Ταξιδια

Αύγουστος - Αύγουστοι

Η ζωή μου χρωστάει, μου χρωστάει πολλούς ακόμα Αύγουστους ανέμελους σαν εκείνους των παιδικών χρόνων

Λία Γκουντρουμπή
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H Λία Γκουντρουμπή θυμάται τα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων και τις διακοπές που έκανε τον Αύγουστο με την οικογένειά της.

Όταν ήμουν μικρή ο Αύγουστος ήταν πάντα ο μήνας των οικογενειακών καλοκαιρινών διακοπών. Μήνες πριν οι γονείς μου ασχολούνταν με τις ετοιμασίες για το ταξίδι μας από το Μονάχο στην Ελλάδα. Ψώνια για το σπίτι στην Ελλάδα, δώρα αλλά και παραγγελίες από τους συγγενείς. Το ταξίδι γινόταν πάντα οδικώς με αυτοκίνητο που ο μπαμπάς φρόντιζε να αλλάζει κάθε χρόνο. Το αγόραζε την άνοιξη και το πουλούσε τον Οκτώβριο. Το ταξίδι διαρκούσε πάνω από 24 ώρες, περίπου 2.000 χιλιόμετρα διασχίζοντας την Αυστρία και τη Γιουγκοσλαβία. Μετά το Βελιγράδι το τοπίο άλλαζε εντελώς. Το κλίμα άρχιζε να γίνεται πιο ζεστό, τα βενζινάδικα που σταματούσαμε ήταν πιο βρώμικα και οι όψεις των ντόπιων διαφορετικές. «Βαλκάνια», έλεγε ο μπαμπάς. Μπαίναμε στην Ελλάδα από τα σύνορα των Ευζώνων μετά από τους απαραίτητους τότε ελέγχους: έλεγχο διαβατηρίων, έλεγχο στο τελωνείο και φυσικά πολύωρη αναμονή. Και μόλις βλέπαμε την ελληνική σημαία και οι ρόδες πατούσαν το ελληνικό έδαφος – επιτέλους πατρίδα!

Η πρώτη στάση ήταν συνήθως στο Πλατύ Ημαθίας όπου ζούσε ο παππούς μου και γύρω εκεί στην περιοχή, Αλεξάνδρεια-Βέροια-Παλαιοχώρι, και τα αδέρφια του πατέρα μου. Θείες και θείοι που μας αγκάλιαζαν θερμά και ζουλιχτά φιλιά, ξαδέρφια που περίμεναν με αγωνία τα δώρα μας. Και κουνούπια, πολλά κουνούπια. Κι αυτά μας περίμεναν κάθε χρόνο. «Φρέσκο αίμα από το εξωτερικό», θα σκέφτονταν.

Μετά από μερικές μέρες εκεί, πολλές επισκέψεις, τραπεζώματα, μπίρες, ρετσίνες και πολλά τσιμπήματα κουνουπιών, το ταξίδι συνεχιζόταν ως το Σαραντάπορο Λάρισας. Η γιαγιά μου Ευαγγελία πάντα είχε καθαρό το σπίτι μας και μας περίμενε. Νομίζω δεν ήξερε ποια μέρα ακριβώς θα φτάναμε αλλά πήγαινε στο σπίτι κάθε μέρα, το άνοιγε, το αέριζε και περίμενε. Από τη βεράντα φαίνεται μέχρι κάτω ο δημόσιος δρόμος. Τη φαντάζομαι στη βεράντα να κοιτάει το δρόμο περιμένοντας να δει αν κάποιο από τα αυτοκίνητα που περνούσαν θα έστριβε τελικά ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο για το χωριό. Κι εμείς μια αγωνία την είχαμε, άντε ακόμη μία στροφή κι ακόμη μία και να 'το εκεί το σπίτι μας στην άκρη του χωριού με τα μπλε κάγκελα και τις μπλε πόρτες. Σήμερα πια δεν είναι μπλε.

Πάλι αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα συγκίνησης, συγγενείς και παιδιά, πολλά παιδιά. Δεν υπήρχε παιδί στο χωριό που να μην περάσει από το σπίτι μας να μας δει για να λάβει και το κατιτίς του από τη μαμά. Συνήθως μπανάνες, σοκολάτες, καραμέλες. Μερικά παιδιά μας κοιτούσαν περίεργα εμένα και τις αδερφές μου. Ήδη είχαμε κοκκινίσει από την κάψα του ηλίου, συνήθως φορούσαμε ρούχα που τους φαίνονταν περίεργα και σίγουρα τους φαινόμασταν πολλοί καθαροί. Σε λίγες μέρες βέβαια παίρναμε κι εμείς μια μέντα χωματίλας από το παιχνίδι στην ύπαιθρο και το κοκκίνισμα γίνονταν μαύρισμα. Κι έτσι ξαφνικά τους μοιάζαμε γιατί τα παιδιά είναι παντού παιδιά. Οι μέρες περνούσαν με σουβλάκια, γαριδάκια των 5 δραχμών, και μερέντα. Παιχνίδια, λίγο έξω από το χωριό παίζαμε «σπιτάκια» και στην πλατεία παίζαμε «το άλας» και «το μαντηλάκι» μέχρι τα μεσάνυχτα που έσβηναν όλα τα φώτα κι έπεφτε το σκοτάδι. Δεν είχε ρεύμα στο χωριό όλο το 24ωρο και μετά τον 15Αύγουστο που έριχνε και καμιά δυνατή βροχή κοβόταν το ρεύμα λόγω βλαβών.

Απαραίτητη η επίσκεψη στο γειτονικό Λιβάδι και στην Τσαπουρνιά τον 15Αύγουστο για το πανηγύρι εκεί. Κλαρίνο, αρνί σούβλας, κοκορέτσι κι ο χορός με νούμερο όταν έρχονταν η σειρά του τραπεζιού που καθόταν η οικογένεια. 

Και, τέλος, το πρόγραμμα είχε και λίγες μέρες θάλασσα, συνήθως σε κάμπινγκ, «μην κλειστούμε σε τοίχους» έλεγε ο μπαμπάς μου. Μετά το πρώτο σοκ των ζουζουνιών και της τουαλέτας όλα έμοιαζαν ιδανικά στο κάμπινγκ γιατί ολημερίς είχε παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως.

Έτσι περνούσαν οι Αύγουστοι των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Μετά, φοιτήτρια, όπου και να πήγαινα μόνη το πρόγραμμα πάλι σίγουρα είχε Σαραντάπορο με το χωριό να συγκεντρώνει (εποχή 90s) όλη τη νεολαία της γύρω περιοχής στο θρυλικό μπαράκι που άφησε εποχή, υο «Village Club», μέχρι να ανατείλει ο ήλιος.

Αύγουστοι τόσο χαλαροί, τόσο νωχελικοί, ναι και λίγο βαρετοί έκρυβαν πάντα μια αναμονή, μια κρυφή αγωνία για ό,τι θα γεννιόταν το φθινόπωρο και θα μεγάλωνε τον χειμώνα. Αύγουστοι νεκροί όπου πολλά συνέβαιναν αλλά ήταν σαν να μην συνέβαινε τίποτα τελικά. Σαν κάποιο χέρι να είχε πατήσει το pause στη ζωή μας. Σαν παρένθεση μέσα στη χρονιά, ένας μήνας που έμοιαζε σαν μια σφήνα στριμωγμένη ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, ένας μήνα που έμοιαζε σαν να μην έχει κανέναν λόγω ύπαρξης ή σκοπό. Στο τέλος τους όμως κάτι τελείωνε κι άρχιζε κάτι καινούργιο.

Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν τόσο μακρινά. Οι Αύγουστοι δεν μοιάζουν πια σφήνες. Δεν ζούμε την αγωνία, δεν γεννάνε πια τίποτα καινούργιο. Τα παιδιά στο Σαραντάπορο δεν περιμένουν μπανάνες, σοκολάτες και καραμέλες. Παππούδες, γιαγιάδες μάς έχουν αφήσει, όπως και πολλές θείες και θείοι, μα κι ο μπαμπάς. Ξαδέρφια έχουν σκορπίσει και ούτε ο Αύγουστος πια δεν μας σμίγει. Κι όσο η ζωή περνάει σκέφτομαι ότι τελικά ο Αύγουστος ήταν πάντα ένας καλός μήνας, ότι η ζωή μου χρωστάει, μου χρωστάει πολλούς ακόμα Αύγουστους ανέμελους σαν εκείνους των παιδικών χρόνων.


Φωτογραφίες: © Λία Γκουντρουμπή, Αλέξανδρος Θώμος