Ταξιδια

Η Εύβοια του Αλέξανδρου Τσιοτίνη

«Εκεί μπορείς ν’ απολαύσεις μια υπέροχη μακαρονάδα με κωλοχτύπα που την έχει ψαρέψει ο ίδιος ο Αντώνης, στο ταβερνάκι του που είναι κι αυτό πάνω στο νερό»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 836
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης, σεφ, ιδιοκτήτης του εστιατορίου CTC που φέτος απέκτησε το πρώτο του αστέρι Michelin, γράφει για τη δική του Εύβοια

Η Ελλάδα μας και τα νησιά της, ένας τόπος μαγικός στο μυαλό όλων μας, ευλογημένος. Και έχουμε άδικο; Τι έχει να ζηλέψει αυτή η χώρα… Ένας τόπος που οι ακτίνες του ήλιου τον λούζουν 10 μήνες τον χρόνο και έχει μάθει σε όλον τον κόσμο αυτή τη μαγική ελληνική λέξη, τη φιλοξενία.

Με ρωτάτε να σας πω για το αγαπημένο μου νησί… Τα τελευταία καλοκαίρια, κάνοντας consulting σε ωραία εστιατόρια, πηγαινοέρχομαι συνέχεια στα υπέροχα κυκλαδίτικα νησιά, την Πάρο, την Ίο, τη Σαντορίνη αλλά και στην Κέρκυρα, στη Σάμο… πώς να ξεχωρίσω ένα ανάμεσα σε τόσα;

Γι’ αυτό θα σας μιλήσω για ένα μέρος που για μένα, στο ντουλάπι των αναμνήσεων, έχει κερδίσει τον περισσότερο χώρο.

Είναι η Εύβοια και κυρίως η βόρεια πλευρά της.

Εκεί μόλις άγγιξα τα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια, μου ανακοίνωσε ο πατέρας μου πως αγόρασε, τότε, ένα μικρό οικοπεδάκι. Πάνω στη θάλασσα, στην κυριολεξία… Για να καταλάβετε, πάμε από την Αθήνα στα Καμένα Βούρλα με το αυτοκίνητο, το αφήνουμε εκεί, παίρνουμε το «σκαφάκι» μας και τσουπ περνάμε απέναντι και δένουμε στην… αυλή μας! Στην αρχή στήσαμε ένα τροχόσπιτο. Λίγο καιρό μετά, φτιάξαμε και ένα ξύλινο σπιτάκι, βάλαμε και μια ξύλινη εξέδρα, τύπου βεράντα, λουλουδάκια, έχουμε και δέντρα, λεμονιές και μια συκιά με ολόγλυκα σύκα – έχετε ακούσει, φαντάζομαι, για τα ξακουστά σύκα της Εύβοιας… Ακόμα και σήμερα το λέει ο πατέρας μου… «σπίτι όσο χωρείς και θέα όσο θωρείς», και είναι ακριβώς αυτό! Ένα λιλιπούτειο σπίτι που χωράει φίλους, συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους – είμαστε της άποψης «όλοι οι καλοί χωράνε».

Απέναντι από εμάς είναι τα Λιχαδονήσια, ένα φανταστικό μέρος, με γαλαζοπράσινα νερά και πεντακάθαρες παραλίες που τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ διάσημα και μαζεύουν πολύ κόσμο. Ε, εμείς τους βλέπουμε από απέναντι και ζούμε τη δική μας υπέροχη, κοσμοπολίτικη «εξ απεναντίας», απομόνωση!

Οι μέρες κυλούν χαλαρά και ράθυμα. Το πρωί, δηλαδή το χάραμα, με παίρνει ο πατέρας μου και πάμε για ψάρεμα. Εγώ στα 5 λεπτά βαριέμαι και την πέφτω όπου βρω και κοιμάμαι, ο δε πατέρας μου συνεχίζει να νομίζει ότι ψαρεύει..  Κατά τα λοιπά, οι βουτιές με το που ξυπνάς και οι βόλτες στο δάσος με τα ποδήλατα είναι μόνο η αρχή της ημέρας, ή αλλιώς ο λόγος-αφορμή να πάρεις μετά τον δρόμο προς το μικρό γειτονικό χωριουδάκι, τον Αϊ-Γιώργη. Εκεί μπορείς ν’ απολαύσεις μια υπέροχη μακαρονάδα με κωλοχτύπα που την έχει ψαρέψει ο ίδιος ο Αντώνης, στο ταβερνάκι του που είναι κι αυτό πάνω στο νερό.

Θα φάω τόσο πολύ, που το μόνο που θέλω μετά είναι μια μεσημεριανή σιέστα, αλλά κι εκεί έχω την καλύτερη! Φεύγω με το αυτοκίνητο, παίρνω τον δρόμο προς Κρέμαση, εκεί δίπλα στους καταρράκτες, θα ξαπλώσω και θα αφήσω τον ήχο του νερού να με χαλαρώσει.

Μέχρι να πιάσει το σούρουπο, όπου θα ανηφορίσω το βουνό και θα βρω το οινοποιείο του Βρυνιώτη στα Γιάλτρα. Θα με υποδεχτεί ο  Γιώργος, και θα με βάλει σ’ ένα τραπεζάκι να χαζεύω τον ήλιο που ψάχνει τη θέση του γι’ ανάπαυλα. Θα μιλήσουμε για τον τόπο, για το σταφύλι, τον τρόπο που τον οδηγεί η φύση να οινοποιήσει τα υπέροχα κρασιά του, ενώ φυσικά εγώ τσιμπάω και το κατιτίς μου.

Έτσι μου αρέσει να περνάω τα καλοκαίρια μου, ανέμελα και ξεχωριστά…

* Ο Αλέξανδρος  Τσιοτίνης  είναι σεφ, ιδιοκτήτης του εστιατορίου CTC,  και φέτος απέκτησε το πρώτο του αστέρι Michelin.