Ταξιδια

Η Λευκάδα του σεφ Άρη Βεζενέ (Trattoria Vezene)

Η πραγματική ομορφιά του νησιού, όμως, είναι η ιδιάζουσα δαντελωτή χωροταξική διάταξη των μικροκολπίσκων

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ Summer Guide 2011
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λευκάδα: Ο Άρης Βεζενές γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Τελειώνουν οι ατελείωτες στροφές τις Αµφιλοχίας, αποφεύγοντας προσεκτικά τα αµέτρητα κοπάδια κατσικιών και αρνιών που ατάραχα διασχίζουν το δρόµο, αγνοώντας εµάς τους κάφρους που διαταράσουµε την ησυχία τους µε το αυτοκίνητο. Περνάω τη Βόνιτσα, τον Άγιο Νικόλαο και τέλος το νέο design κατάστηµα επίπλων «Wood & Stone» του φίλου µου Κωνσταντή Ροκόφυλλου, µέχρι που βλέπω δειλά να ξεπροβάλλει το κάστρο της Λευκάδας και η ιστορική γέφυρα που την ενώνει µε την Αιτωλοακαρνανία.

Κάποτε η ηµίωρη αναµονή ήταν δεδοµένη, καθότι η γέφυρα µετακινούνταν χειροκίνητα – ένα πλωτό κατάστρωµα µε αλυσίδες. Τότε συνεχώς γκρίνιαζα, διότι δεν έβλεπα την ώρα να πατήσουµε το πόδι µας στο νησί για τις 3µηνες διακοπές παραλίας και αθλοπαιδιών στην πλατεία του χωριού. Νοµίζω ότι συγκαταλέγοµαι στους τυχερούς που απόλαυσα το προνόµιο της ύπαρξης του χωριού, όσο κι εάν ως έφηβος έλεγα το αντίθετο, τότε που διαπιστώναµε ότι όλα τα κορίτσια γύρω µας ήταν συγγενείς και άρα «off limits» και ότι δεν ερχόταν ποτέ νέο αίµα ή, αν ερχόταν, έπεφταν 15 αγόρια σε ένα κορίτσι.

20 χρόνια αργότερα τα πράγµατα έχουν αλλάξει στις αναλογίες αρσενικών-θηλυκών, αλλά κάποια άλλα παραµένουν αναλλοίωτα. Ένα από αυτά είναι τα Ιβάρια στην είσοδο της Λευκάδας, τόπος εκτροφής θηλυκού κέφαλου, συλλογής και επεξεργασίας του αυγοτάραχου – µα ασφαλώς και οι Λευκαδίτες θεωρούνε ότι το αυγοτάραχό τους είναι καλύτερο του Μεσολογγίου.

Οι Μπουρανέλοι ή Μπρανέλοι, για χάριν συντοµίας, αποτελούν την επιτοµή της λέξεως «allegro». ∆εν είναι ο τυπικοί Επτανήσιοι. Επιµένουν στο µεσηµεριανό ύπνο, αγαπάνε τις τέχνες και τα γράµµατα, συντηρούν ουκ ολίγα µουσεία, εκ των οποίων και ένα µε θέµα το φωνογράφο στο κέντρο της πόλης, και διοργανώνουν αµέτρητα λογοτεχνικά καλέσµατα διεθνούς εµβέλειας. Είναι λίγο πιο φιλοσοφηµένοι και σχεδόν πάντα απαντούν µε ιδιόκτητα ποιήµατα.

Καταφθάνοντας στην πόλη, σταµατάω για ένα διπλό εσπρέσο στο Boschetto, χαιρετάω γνώριµες φάτσες και τρέχω να αγοράσω πράγµατα πρώτης ανάγκης από το supermarket Βλάχος, γιατί απλά εδώ βρίσκω τα πιο απίστευτα γκουρµεδιάρικα διαµαντάκια που µερικές φορές ούτε στην Αθήνα δεν υπάρχουν. Έτσι ξεκινά η επίσκεψη του περιβόητου παζαριού της Λευκάδος. Ναι, sorry, αλλά το 70% των κρυµµένων θησαυρών αυτού του νησιού απλώνονται σε µόλις 500 µέτρα πλακόστρωτου... ∆εν είναι τυχαίο. Σαλάµι αέρος από τον απόλυτο µερακλή κύριο Μπαλωµένο, γαλακτοµπούρεκο από τον µπαρµπα-Αντρέα και µαντολάτο από τον Μάκη τον Γράψα. Προχωρώντας βλέπω την ιστορική ταβέρνα του Ρεγάντου µε τις φηµισµένες καντάδες, αλλά είναι µεσηµέρι και όλοι κοιµούνται. Στη µέση ακριβώς του παζαριού σταµατάω στον Καρφάκη για λίγο ουζάκι και µεζέ από γαυροσάρδελα µαριναρισµένα και καρφί στο µανάβη µου, τον Ηρακλή, ο οποίος περιµένει πάντα µε ένα χαµόγελο και περηφάνια για τις ντοµάτες του και τις φακές Εγκλουβής, που εµπορεύεται. Πετάγοµαι ακριβώς απέναντι, στα κορίτσια από το φηµισµένο αρτοποιείο Αρχονταρίκι, για βιολογική Σαρακατσάνα µε προζύµι στον ξυλόφουρνο. Έχω ήδη αργήσει και το ferry boat για το Μεγανήσι έχει φύγει 5 λεπτά πιο νωρίς από την ώρα του... Ασφαλώς, µη χάσουνε τα παλικάρια τη µεσηµεριανή σιέστα. Αποκλείστηκα στη Λευκάδα... Μια χαρά.

Φεύγοντας από την πόλη σταµατάω σε ένα πολύ καλό φίλο µου, τοπικό προύχοντα και ιδιοκτήτη ενός καταπληκτικού σπιτιού µε την πιο απίστευτη θέα του Βόρειου Ιονίου, ο οποίος παρατάει το γραφείο του, παίρνει το τζιπ και µε «τραβάει» για τα Σύββοτα, στο τρελά ψαγµένο µπαράκι του Σπύρου ∆ελλαπόρτα, το Λιοτρίβι, στα αριστερά του λιµανιού....

Στα µισά όµως αποφασίζουµε να σταµατήσουµε στο Κάθισµα, να πιούµε ένα ποτό στο φίλο µας τον Τριαντάφυλλο, ιδιοκτήτη της διαχρονικής καλοκαιρινής υπερπαραγωγής club-restaurant-bar που ονοµάζεται Coppla. Χαζεύω τη θάλασσα και τα βάζω µε τον εαυτό µου. Έχω αποτραβηχτεί όλο το χειµώνα στην Αθήνα ετοιµάζοντας το Vezene στη Βρασίδα και αµέλησα να απολαύσω το δώρο του Θεού προς εµάς του Έλληνες, τους Εγκρεµνούς. Όχι, δεν είναι το Πόρτο Κατσίκι η καλύτερη παραλία της Λευκάδας και, ναι, θα οδηγήσω 50 χλµ. έξω από τη διαδροµή µου, θα κατεβώ τα 400 σκαλάκια µόνο για να κολυµπήσω, να καθαρίσει το µυαλό από το άγχος και τις έννοιες. Είναι πολύ µικρή η ζωή, κι εάν το πάρουµε πρέφα θα διορθώσουµε τα λάθη των περασµένων γενεών που περίµεναν τη σύνταξη για να ζήσουν µια ελαφρώς ποιοτικότερη ζωή.

Φεύγοντας από τα Σύββοτα, επιστρέφουµε στο κέντρο της Λευκάδας –και η ανδροπαρέα πια στις οικογένειές τους– και ξεκινώ ολοταχώς για το Νυδρί µε σκοπό να περάσω απέναντι, στο λατρευτό µου Μεγανήσι. Όταν στο ύψος του Επίσκοπου βλέπω πως η πύλη του ιστορικού Κτήµατος Καββαδά είναι ανοιχτή, κάνω αναστροφή να χαιρετήσω τους κολλητούς µου, το ζευγάρι Γιώργο Καββαδά και Γιολάντα ∆ιαµαντή-Καββαδά, ιδιοκτήτες του Κ Bar. Το Κτήµα Καββαδά, που πάλαι ποτέ φιλοξενούσε προέδρους κρατών και ιστορικές προσωπικότητες, έχει πια µετατραπεί σε ένα απίστευτο ολοήµερο πολυχώρο µε ξενώνα, boutique ρούχων, beach volley, παιδότοπο και ολοήµερο beach bar, βλέποντας τα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Κάθε φορά που πάω, ξεχνιέµαι να φύγω και καταλήγω µέχρι αργά το βράδυ, αφού οι γνώριµες παρέες αυξάνονται γεωµετρικά – έτσι καταλήγω ότι σήµερα θα µείνω εκτός Μεγανησίου.

∆εν µε χαλάει καθόλου. Είναι η ευκαιρία που ψάχνω και σπάνια βρίσκω να µένω στο πέτρινο αρχοντικό ξενοδοχείο της Μαρίας Μάτσα, στο Pavezzo, που αποτελεί το απόλυτο ησυχαστήριο, ορεινά της Λευκάδας, στην Παλιοκατούνα, και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα της Τοσκάνης και της Άλµπα. Ξυπνάω στην απόλυτη ηρεµία, τρώω το τέλειο πρωινό µε φρέσκα χωριάτικα αυγά, γάλα ντόπιο, φυσικούς χυµούς, µαρµελάδες σπιτικές και όλα αυτά σερβιρισµένα µε γλυκό χαµόγελο από όλα τα παιδιά του προσωπικού. Φεύγω για το Νυδρί, µετά βίας προλαβαίνω το δροµολόγιο των 11.

Το ferry boat διασχίζει τα καταγάλανα νερά µε την απίστευτα ιλιγγιώδη ταχύτητα των 7 χλµ. την ώρα και βλέπω τον Σκορπιό και το Μεγανήσι. Νιώθω ρίγος καθώς αισθάνοµαι τον πατέρα µου να µε ευχαριστεί από τους ουρανούς, που συνεχίζω να αγαπάω και να επισκέπτοµαι το νησάκι του. Πλησιάζοντας το Βαθύ, αρχίζω να βλέπω τα σπιτάκια να ξεπροβάλλουν και συνειδητοποιώ πόσο αγαπάω τη σαγηνευτική απλότητα του χωριού µου. 4 οικογένειες µε 150 µέλη έχουν χωρίσει ένα µικρό οικισµό σε «φατρίες», µε κοινό σηµείο την πλατεία του χωριού, την οποία, µε όλη τη σηµασία της λέξεως, µόνοι µας χτίσαµε.

Οι επιλογές µας λιγοστές, αλλά άκρως ποιοτικές. Αγαπάω το στέκι του πατέρα µου, το ιστορικό καφενείο του Φούλια, το οποίο σταµάτησε να λειτουργεί τα τελευταία χρόνια αλλά η αύρα του ακόµα παραµένει, καθότι είναι δύσκολο να φύγουν τα φαντάσµατα του Ωνάση και των συγγενών µου που γινόντουσαν µια παρέα υπό την επήρεια του ούζου και των φρέσκων θαλασσοµεζέδων, όπως χταποδάκι, πείνες, κωλοχτύπες και αχινοσαλάτα. Για φρέσκο ψάρι κυνηγάω τον ξάδερφό µου Ερρίκο, ειδικά όταν παίζουν σκαθαράκια και στήρες, τις οποίες τις προτείνω χωρίς ελαιόλαδο – ως back up καλή… µπάλα παίζει και ο Πασσάς. ∆εν µπορώ να λησµονήσω τα τραγανά κοτόπουλα του Λάκη στο Σπαρτοχώρι, όπου κάθε µέρα ανάβει θράκα µε ξύλο ελιάς από τα κτήµατά του, κόβει την τηγανητή πατάτα στο χέρι και διαλέγει την πιο φρέσκια ντοµάτα για σαλάτα.

Για µπάνιο υπάρχει το Φανάρι και το Ληµονάρι, αλλά η αγάπη µου είναι η γνωστή λίµνη του Μπαµπαρέζου, καθώς επίσης και µια µικρή παραλιούλα 500 µέτρα αριστερά του Άγιου Ιωάννη. Η πραγµατική οµορφιά του νησιού, όµως, είναι η ιδιάζουσα δαντελωτή χωροταξική διάταξη των µικροκολπίσκων, που αποτελούν όλοι µαζί ένα ατελείωτο µυστήριο προς εξιχνίαση. ∆εν είναι τυχαίο που το Μεγανήσι αποτελεί αγαπηµένο προορισµό όλων των σκαφάτων, καθότι το δέσιµο αρόδου ειναι παιχνιδάκι.

Είµαστε ένα µικρό ψαρονήσι γι’ αυτούς που θέλουν ηρεµία. ∆εν ανεβήκαµε την άµαξα της τουριστικής έξαρσης, ούτε άδειασαν εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ ξένοι επενδύτες, όπως κάποιοι αρέσκονται να λένε για να ανέβει η τιµή του αγροτεµαχίου, αλλά µάλλον τη σπρώξαµε να φύγει πιο µακριά και να ξαναγυρίσει όταν εµείς θέλουµε να τη δεχτούµε. Ανοίξαµε όµως Μουσείο Ναυτικής Λαογραφίας, αναβιώνουµε το παλιό λιοτρίβι και επενδύουµε στην ανάδειξη τοπικών παραδόσεων και εθίµων. Ετοιµάζουµε και έναν αµπελώνα, αλλά αυτό αργεί ακόµα. Συνεχίζουµε τις βραδιές ποίησης και φολκλόρ, καθώς επίσης και τη Γιορτή της Σαρδέλας στον ∆εκαπενταύγουστο. Εν ολίγοις καταφέραµε να στηρίξουµε την ποιότητα ζωής των µόνιµων κατοίκων και να εξελίξουµε ένα νησί που σκοπό έχει να καλέσει πίσω τα ξενιτεµένα ανά τον κόσµο του παιδιά, καθότι όλοι έφυγαν για Αµερική, Λονδίνο και Αυστραλία. Μάλλον και εγώ κάποια µέρα θα επιστρέψω, αλλά αυτό αργεί ακόµα.

* Ο Άρης Βεζενές είναι σεφ, ιδιοκτήτης του «Trattoria Vezene»