Ταξιδια

Τα Αντικύθηρα της Μαρίας Ευθυμίου

Πριν δέκα περίπου χρόνια απεφάσισα πως είναι καιρός να πάω στα Αντικύθηρα

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 749
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καθηγήτρια Ιστορίας ΕΚΠΑ, Μαρία Ευθυμίου, γράφει για τα δικά της Αντικύθηρα.

Πριν δέκα περίπου χρόνια απεφάσισα πως είναι καιρός να πάω στα Αντικύθηρα. Όχι γιατί είχα ακούσει να έχει πάει κάποιος φίλος ή φίλη μου, αλλά γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, στο μέσο του πελάγους ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, σε ρεύματα και ανέμους της θάλασσας που έχουν κάνει ξακουστό το νησί αυτό για τα αρχαία του ναυάγια. Και για τα λαμπρά αρχαιολογικά ευρήματα που ανασύρθηκαν από αυτά, όπως ο Παις των Αντικυθήρων, και, φυσικά, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το πιο περίπλοκο μηχάνημα με γρανάζια παγκοσμίως, στη ζώνη του χρόνου στην οποία κατασκευάστηκε.

Ήξερα πως το νησί ιστορικά τροφοδοτούνταν δημογραφικά από την Κρήτη και την Πελοπόννησο∙ ότι είχε καταστραφεί από τους Ρωμαίους ως ορμητήριο πειρατών∙ ότι ήταν στα χέρια των Βενετών μέχρι σχεδόν το 1800∙ ότι, όταν πέρασε στους Άγγλους το 1815 μαζί με όλα τα Επτάνησα και τα Κύθηρα, χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας ριζοσπαστών επτανησίων∙ ότι την ίδια χρήση είχε, από το ελληνικό κράτος, μετά το τέλος του Εμφυλίου, ως τόπος εξορίας των ηττηθέντων κομμουνιστών∙ ότι είναι γεμάτο αποδημητικά πουλιά που κάνουν στάση εκεί κατά το ταξίδι τους και, εξ αυτού, περιηγούνται στις ανεμόδαρτες εξοχές του τόσο ορνιθολόγοι που επιθυμούν να μελετήσουν τα περίπου 250 είδη πουλιών που επιχωριάζουν εκεί όσο και κυνηγοί που σπεύδουν στο νησί προκειμένου να απαλλάξουν τα ίδια πουλιά απ’ τον κόπο να επιζήσουν και να καλύψουν πετώντας τόση απόσταση μέχρι την Αφρική. Α, και ότι ανάμεσα στους γερτούς απ’ τους σφοδρούς ανέμους θάμνους του βόσκουν άγρια κατσίκια που οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι κυνηγούν και πιάνουν -και, άμα είσαι τυχερός, σού μαγειρεύουν κιόλας, μην τύχει και ξεχάσεις τονησί και τις γεύσεις του φεύγοντας από εκεί. Ένα νησί που, έτσι κι αλλιώς, δεν ξεχνούν ποτέ οι πολλοί ξενιτεμένοι του στην Αυστραλία που σπεύδουν να έρθουν για προσκύνημα τα καλοκαίρια, να προστεθούν στους τριάντα περίπου κατοίκους που περνούν τον χειμώνα τους ως φρουροί του απομονωμένου αυτού τόπου.

Ο Ποταμός, ο οικισμός που σε υποδέχεται όταν κατεβαίνεις απ’ το πλοίο της γραμμής αντιστοιχεί στο σημαινόμενο του τοπωνυμίου καθώς διαθέτει συνεχώς ρέον ποταμάκι, κάτι για το οποίο δεν σε έχει προετοιμάσει η άγρια όψη του νησιού. Για εκείνον που θα πάρει τον δρόμο προς την ενδοχώρα, καραδοκούν κρυφές εκπλήξεις, αρχαιολογικές και μη. Παλιοί εγκαταλελειμμένοι οικισμοί∙ άλλοι με σπίτια επισκευασμένα χάρις στους ξενιτεμένους και το πείσμα τους να κρατήσουν όρθιο τον δεσμό με τον τόπο τους∙ αρχαία ιερά του Απόλλωνα∙ βυζαντινές αρχαιότητες∙ μυστικές πηγές υδάτων που έκαναν διαχρονικά το νησί κατάλληλο προς κατοίκησιν∙ άγριες αφιλόξενες ακτές. Αλλά και κάτι κόλποι μυστικοί, μα κάτι κόλποι μυστικοί με νερά διαυγή κι αστραφτερά για να χάνεσαι μέσα σ’ αυτά, να στροβιλίζεσαι στο παιχνίδι του ήλιου και της θάλασσας. Αλλά και της Ιστορίας. Εκεί, μεσοπέλαγα, ανάμεσα Κρήτη και Κύθηρα.

*Η Μαρία Ευθυμίου είναι καθηγήτρια Ιστορίας ΕΚΠΑ