Ταξιδια

Η Χαλκιδική του Στέφανου Παραστατίδη

«Πόρτο Κουφό, μια καρδιά που στάζει θάλασσα»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 793
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο γιατρός και Γραµµατέας Οργανωτικού του ΚΙΝΑΛ, Στέφανος Παραστατίδης, γράφει για τη δική του Χαλκιδική.

Χαλκιδική, δεύτερο πόδι, στη µύτη. Τόσο κοντά για να µπορώ να φτάσω απρογραµµάτιστα µα και τόσο µακριά – ίσα να νιώθω την απόσταση από τη βουή.

Στη Νικήτη συναντιέµαι µε την τελευταία κίνηση. Το φανάρι ανάβει και σβήνει αποπνικτικά καθώς κονταίνει η ουρά, τα µαγαζιά στις άκρες του δρόµου µε πνίγουν σαν συµπληγάδες· παλεύω να βάλω µια δευτέρα στο σασµάν, να περάσω ανάµεσα από τη φασαρία. Εκεί αρχίζει να σβήνει σιγά-σιγά η βουή· και έρχεται µια άλλη βουή, αυτή της θάλασσας.

Ο δρόµος κάνει ζικ-ζακ, µε δροσίζει καθώς κατηφορίζω δυτικά του ποδιού, το AC κλείνει κι ο αγέρας από το παράθυρο µου ψιθυρίζει στ’ αυτί πως κοντεύω. Πάντα κάποιος οδηγός βρίσκεται µπροστά, στο ρελαντί, να µε βασανίζει σαν το στραβό διάφραγµα της µύτης. Ξαναµαζεύω θόρυβο καθώς προσπερνώ, στις ελάχιστες µικρές ευθείες του δρόµου.

Στο πλάι µε ηρεµεί το γαλάζιο τού Άι Γιάννη και της ακτής Κοβιού. Προσπερνώ την ακτή Καλογριάς µε την υπέροχη «οικογενειακή θάλασσα» – κάποτε ένας φίλος που «είδε και έπαθε» από τις παιδικές τσιρίδες τη χαρακτήρισε «γούρνα µε µωρά». Η γαλαζοπράσινη Λαγόµανδρα παρακάτω είναι µια παραλία-σειρήνα µα δεν σταµατώ. Πρέπει να φτάσω στη µύτη. Λίγο πιο πέρα ο Μαρµαράς, το τελευταίο καταφύγιο του τσούρµου. Υπέροχα ιταλικά παγωτά και ένα πετρόχτιστο µπαράκι στη θάλασσα έρχονται ως θύµησες, καθώς κινούµαι στις παρυφές. Συνεχίζω· η µουσική ανακατεµένη µε τεκίλα καπνίζει πάνω από το έθνικ µπαράκι· οι θαµώνες κατακόκκινοι από τη ζέστη και το αλκοόλ, µε το ίδιο εξάνθηµα της πεταλούδας στο πρόσωπο, πλαγιάζουν όπως οι ινδιάνοι σε σκηνές στην παραλία µόλις «γεµίσει» η µέρα τους. Η πινακίδα γράφει Αρετές. Ανάβω φλας –όχι δεξιά, ανάποδα του αριστερά–, µπαίνω στον χωµατόδροµο, σηκώνω το παράθυρο µη µε φάει η σκόνη. Πέντε µαρτυρικά λεπτά καθώς µε γυροφέρνουν οι λακκούβες και λίγο πριν µε πιάσει το ανακάτεµα συναντώ το γαλανόλευκο ταβερνάκι· µπροστά η θάλασσα. Κοιτάζω δεξιά, το µέρος µου είναι λίγο παραπέρα. Μία ξύλινη κατασκευή στο βάθος, ένα λυκόσκυλο να τρέχει πέρα δώθε, ένα βαρκάκι µε άµµο και ανθισµένα λουλούδια, τραπέζια και καρέκλες υπό παχιά σκιά και µια υπέροχη θάλασσα. Τσίπουρο, διάβασµα, βουτιές – µέχρι να σβήσει ο ήλιος. Ξανά στο αµάξι, µέχρι να φτάσω στο τέρµα µου.

Το Πόρτο Κουφό ξεπροβάλλει καθώς τρίβω τα πόδια να φύγει η ενοχλητική άµµος του ξυπόλυτου οδηγού ανάµεσα στην πατούσα και τον συµπλέκτη – σαν χαιρετισµός, ένα πράγµα. Αν δεν το ξέρεις το µέρος θαρρείς είναι λίµνη. Τα νερά ατάραχα, γύρω-γύρω κλειστά, τα καΐκια σκόρπια, ίσα µια χαραµάδα που τα βγάζει στη θάλασσα.

Είναι ο «Κωφός λιµήν» των αρχαίων Ελλήνων, όπως τον αναφέρει ο Θουκυδίδης, διότι αν σταθείς µέσα στον κόλπο δεν ακούγεται καθόλου η βουή της θάλασσας. Το θέαµα του λιµανιού από ψηλά είναι µοναδικό, καθώς σχηµατίζεται µια καρδιά που στάζει θάλασσα.

Το ψαροχώρι περιστοιχίζεται από ταβερνάκια που το φωτίζουν θαµπά στο λυκόφως, ενώ το φεγγάρι είναι λες η τελευταία πινελιά ενός πίνακα τού απάνεµου. Μετά από ένα καλό φαγητό και αρκετό κρασί, η βόλτα στην προβλήτα γίνεται µαγική. Κάπως σαν να διασχίζεις έναν αεροδιάδροµο µα τίποτα δεν είναι τόσο γήινο και τόσο όµορφο όσο εκείνο το περπάτηµα. Εκεί ερωτεύεσαι.

Αν µου λέγανε ότι θα µε µάγευε ένα ψαροχώρι, θα το θεωρούσα σχεδόν «κουφό». Μα δεν τρώω καν ψάρι, ακόµη και η µυρουδιά µε διώχνει. Εµένα µού κάνουν τα δέντρα, οι δροσιές. Με τι άραγε θα αντάλλασσα ένα µεγάλο πλάτανο, µια καρέκλα σκηνοθέτη, ένα βιβλίο και µία κρύα µπίρα; Να, όµως, βρέθηκε κάτι. Κάτι ανάµεσα στις βουές να µε ηρεµεί.

Στέφανος Παραστατίδης είναι γιατρός, Γραµµατέας Οργανωτικού του ΚΙΝΑΛ.

Βρείτε τον καλοκαιρινό οδηγό για την Χαλκιδική εδώ.