- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αστέρια Ερμούπολης: η νοσταλγία της παυσίλυπης «αστικής παραλίας»
Η γοητεία της είναι ακαταμάχητη και, όπως τονίζουν κάτοικοι και τακτικοί επισκέπτες, δεν σβήνει με το τέλος του καλοκαιριού.
Αστέρια: Η «αστική παραλία» είναι ένας μόνο από τους θησαυρούς της Ερμούπολης - Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας γράφει για όσα ανακάλυψε το φετινό καλοκαίρι στη Σύρο.
Πάντοτε με γοήτευαν οι αστικές παραλίες. Δεν λέω, οι απομονωμένες αμμουδιές και κολπίσκοι με τα κρυστάλλινα νερά είναι το απόλυτο καλοκαιρινό όνειρο. Συνιστούν όμως εξ ορισμού «αποδράσεις», μακριά από τις πόλεις όπου κατοικούμε οι περισσότεροι. Αντίθετα, το να μπορείς να χαρείς την θάλασσα στην καθημερινότητά σου, χωρίς να χρειάζεσαι απόδραση, είναι πολυτέλεια αναντικατάστατη. Έστω και αν η αστική παραλία δεν «ανταγωνίζεται» την έρημη αμμουδιά με τα διάφανα νερά.
Ελάχιστες μεγάλες πόλεις παρέχουν στους κατοίκους τους τέτοια πολυτέλεια – παραλίες σε ολιγόλεπτο απόσταση με τα πόδια από το κέντρο και δη με καθαρά νερά! Στην Βαρκελώνη οι παραλίες είναι για να βλέπεις το νερό και για ηλιοθεραπεία – τα νερά δεν σε ξεγελούν καν πως είναι καθαρά, για να σε παρασύρουν να μπεις. Στα πλούσια νότια προάστεια του Ρίο, πας περισσότερο για να χαρείς τα πανοράματα παρά για κολύμπι – έχει κύμα και τα νερά είναι συνήθως θολά. Στην Λισαβόνα και το Κέιπ Τάουν οι αμμουδιές μπορεί να είναι πανέμορφες, είναι όμως μακριά από το κέντρο και τα νερά τόσο παγωμένα, ώστε λίγοι τολμούν να βραχούν. Τα μονοπωλούν, σχεδόν, οι σέρφερ.
Δύο μόνο πόλεις με πραγματικές «αστικές παραλίες» έρχονται στο μυαλό μου – η Μασσαλία και το Τελ Αβίβ. Εκεί η πλησιέστερη αμμουδιά είναι πράγματι δέκα-δεκαπέντε λεπτά περπάτημα από το κέντρο. Παράλληλα μπορείς, από πολλά σημεία, να βουτήξεις από τα βράχια σε νερά πεντακάθαρα, με θέα την Μεσόγειο αλλά και το αστικό πανόραμα. Ζηλεύω τους κατοίκους που, με μια πετσέτα στην πλάτη, συχνά σε διάλειμμα από την εργασία τους, πηγαινοέρχονται στις παραλίες. Στην Αθήνα, το θαλάσσιο μέτωπο κρύβει πολλούς θησαυρούς, η πρόσβαση όμως απαιτεί συγκοινωνία. Αυτό δυσκολεύει τα πράγματα για κάποιον, σαν εμένα, που δεν οδηγεί.
Φέτος, επιτέλους, ανακάλυψα την απόλυτη «αστική παραλία» στην Ελλάδα, και μάλιστα σε έναν τόπο που αγαπώ πολύ: την Ερμούπολη. Οι προηγούμενες επισκέψεις μου στην Σύρο δεν με είχαν οδηγήσει στα «Αστέρια» – μια σειρά τσιμεντένιες εξέδρες στην ακτογραμμή, κάτω από την συνοικία Βαπόρια. Η πρόσβαση γίνεται μέσω της σκάλας, απέναντι ακριβώς από το ιερό του Αγίου Νικολάου, που διακλαδίζεται στην πλαγιά ανάμεσα σε θάμνους και αρμυρίκια. Η περιοχή κάποτε ονομαζόταν «Παυσίλυπον», σημειώνει ο Μάνος Μαστοράκης (34), που μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά εδώ και ένα χρόνο περίπου κατοικεί μόνιμα στην Ερμούπολη.
Το σημείο δικαιολογεί το αλλοτινό του όνομα. Όσο κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια, ξετυλίγονται μπροστά σου ειδυλλιακά πανοράματα της γειτονιάς Βαπόρια. Ο νεοκλασικός Άγιο Νικόλαος με τον βαθυκύανο τρούλο του ορθώνεται πάνω από τα επίσης νεοκλασικά μέγαρα. Πανδαισία μορφών και χρωμάτων. «Όταν ήμουν στην εφηβεία, είχα κάτι μελαγχολίες, κάτι να θέλω να κλαίω, αλλά μόλις έβγαινα στο μπαλκόνι μας και έβλεπα την θέα, μου περνούσε» λέει Ντίνα Μπουντούρη (72), που μεγάλωσε και μένει ακόμη σε ένα σπίτι λίγα μέτρα από την ακτογραμμή. Αυτή είναι γνωστή ως «Αστέρια», από το κέντρο που λειτουργούσε στην τελευταία τσιμεντένια πλατφόρμα, ή ως «ακτή του Αγίου Νικολάου». Οι περισσότεροι κάτοικοι της γειτονιάς των Αστεριών έχουν καταγωγή από την Κάσο, λέει η Ντίνα.
Τα σκαλιά καταλήγουν στην πρώτη πλατφόρμα, γνωστή ως «του Λάκη». Πρόκειται για ένα τσιμεντένιο τετράγωνο, ιδιαίτερα δημοφιλές στην ερμουπολίτικη κοινωνία όλων των ηλικιών, σπαρμένο με ψάθινες ομπρέλες. Τα ξύλινα κοντάρια τους είναι στερεωμένα στο βοτσαλωτό δάπεδο. Ο Λάκης, μορφή της Ερμούπολης, υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της εδώ εξέδρας. «Επί δεκαετίες, περιποιείτο τον χώρο, τον καθάριζε, μάζευε τα αποτσίγαρα και έριχνε νερά κάθε πρωί. Επίσης έκανε την έπαρση και την αναστολή της σημαίας» λέει η Μαίρη Γούλιου, που μεγάλωσε στην Ερμούπολη και, ζώντας σήμερα στην Αθήνα, περνά πολλούς μήνες τον χρόνο στην γενέτειρά της.
Κανείς δεν ξέρει να μου πει πολλά για τον Λάκη, παρότι όλοι τον γνωρίζουν και τον έχουν συναντήσει στην τετράγωνη τσιμεντένια προβλήτα. «Είναι κράτος εν κράτει στα Αστέρια» λέει ο Μάνος. «Πριν συνταξιοδοτηθεί, ο Λάκης εργαζόταν σε ένα σιδηρουργείο» λέει η Ντίνα. «Κατοικεί στον λόφο της Αναστάσεως. Με το που πήρε σύνταξη, αφιερώθηκε στην παραλία, την οποία περιποιείτο εθελοντικά.» Περνούσε τις μέρες του στο δωματιάκι που είναι σκαμμένο, σαν σπηλιά, στον βράχο στην άκρη του τσιμέντου. Το μισοκρύβουν τα αρμυρίκια αλλά ξεχωρίζει, ασβεστωμένο καθώς είναι μέσα και έξω και με τα γαλάζια πορτοπαράθυρα. «Τα δωματιάκια – υπάρχουν περισσότερα στα βράχια κατά μήκος της ακτογραμμής – ήταν αρχικά υπόσκαφες σπηλιές για τις βάρκες των ψαράδων» λέει ο Μάνος. Σύμφωνα με την Ντίνα, ο Λάκης πήρε το δικό του από έναν υπάλληλο της νομαρχίας, ο οποίος ψάρευε από την εξέδρα εδώ.
«Όταν ήμουν μικρή, λειτουργούσε στην εξέδρα μια μικρή καντίνα, που είχε ομπρέλες και καρέκλες» θυμάται η Μαίρη. «Εκεί με πήγαινε η μητέρα μου για μπάνιο. Στα Αστέρια έμαθα κολύμπι!» Σήμερα τον Λάκη δεν θα τον συναντήσεις να κάθεται μπροστά στο δωματιάκι-σπηλιά ή να περιφέρεται στην εξέδρα. Είναι ο μεγάλος απών. «’Επαθε ο καημένος μια σειρά εγκεφαλικών» λέει η Δέσποινα Φουστάνου (42), που μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά διαμένει μόνιμα στην Ερμούπολη τα τελευταία χρόνια. «Ο Λάκης στενοχωριέται, γιατί τον χαιρετούν – τον γνωρίζουν οι πάντες – και δεν μπορεί να απαντήσει. Κατεβαίνει στην ακτή μόνο το πρωί και αργά το απόγευμα για να κάνει την έπαρση και την υποστολή της σημαίας.» Αυτή, μεγάλου μεγέθους, ανεμίζει στο κοντάρι της, στην μια άκρη της τσιμεντένιας πλατφόρμας.
Μπροστά στο δωματιάκι, όμως, θα βρεις πάντα μια παρέα να κάθεται στο παλιό, ξύλινο παγκάκι, βαμμένο γαλάζιο όπως και το μικρό ξύλινο τραπέζι, και τις λευκές πλαστικές καρέκλες. Είναι η παρέα του Λάκη, φίλοι και γνωστοί του διαφόρων ηλικιών. Συχνά παίζουν τάβλι, ενώ ακούν μουσική από ένα τεράστιο, παλιό κασετόφωνο. Είναι μια εικόνα που σε γυρίζει δεκαετίες πίσω, σε μια Ελλάδα που έχει χαθεί. Δεκαετίες πίσω σε γυρίζει και η μουσική, πάντα νοσταλγική, πάντα σε χαμηλή ένταση. Πολλές φορές βάζουν και κλασική μουσική, ιδίως προς το ηλιοβασίλεμα. «Ο Λάκης έβαζε, θυμάμαι, Πάριο, στον γυαλό πετούν οι γλάροι και τέτοια» θυμάται η Δέσποινα. Οι φίλοι και γνωστοί του συνεχίζουν στο ίδιο τέμπο. Καμμιά φορά, εμφανίζεται ένας νέος που παίζει κιθάρα και οι άλλοι σιγοτραγουδούν.
Στην τσιμεντένια πλατφόρμα, κάτω από τις σκιές που κάνουν τα αρμυρίκια και οι ψάθινες ομπρέλες, κόσμος απλώνει τις πετσέτες του. Πολλοί, κυρίως συνταξιούχοι, είναι «τακτικοί», δηλαδή έρχονται εδώ κάθε μέρα από το τέλος της άνοιξης ως το τέλος του φθινοπώρου. «Κολυμπάμε από τις αρχές Μαΐου ως τα τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου» λέει η Ντίνα Μπουντούρη, η οποία θερμομετρά το νερό. «Τον Αύγουστο η θερμοκρασία του φθάνει τους 27 βαθμούς, ενώ η μικρότερη σημειώνεται από τον Ιανουάριο ως τον Μάριο (δεν πέφτει ποτέ κάτω από τους 15 βαθμούς).» Στου Λάκη θα δεις μεσήλικες άνδρες και γυναίκες, παρέες εφήβων, μητέρες ή παππούδες με παιδάκια, Ερμουπολίτες και ξένους επισκέπτες. Τακτική θαμών μια κυρία που έρχεται με το καλάμι της και κάθεται με τις ώρες και ψαρεύει. Η προβλήτα μου θυμίζει τον στίχο «που συχνάζουν τεκνά και φρικιά και αράζουνε και αθλητές». Νοσταλγικός και αυτός, από την εποχή που ο Κραουνάκης έγραφε όμορφα τραγούδια και δεν είχε μεταμορφωθεί σε τρολ.
Είναι πολύ πιθανό, μόλις απομακρυνθείς από την πετσέτα σου για να μπεις στο νερό, να ξαπλώσει πάνω της αυτάρεσκα και με θράσος ένα από τα γατιά της παραλίας. Αυτά είναι αμέτρητα, καλοζωισμένα και πολύ κοινωνικά. Εδώ, στις τσιμεντένιες προβλήτες που τις ενώνουν επίσης τσιμεντένιοι διάδρομοι, περιφέρεται και μια οικογένεια πάπιες. Σεριανίζουν σεινάμενες κουνάμενες από την μια προβλήτα στην άλλη, κοιτώντας τους ανθρώπους και τις γάτες όλο περιέργεια και κουτσομπολεύοντας μεταξύ τους. Ω ναι, είμαι σίγουρος ότι μας κουτσομπολεύουν.
«Ο Λάκης τάιζε τις γάτες και τις πάπιες» λέει η Δέσποινα. Σήμερα, τις φροντίζουν οι διάδοχοί του – δυο τρεις μεσήλικες περιφέρονται και πετούν ψωμί στις πάπιες, ενώ βάζουν ξηρά τροφή σε ταΐστρες για τα γατιά. Φροντίζουν να μην τους λείψει νερό. Κανείς δεν ξέρει να μου πει πώς εμφανίσθηκαν οι πάπιες. «Πριν οκτώ χρόνια ήλθαν δύο ζευγάρια πάπιες – αρσενικό-θηλυκό» λέει η Ντίνα Μπουντούρη, που τους έχει μεγάλη αδυναμία. Τους δίνει καλαμπόκι και νερό. «Οι γονείς ζευγάρωσαν και έκαναν παπάκια. Έπρεπε να τα φροντίζουμε νεογέννητα, γιατί τα τρώνε οι γλάροι! Φέτος ήλθε και μια χήνα. Παίρνει τις πάπιες από πίσω και τις παρακαλεί να την κάνουν παρέα, αλλά δεν την θέλουν την καημένη!» «Είχαν βάλει στα σκαλοπάτια μια κουρελού, κάτω από την οποία φώλιασαν τα νεογέννητα παπάκια, και τα φρόντιζαν» λέει η Μαίρη. Η φιλοζωΐα είναι μέρος της ζωής στα Αστέρια.
Μια σκάλα σε βοηθά να κατέβεις στο νερό, αν δεν θες να βουτήξεις. Το κολύμπι με θέα τα Βαπόρια είναι μια εμπειρία που δεν πρέπει να χάσει ο επισκέπτης στην Ερμούπολη. «Αυτό που περισσότερο με εντυπωσίασε στα Αστέρια ήταν η θέα» εξηγεί ο Αχιλλέας Πεκλάρης (47), που έζησε ένα χρόνο στην Ερμούπολη ως digital nomad και σήμερα κατοικεί στο Ισραήλ. Έχοντας καταγωγή από την Σύρο, έρχεται κάθε καλοκαίρι. «Τα Βαπόρια είναι η αριστοκρατική συνοικία της Ερμούπολης. Πρόκειται για ένα μουσείο αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, μια πιο ευρωπαϊκή μυρωδιά της Ελλάδας. Δεν έχω συναντήσει άλλη παραλία, όπου να κολυμπάς με ένα αντίστοιχο τοπίο μπροστά σου. Η θεά των αρχοντικών και του Αγίου Νικολάου σε μαγεύει.» Είναι, μαζί με εκείνο των δύο λόφων (του Σαν Τζώρτζη και της Αναστάσεως) που δεσπόζουν του λιμανιού, από τα πιο αναγνωρίσιμα πανοράματα της Ερμούπολης.
Ο νεοκλασικισμός και ο αστικός της χαρακτήρας είναι που κάνουν την Ερμούπολη μοναδική. Η πόλη, που κτίσθηκε από Χιώτες και άλλους πρόσφυγες των σφαγών και καταστροφών που σημάδεψαν την Ελληνική Επανάσταση, αποτελεί την μοναδική πόλη (και εύλογα πρωτεύουσα) των Κυκλάδων. Ξεχωρίζει από τις άλλες «χώρες» των νησιών τόσο στην εμφάνιση όσο και στην ζωή της. Από τα Αστέρια βλέπεις την παράταξη από παράλια αρχοντικά που, θεμελιωμένα στα βράχια, μοιάζουν να ξεπροβάλλουν από το νερό σαν καράβια. Αυτά έδωσαν στην συνοικία το όνομα «Βαπόρια», εξηγεί η Μαίρη Γούλιου. «Ανήκαν στους εργοστασιάρχες της Ερμούπολης, όταν η πόλη ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Λειτουργούσαν εδώ βυρσοδεψεία, κλωστήρια και άλλες βιομηχανίες – τα κτίριά τους σώζονται στα νότια του λιμανιού.»
Η Μαίρη θυμάται μια Σύρο όπου υπήρχε ακόμη η κοινωνική διαστρωμάτωση, αν και χανόταν πια στην γενιά της. «Τον καιρό της μητέρας μου, ένα 10% των παιδιών το πήγαινε στο σχολείο η νταντά και δεν είχαν σχέσεις με τα άλλα παιδιά. Οι παλιοί βιομήχανοι, όμως, φτώχυναν σταδιακά και πολλοί έφυγαν από την Σύρο. Όταν ήμουν μικρή, πολλά από τα αρχοντικά αυτά κατοικούντο ακόμη από απογόνους των αρχικών ιδιοκτητών, αλλά ήταν κακοσυντηρημένα. Οι παλιές καλές οικογένειες είχαν ξεπέσει.» Σήμερα, πολλά λειτουργούν ως ξενοδοχεία.
Αν κολυμπήσεις με γυαλιά θαλάσσης, θα σε εντυπωσιάσει και η θέα του βυθού, σπαρμένου με μεγάλες πέτρες – «σαν μετεωρίτες είναι» λέει ο Αχιλλέας. Αφθονούν τα ψάρια, τόσο τα μικρά γοπάκια όσο και μεγαλύτερα είδη. Κολυμπώντας βλέπεις σμήνη ολόκληρα να περνούν από κάτω σου. «Τέσσερις η ώρα το πρωί ακούς τις τράτες, που έρχονται εδώ και πιάνουν σειρά – ρίχνουν δίχτυ και σαρώνουν ό,τι έχει κάτω ο βυθός» λέει η Ντίνα. Το ότι η ακτή είναι ανοικτή στο πέλαγος εγγυάται ότι τα νερά ανανεώνονται συνεχώς και είναι πεντακάθαρα. Ταυτόχρονα, απαιτεί ιδαίτερη προσοχή από τους λουόμενους: όποτε φθάνει ή αναχωρεί ταχύπλοο από το λιμάνι της Ερμούπολης τα κύματα φθάνουν ως εδώ και «λούζουν» την προβλήτα. Έμπειροι οι τακτικοί θαμώνες προειδοποιούν τους λοιπούς να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους για να μην γίνουν μούσκεμα και, για λίγα λεπτά, επικρατεί πανικός πάνω στο τσιμέντο. Οι γάτες τρέχουν πανικόβλητες στα βράχια και οι πάπιες παραμένουν επιδεικτικά απαθείς.
Ανάμεσα στου Λάκη και την πλατφόρμα όπου το άλλοτε κέντρο «Αστέρια», κοντά στα ντους, βρίσκεται μια πετρόχτιστη καλύβα. Εκεί, ένα ζευγάρι Σκωτσέζων, που έρχεται σαράντα χρόνια στην Σύρο, έχει εγκαταστήσει και φροντίζει πολλά γατιά. Ένας στενός διάδρομος οδηγεί στην τελευταία πλατφόρμα, που σήμερα φιλοξενεί το μπαρ Ciel. «Τις πρώτες ξύλινες καμπίνες στο σημείο αυτό τις έκανε ένας δήμαρχος της Σύρου την δεκαετία του 50» λέει η Ντίνα. Τότε τα Αστέρια ήταν εξοχικό κέντρο, με τραπεζάκια και μεζέδες. «Στα χρόνια τα δικά μου η πλαζ είχε πολύ κόσμο, γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα να πάνε στις εξοχές. Όλα μας τα νεανικά χρόνια, από το ’65 ως το ’80, τα περάσαμε εδώ. Τι φλερτ ξεκίνησαν στα Αστέρια τότε, και ποιος δεν ερωτεύτηκε εδώ!» Η Ντίνα θυμάται μια εποχή που έτρωγαν πεταλίδες από τα βράχια, αλλά και που οι βόθροι κατέληγαν, τότε ακόμη, στην θάλασσα εδώ...
«Όταν ήμουν μαθήτρια, που η Σύρος είχε τις φτώχιες της, τα Αστέρια λειτουργούσαν με γκαρνταρόμπα. Είχε juke box και βάζαμε λεφτά και ακούγαμε μουσική» θυμάται η Μαίρη. Το κέντρο άλλαξε πολλές φορές χέρια και λειτουργία – υπήρξε ταβέρνα, καφέ και μπαρ. Την δεκαετία του ’80, λέει ο Μάνος, άνοιξε ως beach bar. «Ήταν απλοϊκό, μια καντίνα ουσιασιτκά με μπίρες και σνακ που έπαιζε απαλή μουσική. Μάζευε από 15χρονα μέχρι ηλικιωμένους». Την χρονιά που έζησε στην Σύρο, ο Αχιλλέας κατοικούσε στα Βαπόρια, με θέα την θάλασσα. Ήταν καθημερινός θαμώνας στα Αστέρια. «Δεν ήξερα τίποτε για αυτόν τον μώλο με την ωραία θέα, μέχρι που άνοιξε το beach bar στις αρχές Μαΐου και με τράβηξε εκεί η μουσική» θυμάται. «Το μπαρ το λειτουργούσε τότε ο Σίμος, δάσκαλος μαθηματικών το επάγγελμα. Έπαιζε διαφορετική μουσική ανάλογα με την ώρα της ημέρας – το πρωί πιο δυνατή και ρυθμική, το απόγευμα πιο ήρεμη. Πολύ έθνικ, Ξαρχάκο, κλασική το ηλιοβασίλεμα....»
Ο Αχιλλέας καθόταν πάντοτε στα Αστέρια και δεν πήγαινε «στου Λάκη», καθώς ήθελε ξαπλώστρα και να παραγγείλει καφέ ή μπύρα. «Η πλαζ είχε τους τακτικούς θαμώνες της. Μια παρέα γύρω στα τριάντα άτομα βρίσκονταν καθημερινά εκεί ακόμη και το χειμώνα. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν γύρω στα 30. Από Μάιο – Ιούνιο άρχιζαν να καταβαίνουν όλοι της γειτονιάς, πολλοί πιτσιρικάδες και φοιτητές.» Σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, ο Αχιλλέας βρήκε στα Αστέρια την γαλήνη. «Τα αποκαλούσα την παραλία-πρόζακ, όταν κατέβαινα ξεχνούσα τα πάντα» γελά, παραπέμποντας χωρίς να το συνειδητοποιεί στο αρχικό όνομα της περιοχής – παυσίλυπον. «Στην σκάλα που κατεβαίνεις στο νερό γινόταν ένα συνεχές φλερτ και κουβεντούλα. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν ένα time capsule της παλιάς Ελλάδας...»
Τότε το μπαρ ήταν «cool και εναλλακτικό» λέει ο Μάνος. Όλοι συμφωνούν πως τώρα έγινε κάπως στημένο, ενώ η μουσική του Ciel είναι υπερβολικά δυνατή. «Ο εναλλακτικός κόσμος και οι πιο νέοι μετακόμισαν στο τσιμέντο του Λάκη, που έχει περισσότερο κόσμο απ’ ότι παλιά» λέει ο Μάνος. «Σε κάθε περίπτωση, η περιοχή έχει την ιδιομορφία πως λόγω σκαλιών και τσιμέντου δεν πάνε πολλά παιδάκια ούτε πολύ ηλικιωμένοι – δυσκολεύονται στην πρόσβαση και τα μικρά δεν μπορούν να παίξουν στο τσιμέντο. Έτσι η παραλία είναι πιο ήρεμη, καθώς λείπουν οι οικογένειες» λέει ο Αχιλλέας.
Τα Αστέρια μπορεί να έχουν υποστεί διάφορες μεταλλάξεις, παραμένουν όμως εδώ και δεκαετίες η χαρά των Ερμπουπολιτών και η ωραιότερη «αστική παραλία» της Ελλάδας. Οι θαμώνες τους ορκίζονται πως βρίσκουν εδώ την γαλήνη. «Πηγαίνω για μπάνιο κάθε μέρα, στις εννιά το πρωί» λέει η Μαίρη. «Το μέρος είναι τότε πολύ ήσυχο και γοητευτικό. Παρότι έχω αυτοκίνητο, δεν πηγαίνω στις εξοχές – κολυμπώ μόνο εδώ, κάτω απ’ το σπίτι μου.» Ο Μάνος, που επίσης μένει στα Βαπόρια, έρχεται για μια βουτιά τα μεσημέρια, όταν το κατάστημά του κλείνει.
Η «αστική παραλία» είναι ένας μόνο από τους θησαυρούς της Ερμούπολης. Η γοητεία, η χάρη και η ζωντάνια της πρωτεύουσας των Κυκλάδων προσελκύει πολλούς θαυμαστές, αλλά και νέους κατοίκους τα τελευταία χρόνια. Η Δέσποινα Φουστάνου, ο πατέρας της οποίας ήταν Συριανός, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ερμούπολη και διατηρεί το κατάστημα κοσμημάτων και δώρων Kycllada, απέναντι από το ιστορικό θέατρο Απόλλων. Ο Μάνος Μαστοράκης, η μητέρα του οποίου κατάγεται από εδώ, άφησε την δουλειά του σε πολυεθνική στην Αθήνα και ίδρυσε τον χώρο τέχνης Χίμαιρα, πίσω από το ίδιο θέατρο, όπου πωλούνται έργα Ελλήνων καλλιτεχνών. Ο Κωνσταντίνος Καρακατσάνης (34), επίσης με καταγωγή από την Σύρο, άνοιξε το Django, τα χειροποίητα παγωτά του οποίου παράγει ο ίδιος με φυσικά υλικά. Η γοητεία της Ερμούπολης είναι ακαταμάχητη και, όπως τονίζουν κάτοικοι και τακτικοί επισκέπτες, δεν σβήνει με το τέλος του καλοκαιριού.