις έννοιες της πολιτικής. Κλείνεις τώρα ερμητικά το τοξικό παράθυρο της μιζέριας και ανοίγεις το φωτεινό του Αιγαίου! Απόλαυσε αυτό το θαύμα που ανοίγεται μπροστά σου», συμπληρώνει επιτακτικά η Φωνή 2.
Έχουν δίκιο. Σηκώνομαι και με ταχύ βήμα σχεδόν τηλεμεταφέρομαι στην έρημη παραλία του Άη-Γιώργη. Βουτάω χωρίς δεύτερη σκέψη. Το σοκ του παγωμένου νερού σίγησε επιτέλους τις 2 Φωνές και ο οργανισμός μου αρχίζει να λειτουργεί πιο γρήγορα, σαν να έχω κάνει reboot. «GO WITH THE FLOW», επανέλαβα και αφέθηκα στο μαγικό φως του Απρίλη για να λιαστώ και να ζεσταθώ.
Το βράδυ κάνω Ανάσταση στην Παντάνασσα. Η κατάσταση με το «δεύτε λάβετε φως» χαοτική. Περίσσευαν τα βαρελότα και τα δυναμιτάκια. Οι κόκκινοι πυρσοί και τα βεγγαλικά δημιουργούσαν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα, κάτι μεταξύ Βυρηττού και Σταδίου Καραϊσκάκη. Ήταν τόσος ο σαματάς, που οι 2 Φωνές και να μου μίλαγαν δεν θ’ ακουγόντουσαν, οι δε «συμπτώσεις» μάλλον φοβήθηκαν και αυτές και κρύφτηκαν μέχρι το επόμενο πρωί.
Ανήμερα του Πάσχα το τραπέζι, του καλού μου φίλου του Χρήστου, ήταν τόσο γεμάτο από χαμόγελα και γεύσεις που ούτε εδώ φαινόταν να υπάρχει χώρος για συνειρμούς.
Και όμως… Τα πράγματα άλλαξαν με την κουβέντα που άνοιξε ένας ξεχωριστός συνδαιτυμόνας την ώρα που έβγαινε από τη σούβλα το καλοψημένο κατσικάκι. Πρώην κιθαρίστας του Μάριου Τόκα, νυν επιτυχημένος επιχειρηματίας, παρότι ορθολογικός ως μηχανικός, ο Γιώργος φαινόταν να ζει ακόμη με ένταση τα φοιτητικά του όνειρα. Με πατημένα τα 60, παρέμενε επαναστάτης! Μίλαγε με πάθος. Επιχειρηματολογούσε λέγοντας ότι δεν υπάρχει «πραγματική δημοκρατία» (ακούω, χωρίς να πολυδιαφωνώ) και πως «το ιδανικό πολίτευμα θα ήταν η αυτοδιαχειριζόμενη Κομμούνα της Βαρκελώνης στα χρόνια του Ισπανικού εμφυλίου». Εδώ διαφωνώ, αλλά το μόνο που τσουγκρίζουμε, είναι ποτήρια με κόκκινο κρασί και κόκκινα αυγά. «Να που μερικές φορές το κόκκινο ενώνει», σκέφτηκα, χωρίς να το εξωτερικεύσω.
Στο γεύμα δεν προέκυψαν άλλες «συμπτώσεις», αφού η ιδεολογική απόσταση με το νέο φίλο ήταν ούτως ή άλλως μεγάλη.
Τη Δευτέρα του Πάσχα το πρωί ξύπνησα πιασμένος από την αριστερή πλευρά. Ίσως και εξ αιτίας της εξ αριστερών «επίθεσης» που δέχτηκα την προηγούμενη. Βιβλιοθεραπεία για όλα λέω και πιστός στη μόνιμη αγάπη μου το διάβασμα, ξεκίνησα την ημέρα από το «Παλιό» Βιβλιοπωλείο το ιστορικότερο του νησιού που άνοιξε ξανά κρυμμένο στα σοκάκια της Παλιάς Αγοράς. Έπεσα πάνω «Στου Πουθενά τη Μέθη» που συνοδευόταν από «5 σφηνάκια». Έφερε την υπογραφή ενός ακόμη ντόπιου αναρχικού, του Δημήτρη Νανούρη. Ξεφυλλίζοντάς το (Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2013), το μάτι μου έπεσε στο ποίημα «Καταλονία». Οι αναφορές στον Φρανθίσκο Ασκάσο, εργάτη αρτοποιίας (σύντροφο του Ντουρούτι, με τον οποίο ίδρυσαν την οργάνωση SOCIODARIOS), και τη Φεδερίκη Μοντσένι, με έκαναν να αναρωτιέμαι πώς ανάμεσα στα 1.000 τόσα βιβλία που υπήρχαν στα ράφια ξεχώρισε αυτό, πώς οδηγήθηκα στο συγκεκριμένο ποίημα από τα 28 της συλλογής. Σαν να μου το έβαλε στο χέρι ο ίδιος ο Γιώργος, για να μου εξηγήσει το κάτι παραπάνω που δεν κατάλαβα, από την ομολογουμένως συγκροτημένη χθεσινή ανάλυσή του. (Σ #11).
Αγόρασα το μοναδικό αντίτυπο που υπήρχε. Έσκισα τη σελίδα με το ποίημα και το έβαλα σε έναν κόκκινο φάκελο να του το παραδώσω ως δώρο στην επόμενη συνάντησή μας.
Κατέβηκα στο Λιμάνι ελπίζοντας να συνέλθω από το πιάσιμο με τον πρώτο καφέ.
Μαζί μου όμως είχαν ξυπνήσει ήδη και οι 2 ΦΩΝΕΣ… Η Β.Π. ήταν και vegan, πρόσεχε τη διατροφή της και ενίοτε λειτουργούσε και ως οδηγός αυτοσυντήρησης.
«Αμάν πια με τόσους καφέδες! 12 espresso την ημέρα είναι υπερβολή. Κόψ’ τους πια! Τα πόδια σου πρήζονται και εσύ επιμένεις στις συνήθειές σου! 1 machiatto το πρωί, 5 συνεχόμενα espressakia μέχρι το απόγευμα, 2 americano και μετά άλλα 3 ristretti μέχρι τα μεσάνυχτα! Δάσκαλε που δίδασκες... Εσύ δεν μας έλεγες εχθές ότι «εδώ στη Νάξο είμαστε διακοπές και δεν έχουμε πρόγραμμα;». Ε, άλλαξέ το επιτέλους! Καλό θα κάνεις στην υγεία σου. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα πια...; Τι είσαι; Ο Mr. Starbucks;»
« Ίσως έχει μεγάλη ΑΝΑΓΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗΣ;», την σιγοντάρισε με ειρωνική γκρίνια η Φωνή 2.
Δεν τους αντιμίλησα γιατί είχαν δίκιο. Τι να τους πω δηλαδή;
Φορούσα flip flops και οι πατούσες μου έμοιαζαν με αυτές του Dumbo του μικρού ελέφαντα… Η δύναμη της συνήθειας όμως θα επικρατούσε για άλλη μια φορά. Παρήγγειλα ένα τελευταίο machiatto.
«Η ομορφιά θα νικήσει», τους αντιγύρισα, αλλά μια άλλη μέρα...
Και όμως!
Η τύχη μού επιφύλασσε άλλα σχέδια…
Δεν θα μετα-ομορφονόμουν εγώ. Θα εμφανιζόταν η ομορφιά διά τηλεφώνου.
Ιδανικές συνθήκες για διάβασμα!
Το βράδυ της Κυριακής είχα «ρουφήξει» ως την τελευταία σελίδα τη συναρπαστική πειρατική ιστορία, και άνοιγα το γιαπωνέζικο βιβλίο με πλησμονή που είχε γίνει ανυπομονησία, από την ομοιότητα της φωτογραφίας του εξωφύλλου με την Αργεντίνα μου. «Διαφορετικό και αυθεντικό», το έβρισκε ο Guardian στο οπισθόφυλλο. Το στυλ μου ήταν ασυνήθιστο. Η γραφή πιο ποιητική. Η πλοκή εκτυλισσόταν έχοντας μια ροή που έμοιαζε με όνειρο ή καλύτερα με ένα δροσιστικό καπρίτσιο. «Why not?» Πρώτα το ξεφύλλισα. Ήταν μικροκαμωμένο. Η ώρα ήταν 10 το πρωί. Έβαλα στόχο μέχρι αύριο που θα αναχωρούσα να έχω φτάσει στη σελίδα 100.
Όντως την επομένη, Τρίτη του Πάσχα κάθομαι στο ίδιο τραπεζάκι και συνεχίζω το διάβασμα.
Η κούπα με τον καλοψημένο Lavazza προσγειώθηκε αχνιστή στο μαύρο τραπεζάκι. Από τη δεύτερη σειρά καθισμάτων του Captain’s των δίδυμων ιδιοκτητών, ήλεγχα όλη την κίνηση μαζί και το πήγαινε-έλα των πλοίων της γραμμής που μπαινόβγαιναν φουριόζικα στο Λιμάνι. Το αεράκι ανέμιζε τις σημαίες, ενώ ένας ακόμη λαμπριάτικος ήλιος ζέσταινε τους πάντες και τα πάντα.
Ίσως γι’ αυτό φαίνεται ήταν η κατάλληλη ώρα ν’ ανοίξει ξανά η «ΠΥΛΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΣΕΩΝ»… Τη στιγμή που τελείωνα την ανάγνωση της σελίδας 99 και το μάτι μου έπεφτε στη δεξιά σελίδα 100, συνέβη κάτι αναπάντεχο! Για την ακρίβεια ενώθηκαν δύο micro events σε ένα!
Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο «plop» και σε nano seconds σχηματίστηκε στο μέσο της σελίδας μια καφετί κηλίδα! Ο συγχρονισμός με ανάγκασε να σταματήσω για να καταλάβω τι είχε συμβεί. Το «μυστήριο» δεν χρειαζόταν CSI για να λυθεί! Ένας ξεραμένος καρπός από την κληματαριά που στόλιζε την υπερκείμενη πέργκολα, βαρέθηκε να λιάζεται και βούτηξε να δροσιστεί. Μόνο που αντί για τη θάλασσα, βρέθηκε μέσα στον καφέ μου! Το «τσουναμάκι» υπερέβη τα χείλη του ποτηριού και έσκασε μεγαλοπρεπώς στο χαρτί. Όμως, όχι απλά στη σελίδα στόχο, ούτε απλά στη μέση της, αλλά ακριβώς στο σημείο που «στιγματίστηκε» το κείμενο και θα γεννούσε και άλλους συνειρμούς. [Σ #11 + 12]
«We’ ve come all this way. Let’s talk about something cheerful» ήταν «η φράση που ήπιε καφέ». Υπογράμμισα το επίθετο «cheerful» που σημαίνει «χαρούμενος», γιατί μετά την αρχική έκπληξη της αυτόκλητης σταγόνας, αυτό το μικρό-γεγονός ήταν όντως κάτι «χαρούμενο» και η φράση αυτή συμπτωματικά ολοκλήρωνε την κατάστασή μας (εμού και της παρέας μου, των 2 Φωνών εννοώ…).
Να δεις που αυτή η πασχαλιάτικη απόδραση από την Αθήνα στη Μύκονο και μετά στη Νάξο έκλεινε με ένα ευχάριστο twist, αυτό ακριβώς που σου προσφέρουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής.
Σήκωσα το βλέμμα μου και παρατήρησα μια εικόνα που ξύπνησε νοσταλγικές μνήμες της μαγικής παιδικής ηλικίας. Μπροστά μου έπαιζαν μπάλα τα «απαραίτητα» πιτσιρίκια κάθε πλατείας ανά τον κόσμο που σέβεται τον εαυτό της. Τα παιδιά χρησιμοποιούσαν για goalpost τα ομοιώματα των πασχαλινών λαμπάδων που είχε τοποθετήσει στο «γήπεδό τους» ο Δήμος.
Χαμογέλασα. Η απόλυτη ανεμελιά!
Είχα ξεχαστεί πάλι…
Αναρωτήθηκα αν είχε περάσει η ώρα. Ευτυχώς το πλοίο δεν φαινόταν ακόμη στον ορίζοντα. Θα προλάβαινα αν και ήμουν πλέον σίγουρος πως θα έκανα λάθος αν έφευγα και από αυτόν τον Αιγιοπελαγίτικο Παράδεισο. «Ένα ακόμη…» μονολόγησα και έστρεψα την προσοχή μου για να τσεκάρω την ώρα στην οθόνη του κινητού που συμπτωματικά εκείνη τη στιγμή αναβόσβηνε. Ήταν 12 μμ ακριβώς. Με καλούσαν. [Σ #13] Δεν αναγνώρισα τον αριθμό, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τη χαρακτηριστική φωνή της κοπέλας στην άλλη άκρη της γραμμής…
«Χριστός Ανέστη Νικόλα!», ακούστηκε cheerful με την κελαριστή της χροιά. Νόμιζες ότι γελάει, ενώ σου μιλάει.
«Αληθώς, Φωτεινή μου! Πώς με θυμήθηκες;»
«Πρέπει να σε δω επειγόντως!».
«Λείπω στα νησιά». Δεν της είπα πως επέστρεφα.
«Μόλις γυρίσεις τότε».
«Τι θα έλεγες για την Κυριακή του Θωμά;».
«Έγινε!».
«Άρχισαν τα όργανα», πετάχτηκε η Φωνή 1.
«Πάει η Maru…», συμπλήρωσε η Φωνή 2.
«Και είναι και στην άλλη άκρη του κόσμου…», συνέχισε η Φωνή 1.
«Μακαρίτισσα η μις Φλαμένγκο», την τελείωσε η Φωνή 2.
«Ακόμη δεν γυρίσαμε και άρχισαν τα ραντεβουδάκια;», επέμεινε επικριτικά η Φωνή 2.
Ήταν ανταγωνιστικές σε όποια κοπέλα μου μιλούσε. Σαν να με ήθελαν κατ’ αποκλειστικότητα…
«Σσσς... Μην γκρινιάζετε άλλο!» τους είπα και σηκώθηκα. Ζήλευαν και ας ήταν μόνο μια παλιά φίλη, όπως η Φωτεινή. Πού να ήξεραν ότι στη συνάντηση ο κίνδυνος δεν θα προερχόταν από τη Φωτεινή, αλλά από μια «μάγκισσα» ικανή να ανοίξει όχι μόνο τις πύλες των συμπτώσεων, αλλά και των στεναγμών…
Δεν πήγαινε άλλο. Θα έχανα το πλοίο. Είχε περάσει η ώρα. Το προλάβαινα οριακά.
Τα πόδια μου έτριξαν μόλις σηκώθηκα.
«Όντως ήταν πλέον ώρα να κόψω και τους πολλούς καφέδες», και το είχα πάρει πια απόφαση.
«Πάμε Αθήνα και από εδώ και πέρα το γυρνάμε στο τσάι», τους είπα για ν’ αλλάξω την ατζέντα.
«Πφφφ γέρασες….», μου πέταξε η Φωνή 2.
«Καλά εσύ θα με τρελάνεις. Τόσο καιρό δεν με έπρηζες για να μην πίνω καφέ και πρήζομαι;».
«Έλα μωρέ, είπαμε και εμείς μια κουβέντα. Αφού μύρισε καλοκαιράκι. Χάθηκε ένα ουζάκι;».
Τελικά θα με στείλουν αδιάβαστο παρά το τόσο διάβασμα, αλλά δεν μπορώ και χωρίς αυτές… Αν δεν τις είχα, θα με παρέσυραν «οι άλλες», οι πραγματικές.
Φορτώνομαι το backpack και τρέχω προς το ανυπόμονο πλοίο.
Τελειώνω την ανάγνωση στο κατάστρωμα. Έχουμε ξανοιχτεί στο πέλαγος. Το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου ανταγωνίζεται σε ομορφιά το κείμενο, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή μου από τις σελίδες. Είναι σαν να γίνονται ένα, η υδάτινη εικόνα που με περικυκλώνει και αυτή που περιγράφει ο Murakami: « If you gathered together all the shades of blue in the world and picked the blues, the epitome of blue, this was the color you would choose…»
Αν συγκέντρωνες όλες τις αποχρώσεις του μπλε στον κόσμο και διάλεγες «Το Μπλε», την επιτομή του μπλε, αυτό είναι το χρώμα που θα διάλεγες». [Σ #14]
Και κλείνει ο σπουδαίος Ιάπωνας με τη φράση: «I saw rain falling on the sea. Rain softly falling on a vast sea… The rain strikes the surface of the sea, yet even the fish don’t know it is raining». «Είδα τη βροχή να πέφτει στη θάλασσα. Απαλή βροχή να πέφτει σε μια αχανή θάλασσα. Βροχή που χτυπάει την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά ούτε τα ψάρια δεν καταλαβαίνουν ότι βρέχει». Με αυτή τη φράση κλείνει το βιβλίο του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ανάμεσα στο στενό της Τήνου και της Άνδρου, μας πιάνει ψιλόβροχο. [Σ #15]
Συμπτώσεις;
Εσείς ξέρετε ή μάλλον εσείς νιώθετε….
(Επιστρέφοντας με το πλοίο της γραμμής από ένα ακόμη υπέροχο Ελληνικό Πάσχα)