- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Σκιάθος του συγγραφέα Βασίλη Δανέλλη
Θα σταθώ στα ερείπια των πρώτων ανθρώπων, των Πελασγών, και θα κοιτάξω χαμηλά τα αγόρια που παίζουν στη θάλασσα.
Σκιάθος: Ο Βασίλης Δανέλλης γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice
Σκιάθος: Σηκώνω το χέρι να σκιάσω το μέτωπό μου που πλημμυρίζει ιδρώτα. Η τράτα σκίζει τη θάλασσα ασθμαίνοντας. Γλιστράει αργά, παράλληλα με την ακτή, έχοντας βάλει πλώρη για το παλιό λιμανάκι που θα φανεί σε λίγο πίσω από τον ψηλό βράχο. Κοιτάζω τις αγριελιές και τα πουρνάρια που σκαρφαλώνουν στις απότομες πλαγιές του, τα λευκά σπίτια με τις κεραμοσκεπές που φυτρώνουν από την κορφή ως τη ρίζα του, εκεί που τον γλείφει το κύμα και μαζεύονται τα παιδιά για να ψαρέψουν κάβουρες στους νερόλακκους της πέτρας και ύστερα φαίνεται επιτέλους η αμμουδιά με τα κορίτσια που ψήνονται στον ήλιο και τα αγόρια που παίζουν ρακέτες ώσπου να πεινάσουν και να γυρέψουν στην άκρη του μικρού λιμανιού τα τηγάνια της μαγείρισσας που είναι γεμάτα καλαμάρια και φρεσκοκομμένες πατάτες.
Εκεί στην ταβέρνα είναι που βλέπω το γέροντα με τα μακριά γένια, τα σκούρα ρούχα και τα σκονισμένα παπούτσια να μπεκροπίνει μονάχος με τα μάτια κλειστά και το πιγούνι ακουμπισμένο στο στέρνο του σαν να λαγοκοιμάται ή να προσεύχεται. Μέρες τώρα προσπαθώ να του πιάσω κουβέντα, αλλά βρίσκει τρόπο και ξεγλιστράει μόλις κάνω να πλησιάσω. Την τρίτη φορά νόμισα πως άρχισα να χάνω τα λογικά μου, ότι ο γέρος είναι πνεύμα ή παραίσθηση του καλοκαιριού. Τον ξέρουν όμως όλοι στο νησί. Μου έδειξαν και το σπίτι του με τους σοβατισμένους τοίχους, τα καφετιά παντζούρια και την αυλή με την παλιά λεμονιά που γέρνει πάνω από τη μαντζουράνα και τις γλάστρες του βασιλικού.
Η βάρκα δεν λέει να επιταχύνει και ξάφνου με πιάνει αγωνία πως δεν θα τον προφτάσω ούτε τώρα. Θα σας βρω μετά, πετάω στην παρέα μου και βουτάω στο κύμα. Το νερό σβήνει τις φωνές τους, σβήνει τα πάντα εκτός από το λευκό βυθό και τα φύκια που σχηματίζουν συστάδες εδώ κι εκεί. Κουνώ τα χέρια και τα πόδια με όλη μου τη δύναμη, αλλά το μακροβούτι μοιάζει ατέλειωτο.
Είμαι πια σίγουρος ότι μόλις βγω στη στεριά θα δω το γέροντα να ξεμακραίνει. Θα τρέξω ξοπίσω του, μακριά από τα πλήθη των τουριστών με τα πλατύγυρα καπέλα, τους κόκκινους σβέρκους και τα μυρωδάτα αντηλιακά, πέρα κι από τις μαυροντυμένες γυναίκες που ανάβουν τα κεριά στις εκκλησιές των λόφων, τους ψαράδες με τους ξεφλουδισμένους ώμους που ξεμπλέκουν τα δίχτυα και τους γιους τους που καλαφατίζουν τα καΐκια με δάχτυλα γεμάτα πίσσα. Δεν θα σταθώ ούτε για να βοηθήσω τη γριά με το άρρωστο μωρό που ξαποσταίνει στο ξερό πηγάδι, γιατί θα τον δω να σκαρφαλώνει στα βράχια και να κατευθύνεται στο βορρά του νησιού. Όταν φτάσω στον Ξάνεμο θα έχει εξαφανιστεί. Θα σταθώ στα ερείπια των πρώτων ανθρώπων, των Πελασγών, και θα κοιτάξω χαμηλά τα αγόρια που παίζουν στη θάλασσα. Ο ένας κάνει ότι πνίγεται κι ο άλλος τον τραβά πάνω σε ένα βαρκάκι και τον βγάζει στα βότσαλα όπου ξαπλώνουν ξέπνοοι και γελούν. Τότε θα τον διακρίνω πάλι να τρέχει, προς το νότο αυτή τη φορά, μέχρι το δάσος με τις κουκουναριές. Μέσα του ακούγονται ποδοβολητά και χαρούμενες φωνές, μα τα παιδιά δεν φαίνονται πουθενά, όσο κι αν ψάξω στα δεντρόφυτα μονοπάτια που οδηγούν στη λίμνη. Ο γέροντας όμως δεν θα είναι ούτε στην καλύβα που σαπίζει στην όχθη της. Εκεί είναι που θα παραιτηθώ, τρίβοντας τα πληγωμένα από τις πέτρες και τα αγκάθια πόδια μου, ώσπου θα ακούσω κάποιον να βουτάει πίσω από τους λόφους όπου φυτρώνουν οι κρίνοι της άμμου. Θα σκαρφαλώσω και θα τη δω να λούζεται στα νερά της θάλασσας που το επιδέξιο καλαμάρι έχει βάψει βαθυπράσινα με το μελάνι του.
Με προσέχει και με καλεί κοντά της κι όταν τρέχω, εκείνη βυθίζεται στο νερό κι εγώ πηδάω στο κύμα, αλλά τα μαλλιά της έχουν γίνει συστάδες από φύκια κι η αναπνοή μου λιγοστεύει και βγαίνω στην επιφάνεια να γεμίσω τα πνευμόνια μου και βλέπω τους φίλους μου στην τράτα να μου κουνούν το χέρι κι έπειτα να βουτάνε κοντά μου ένας-ένας, γελώντας και φωνάζοντας.
*Ο Βασίλης Δανέλλης είναι συγγραφέας. Το δεύτερο μυθιστόρημά του «Λιβάδια από ασφοδίλι» κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη.