Ταξιδια

Επιδαύρια φιλοξενία: Τι δεν μου άρεσε

Ένα τριήμερο στην Επίδαυρο αρκεί για να διαπιστώσεις ότι η φιλοξενία δεν είναι το φόρτε του τόπου που εξήντα και βάλε καλοκαίρια φιλοξενεί το πιο σπουδαίο Φεστιβάλ της Ελλάδας

Δημήτρης Παπαδόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εντυπώσεις από τη φιλοξενία στην Επίδαυρο με αφορμή ένα καλοκαιρινό ταξίδι.

Το ραντεβού για το Σαββατοκύριακο του Ιουλίου στην Επίδαυρο το περίμενα από τη στιγμή που ανακοινώθηκε το πρόγραμμα. Ουσιαστικά όμως το περίμενα δυο καλοκαίρια τώρα: να μπορούμε να ταξιδέψουμε, να δούμε τις δυο παραστάσεις, να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα, να φάμε στον Λεωνίδα, να δούμε φίλους.

Φτάσαμε νωρίς το πρωί της Παρασκευής στην Επίδαυρο, τα δωμάτια κλεισμένα παντού, τελευταία στιγμή βρήκαμε από γνωστό γνωστού ένα δωμάτιο στη Νέα Επίδαυρο. Πάρα πολύ φτηνό, πάρα πολύ παρατημένο. Καθαρό αλλά τι σημασία έχει όταν μπάνιο, νεροχύτης, πετσέτες είναι μεγαλύτερες σε ηλικία από μένα; Δεν δίνουμε σημασία, βρισκόμαστε τον παράδεισο επί γης με φανταστική θάλασσα και απίθανη βλάστηση, τι πειράζει αν δεν έχει ντουζιέρα; Θα κάνουμε ντους στον κήπο. «Πώς σας φαίνεται το δωμάτιο;», μας ρωτά η πολύ ευγενική κυρία που μας το παραχωρεί. «Πολύ ωραίο», είπαμε.

Οι βουτιές στο Γιαλάσι μάς αποζημιώνουν. Ο ενθουσιασμός μας είναι μεγάλος: την Παρασκευή θα βλέπαμε τους «Πέρσες» και το Σάββατο το «Ρίζες από Βαμβάκι». Το απόγευμα κατευθυνόμαστε προς μια ταβέρνα εκεί κοντά, χωμένη μέσα στις ελιές και τις πορτοκαλιές. Από το τηλέφωνο μας είχαν ειδοποιήσει ότι είναι ανοικτά μέχρι τις 22:30. Ο καθένας ορίζει την πελατεία του, πολύ λογικό. Με τόνο επιτακτικό μας το εξηγούν και δια ζώσης. «Πρέπει επιτέλους να αλλάξουμε συνήθειες», μας λένε. ΟΚ, κατανοητό αλλά σίγουρα δεν θα πάω με τον κολοκυθοκεφτέ στον φάρυγγα στις 20:00 στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, να περπατήσω και να ανέβω σκαλιά. Ίσως στο West End του Λονδίνου η ιδέα να πετύχει. Είναι πέντε και κάτι, τρώμε, ζητάμε να πληρώσουμε και μας έρχεται παραγγελιόχαρτο με τα λεφτά γραμμένα στο χέρι. «Καλύτερα μετρητά!», έκρωξε ενθουσιασμένη η κυρία που πληρώσαμε με παραδάκι αληθινό.

Στο website του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου διαβάζω: «μια εικοσαετία περίπου νωρίτερα (από την πρεμιέρα του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο το 1955) ο Ροντήρης, με το Εθνικό Θέατρο, είχε εγκαινιάσει και το θέατρο της Επιδαύρου. Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί μετά την αρχαιότητα, το 1938, ήταν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο». Ουσιαστικά όμως ξεκίνησε το 1954, μετά τον πόλεμο και την αναταραχή. Σχεδόν 70 καλοκαίρια τώρα, κόσμος από όλον τον κόσμο συρρέει εκεί, διαμένει εκεί, τρώει και ψυχαγωγείται εκεί. Κι όμως (με εξαιρέσεις που θα αναφέρω), μοιάζει σαν τον τόπο να μην τον νοιάζει αυτό το κοινό και αυτή η φήμη παρά μόνο αυτό το έσοδο. Ή να μην τον νοιάζει να βελτιώσει τίποτα ακριβώς επειδή ο κόσμος θα συρρεύσει.

© Δημήτρης Παπαδόπουλος

Προσεγγίζοντας το θέατρο της Επιδαύρου, η συγκίνηση καλύπτει όλα τα υπόλοιπα. Η κίνηση των αυτοκινήτων ρέει ομαλά, τροχονόμοι κατευθύνουν την κίνηση, παρκάρουμε εύκολα κι ακόμη πιο εύκολα μπαίνουμε στο θέατρο. Στο Ξενία πίνουμε στα γρήγορα έναν καφέ και παρά τον κόσμο που δειπνεί ή πίνει το απεριτίφ του, η εξυπηρέτηση είναι υποδειγματική. Το ίδιο και στην έξοδο: οι ευγενικοί συνεργάτες του Φεστιβάλ μάς καθοδηγούν, το θέατρο αδειάζει γρήγορα, η ροή των αυτοκινήτων είναι και πάλι ομαλή παρά τους χιλιάδες επισκέπτες. Η εμπειρία του θεάτρου είναι απαράμιλλη και απαράλλακτη στα χρόνια, ό,τι κι αν επιλέξει ένας δημιουργός να παρουσιάσει εκεί. Με μικρόφωνα, χωρίς μικρόφωνα, με σκηνικά ή χωρίς, η εμπειρία της Επιδαύρου είναι μοναδική.

Είναι μια μεγάλη γιορτή: λίγο αργότερα, στον Λεωνίδα στο Λυγουριό, η πολυπληθής ομάδα ετοιμάζεται να υποδεχτεί το φιλοθεάμον κοινό που καταφτάνει πεινασμένο για φαγητό και κουβέντα. Πλατιά χαμόγελα κι αγκαλιές, συγχαρητήρια στον Χρήστο Λούλη και την έξοχη ερμηνεία του. Ο Γιώργος, ο γιος του Λεωνίδα, καθηγητής τους χειμώνες κι έξοχος οικοδεσπότης τα Σαββατοκύριακα της Επιδαύρου, μας θυμάται με τα ονόματά μας και συντονίζει τα άπειρα τραπέζια. Ένας άλλος κόσμος αβρότητας και χαράς.

© Δημήτρης Παπαδόπουλος

Την επόμενη μέρα θα βουτούσαμε στην παραλία Γκλιάτη της Παλιάς Επιδαύρου όπου εκεί βρίσκεται η βυθισμένη πολιτεία από τον 12 π.Χ αιώνα. Τα ευρήματα είναι ορατά κι απέχουν μερικά μόλις μέτρα από την ακτή. Μια καμένη από τον ήλιο πινακίδα στον μώλο έξω από τα αρχαία είναι η μόνη σήμανση. Στο καφενείο- εστιατόριο με τις φθαρμένες ξαπλώστρες ακριβώς απ΄ έξω, η κοπέλα που μας εξυπηρετεί δεν μιλάει ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά. Ζητώντας να πληρώσουμε και πάλι ήρθε παραγγελιόχαρτο. Πληρώσαμε με μετρητά. Καφέ δεν σερβίρουν τα μεσημέρια «γιατί τώρα έχει πολύ κόσμο».    

Για να φτάσουμε το ίδιο βράδυ στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου θα παρακολουθούσαμε τις «Ρίζες από Βαμβάκι», την ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου στην Κάλλια Παπαδάκη στο πλαίσιο του κύκλου Contemporary Ancients. Είναι φανταστική η πρωτοβουλία της καλλιτεχνικής διευθύντριας, Κατερίνας Ευαγγελάτου να φέρει στο σήμερα, μέσα από τα μάτια και τα λόγια Ελλήνων συγγραφέων, τους αρχαίους συγγραφείς. Ακολουθώντας τις πινακίδες, οδηγούμαστε σε έναν στενό δρόμο όπου μια κυρία μας ενημερώνει ότι δεν επιτρέπεται να μπούμε κι ότι θα πρέπει να πάμε από τον άλλο δρόμο «από το λιμάνι». Ψελλίζω ότι οι πινακίδες μας στέλνουν εδώ, πούλμαν και αυτοκίνητα κι ότι κάποιος θα έπρεπε να ενημερώνει εκείνους που δεν γνωρίζουν. Αποφασίζουμε να πιούμε έναν καφέ εκεί όπου αργότερα θα τρώγαμε. Καθώς παρκάρουμε στον αφύλακτο πορτοκαλεώνα μας ειδοποιούν να μην το αφήσουμε εδώ και να πάμε από την άλλη μεριά. Του εξηγούμε ότι θα φάμε μετά στο απέναντι εστιατόριο κι ότι θα κάτσουμε για καφέ αλλά και πάλι δεν τον πείσαμε. Έπρεπε να πάρουμε το αυτοκίνητο.

© Δημήτρης Παπαδόπουλος

Αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το θέατρο και η Μία θα πήγαινε το αυτοκίνητο από το λιμάνι, όπως μας ενημέρωσε η κυρία που απαγόρευε την είσοδο. Να σημειώσω ότι ορθώς απαγόρευε την είσοδο καθώς δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να παρκάρουμε. Το θέμα είναι ότι θα μπορούσαν οι οδηγοί να πηγαίνουν απευθείας στο πάρκινγκ του θεάτρου. Το οποίο όμως αγνοούν οι κάτοικοι, διότι δέκα λεπτά μετά και η Μία δεν το έχει βρει. Όποιον ρωτά, της απαντάει να ξαναπάει στο σημείο που η κυρία μας απαγόρευσε να μπούμε. Inception.

© Δημήτρης Παπαδόπουλος

Τα καταφέρνουμε. Η παράσταση μας αποζημιώνει: το κείμενο, ο ρυθμός της σκηνοθέτιδας Έφης Θεοδώρου, ο Μοθωναίος, ο Αβαρικιώτης, η Κεχαγιόγλου, ο Τζωρτζάκης. Στα κλειστά φώτα παρακολουθώ τη δράση της παράστασης αλλά και τις μεγάλες νταλίκες που περνούν από τον επαρχιακό δρόμο ψηλά στο βουνό. Ακούω τα μηχανάκια που περνούν έξω από το θέατρο και σκέφτομαι ότι εκεί, στον πυρήνα της τέχνης, οι κάτοικοι γυρνούν την πλάτη στην πλατεία και τους θεατές και ταξιδιώτες. Σαν αυτά τα 7-8 Σαββατοκύριακα απλώς να διαταράσσουν την καθημερινότητά τους κι όχι να τη διαμορφώνουν.