Ταξιδια

Η Μύκονος του Παύλου Γαλακτερού

«Η δικιά μου Μύκονος είναι γεμάτη με παιδικές αναμνήσεις, παιχνίδια στη θάλασσα, ψάρεμα με τον πατέρα μου και ωραίο φαγητό. Η δική μου εκδοχή για το τι είναι ζωάρα δηλαδή»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 793
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παύλος Γαλακτερός (τεχνικός ήχου και φωτισμού) γράφει για τη δική του Μύκονο

Μεγάλωσα στη Μύκονο. Αν ισχύει δηλαδή ότι τα παιδιά μεγαλώνουν τα καλοκαίρια, τότε εγώ μεγάλωσα κάπου ανάμεσα στα στενά της Χώρας και στην παραλία του Καλαφάτη και του Ορνού, όταν δεν υπήρχε ούτε μια ομπρέλα να νοικιάσεις και ο πατέρας μου κουβαλούσε ψάθες, πετσέτες και μπουκαλάκια με νερό. Υποθέτω ότι η τόσο έντονη ανάπτυξη ήρθε την τελευταία 15ετία και ήταν τόσο ραγδαία που από καλοκαίρι σε καλοκαίρι χάναμε μικρά κομμάτια της ανεξαρτησίας μας. Να μπορείς δηλαδή σαν παιδί να πας να παίξεις κάπου με τα κουβαδάκια σου χωρίς να φοβάσαι ότι θα κουτουλήσεις σε ξαπλώστρες που νοικιάζονται 400 ευρώ και δεν θα σε πατήσει στο δρόμο κανένα Cayenne, αν τολμήσεις να παίξεις κρυφτό με τους φίλους σου.

Τότε λοιπόν πηγαίναμε για φαγητό τα μεσημέρια με τον πατέρα μου στο Βandanna που μέχρι πρόσφατα ήταν στη στροφή προς τον Καλαφάτη από εκεί που σήμερα πηγαίνεις στη Σπηλιά και στην παραλία της Αγίας Άννας. Τρώγαμε γνήσια ιταλικά ζυμαρικά και πίτσα που μου φαινόταν το πιο ωραίο φαγητό του κόσμου (και είναι) και πάντα στο τέλος τελειώναμε με το περίφημο calzone dolce που τότε το έλεγα απλά «σκεπαστή πίτσα με σοκολάτα». Αν τα παιδικά μου χρόνια είχαν γεύση ήταν αυτό το καλτσόνε από το Βandanna. Πήγα πολύ πρόσφατα ξανά εκεί που έχουν μεταφερθεί πια –πάνω στον κεντρικό δρόμο από την Άνω Μερά προς την Ελιά– και έφαγα ακριβώς τα ίδια. Μας τα σέρβιρε η ίδια σερβιτόρα από την Πολωνία που κάθε χειμώνα τα τελευταία 20 χρόνια ορκίζεται ότι δεν θα ξαναέρθει στη Μύκονο και κάθε καλοκαίρι είναι εδώ και, ρε φίλε, η γεύση ήταν ακριβώς ίδια. Μάλιστα έφαγα και μύδια αχνιστά που μικρός τα έβλεπα μπλιαχ και τώρα έκανα και παπάρα με ψωμί μέσα στο ζουμί με το σκόρδο και έγλειψα τα δάχτυλά μου μετά για να μη χάσω σταγόνα από τη γεύση.

Ξέρεις, στη Μύκονο μπορείς να κάνεις όντως ζωάρα. Μπορείς να ζήσεις σαν ζάμπλουτος Άραβας που κυνηγάει sex drugs and rock ’n roll, σαν νεόπλουτος που κυκλοφορεί με ό,τι πιο ακριβό υπάρχει για να τον γράψουν οι εφημερίδες, να ανοίξεις σαμπάνιες των 70.000 ευρώ, να μείνεις σε σουίτες των 100.000 ευρώ, να κάνεις βασικά ό,τι σου έρθει στο κεφάλι για να ξοδέψεις τα λεφτά σου αν σου περισσεύουν και πρόβλημά σου. Μπορείς όμως να πας για μπάνιο στο Αγράρι ή στη Λια και στον Άγιο Σώστη και να κολυμπήσεις στα πιο συγκλονιστικά νερά του κόσμου. Γιατί πολλά αρνητικά μπορεί να πεις για τη Μύκονο αλλά για τις παραλίες δεν σηκώνω κουβέντα.

Μπορείς να φας στο Ό,τι απόμεινε στην Άνω Μέρα και αντί να κατέβεις στη Χώρα να πας στα χωριά και να βρεις την παλιά Μύκονο που δεν ενδιαφέρεται να γνωρίσει το jet set.

Ως ενήλικας πια έρχομαι στη Μύκονο κυρίως για τη δουλειά. Εργάζομαι στην εταιρεία του θείου μου που κάνει στο νησί μεγάλα events σε ξενοδοχεία, πάρτι και φαντασμαγορικούς γάμους. Έχουμε παντρέψει Έλληνες, Αμερικανούς, Κινέζους και Ινδούς που έφεραν από την πατρίδα τους χρυσά μαχαιροπήρουνα για το τραπέζι στους καλεσμένους κι εμένα μου φαίνεται έως και συγκινητικό που άνθρωποι απ’ όλον τον πλανήτη ονειρεύονται να έρθουν σε αυτό το μέρος και να ζήσουν εδώ μια τόσο σημαντική μέρα για τη ζωή τους. Και αφήνουν και τα λεφτά τους στην Ελλάδα, να τα λέμε κι αυτά. Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι η δικιά μου Μύκονος είναι γεμάτη με παιδικές αναμνήσεις, παιχνίδια στη θάλασσα, ψάρεμα με τον πατέρα μου και ωραίο φαγητό, τη δική μου εκδοχή για το τι είναι ζωάρα δηλαδή.

Παύλος Γαλακτερός είναι τεχνικός ήχου και φωτισμού.


Βρείτε τον καλοκαιρινό οδηγό της Μυκόνου εδώ