- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Ύδρα της Μάγιας Τσόκλη
«Την Ύδρα την ξέρω απ’ έξω με κλειστά μάτια. Όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο νησί. Ήταν το κέντρο μου, το σπίτι μου, το σημείο αναφοράς μου»
Η δημοσιογράφος Μάγια Τσόκλη γράφει για τη δική της Ύδρα.
Την Ύδρα την ξέρω απ’ έξω με κλειστά μάτια. Όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο νησί. Ήταν το κέντρο μου, το σπίτι μου, το σημείο αναφοράς μου. Μία από τις κλασικές καρτ ποστάλ της Ύδρας της δεκαετίας του ’70 είχε το σπίτι της κυρίας Μπήλιως. Στη μικρή αυλή της, λίγο πιο πάνω από τα Καλά Πηγάδια, ταίριαζαν περιέργως όλα τα βασικά και συμπληρωματικά χρώματα λαδομπογιάς που κυκλοφορούσαν στο νησί και που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για τις βάρκες τους. Με τη χαρακτηριστική αξιοζήλευτη λαϊκή τόλμη λοιπόν, κάθε αρχή καλοκαιριού, η κυρία Μπήλιω φρεσκάριζε την αυλή της και πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, ροζ, κάλυπταν πέτρες, γλάστρες και δοχεία φέτας απ’ όπου ξεχύνονταν ορτανσίες και γεράνια, βουκαμβίλιες και νυχτολούλουδα.
Η δική μου Ύδρα είχε πρωινό μπάνιο στη Σπηλιά, κούπιζες (μπόμπες) και βουτιές με το κεφάλι που εντυπωσίαζαν τους λουόμενους. Είχε ψάρεμα με τον μπαμπά μου, κατσικάκι λεμονάτο στον Κάτσικα, καρπούζι με φέτα και ανηφόρα κάτω από τον ανελέητο ήλιο.
Η λύτρωση ερχόταν με τον κουβά του παγωμένου νερού που ξέπλενε αλάτι, ιδρώτα και παιδικές αμαρτίες. Τότε ακόμη νερό τρεχούμενο δεν είχε φτάσει στη γειτονιά μας. Είχαμε όμως την ευλογία των πηγαδιών. Κάθε πρωί, οι αγωγιάτες πότιζαν εκεί τα ζώα τους και ξύπναγα πάντα με αυτόν τον χαρακτηριστικό θόρυβο των τσίγκινων κουβάδων, καθώς ανέβαιναν και κοπανούσαν στα πέτρινα τοιχώματα. Η θύμησή τους μου φέρνει πάντα μια γλύκα στο μυαλό και ένα χαμόγελο στα χείλη.
Ακριβώς την ίδια γλύκα νιώθω κάθε φορά που μπαίνω στο λιμάνι της Ύδρας. Όσο κι αν η αισθητική είναι θέμα υποκειμενικό, η ομορφιά του αμφιθεατρικού οικισμού που ξεκίνησε να κτίζεται στα μέσα του 15ου αιώνα από το ψιλότερο σημείο του, την περιοχή της Κιάφας, και «κύλησε» φυσικά προς τη θάλασσα καθώς η περιοχή γινόταν ασφαλέστερη, είναι απόλυτη. Η Ύδρα είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στην Ελλάδα όπου κυριαρχεί η αρμονία, όπου το βλέμμα ταξιδεύει ξεκούραστα. Όμως εάν θες να ζήσεις τη πραγματική εμπειρία του νησιού, πρέπει να του δώσεις χρόνο και να το περπατήσεις. Όχι μόνο γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, αφού ευτυχώς απαγορεύονται τα τροχοφόρα, αλλά για τη χαρά της συνεχούς αποκάλυψης ομορφιάς. Γιατί ναι, φυσικά, από τη προκυμαία, καθήμενος σε ένα από τα πολυάριθμα καφέ μπορείς να παρατηρήσεις τα πολυώροφα αρχοντικά των άξιων και ηρωικών τέκνων του νησιού. Τα αρχοντικά του Τσαμαδού, του Κριεζή, του Κουντουριώτη, του Βούλγαρη, του Τομπάζη, του Μιαούλη διηγούνται την ιστορία του νησιού, μιλούν για τα μυθικά πλούτη που έφερε το ευνοημένο από τις διεθνείς συγκυρίες θαλάσσιο εμπόριο, υπενθυμίζουν τα προνόμια που παραχώρησε η Υψηλή Πύλη, και φυσικά στέκουν μάρτυρες της συμμετοχής του νησιού στην Ελληνική Επανάσταση. Όμως, δίπλα και γύρω από τα αρχοντικά, τρέχουν καλντερίμια γυαλισμένα από τα πέταλα των μουλαριών, στέκουν μικρά ασπρισμένα σπίτια πέτρινα με λουλουδιασμένες αυλές, πλατείες με φουντωμένα γιασεμιά, πηγάδια, ιδιωτικά εκκλησάκια και ατέλειωτα πεζούλια για να ξεκουραστεί ο περιπατητής. Υπάρχουν μονοπάτια που σε καλούν να ανακαλύψεις τοπία αγροτικά, δάση, μοναστήρια, μικροί οικισμοί που ελάχιστοι επισκέπτονται και μυστικοί όρμοι με κρυστάλλινα νερά.
Το «προσκύνημά» μου κάθε φορά που επισκέπτομαι την Ύδρα με πηγαίνει φυσικά στα Καλά Πηγάδια όπου ακόμη υπάρχει το σπιτάκι των παιδικών μου καλοκαιριών. Τα βιβλία μου είναι ακόμη εκεί, κάποια ρούχα που ποτέ δεν θέλησα να αποχωριστώ, και ο ιβίσκος που πεισματικά ανθίζει περιμένοντας την επιστροφή μας. Ανηφορίζω τα σκαλιά, κοντοστέκομαι μπροστά από το ξεθωριασμένο πια σπίτι της κυρίας Μπήλιως, διασχίζω τα στενά δρομάκια της Κιάφας με κλειστά μάτια. Από ψιλά ο μικρόκοσμος του λιμανιού ακούγεται σαν ψίθυρος. Σιγά-σιγά μπαίνω στον οικισμό του Καμινιού. Περπατώ πίσω από το παλιό Γηροκομείο του νησιού, πάντα δροσερό χάρη στους τεράστιους ευκάλυπτους που το σκιάζουν, και περνάω σε μια άλλη Ύδρα, χωρίς κτίσματα που φτάνει μέχρι τον Βλυχό. Ένα μπάνιο, ίσως και ένα ουζάκι στη Μαρίνα με θέα το Δοκό και πίσω από τον παραλιακό δρόμο πια, παράλληλα με τη θάλασσα, τα βράχια και τους αθάνατους. Πάνω από το Αυλάκι ο Bowie μου ψιθυρίζει «Well it's been so long (So long so long) And I've been putting out fire with gasoline». Απέναντι η Πελοπόννησος, στα υψώματα ανεμόμυλοι, κι αυτή η εξαίσια μυρωδιά του ξερού χόρτου που συνάντησε το ιώδιο.
Η Υδρονέτα είναι πάντα εκεί, και το ραντεβού με την εξαίσια δύση ποτέ δεν με προδίδει. Ποτέ δεν κατάλαβα όσους λένε ότι η Ύδρα τους φαίνεται μικρή. 11 χιλιάδες κόσμο φιλοξενούσε στην ακμή της και λίγο ευαίσθητος να είσαι, πίσω από το σκηνικό, έχει χίλιες ιστορίες να σου διηγηθεί.
* Η Μάγια Τσόκλη είναι δημοσιογράφος.
Βρείτε τον καλοκαιρινό οδηγό της Ύδρας εδώ