Ταξιδια

Ο Χρήστος Χωμενίδης πήζει στον Πόρο

Εάν με ρωτούσαν «έχεις πάει στον Πόρο;», η πρώτη, αυθόρμητη απάντησή μου θα ήταν «όχι, ποτέ»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 749
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης γράφει για τον δικό του Πόρο.

Εάν με ρωτούσαν «έχεις πάει στον Πόρο;», η πρώτη, αυθόρμητη απάντησή μου θα ήταν «όχι, ποτέ». Καμιά σχεδόν εικόνα δεν έχω από το νησί, τις παραλίες, τις ταβέρνες, τα αξιοθέατα. Κι όμως στον Πόρο έχω περάσει τριάντα –ή είκοσι πέντε; ή τριάντα πέντε;– μέρες και νύχτες. Ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα φεγγάρια της ζωής μου, ως ναύτης στο Κέντρο Εκπαίδευσης του Πολεμικού Ναυτικού. 

Οι φυλακές, τα μοναστήρια, τα στρατόπεδα κείνται εκτός τόπου και χρόνου. Είναι μικρόκοσμοι ιδιόρρυθμοι, περιχαρακωμένοι. Όποιος περνάει την πύλη τους, αφήνει πίσω ό,τι δεν χωράει μέσα στο ράσο ή στη στολή. Αναπτύσσει ή συναντάει έναν διαφορετικό εαυτό, την ύπαρξη του οποίου μέχρι τότε αγνοούσε. Γίνεται κάποιος άλλος.

Υπερβάλλω. Όταν εκείνο το γλυκό σούρουπο, αρχές Σεπτεμβρίου του 1993, χίλιοι στρατεύσιμοι –χίλια «ψάρια» ή «πόντικες»– μεταφερθήκαμε με τρία μεταγωγικά από το Κ.Ε.Παλάσκας στο Κ.Ε.Πόρος, η ατμόσφαιρα στο κατάστρωμα και μετά στο στρατόπεδο θύμιζε περισσότερο σχολική εκδρομή. Άφησε ο καθένας το σακκίδιό του (λουκάνικο το λέγαμε λόγω σχήματος) επάνω στην κουκέτα του και σπεύσαμε στον τόπο συγκεντρώσεων, στην Πλατεία Άστιγγος, για να ακούσουμε το καλοσώρισμα του διοικητή, να του βαρέσουμε τις πρώτες μας προσοχές. «Θα πήξετε!» γελούσαν σαρδόνια όσοι είχαν ξεμείνει από προηγούμενες ΕΣΣΟ. Το ίδιο, σε παπαδίστικη μιξοκαθαρεύουσα, μας είπε ο εύσαρκος πενηντάρης με το πηλίκιο κατεβασμένο ως τα φρύδια.

Μασήσαμε; Μπα! Μας είχαν εγκαίρως –και ειρωνικά– καθησυχάσει όσοι είχαν εμπειρία της στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι ότι το ναυτικό είναι «κολλέγιο». «Μοδίστρες» μας αποκαλούσαν προκαταβολικά. «Ο μόνος κίνδυνος είναι μη σε στείλουν σε κανένα αντιτορπιλικό που θα κάνει “ξιφίες”, πάνω-κάτω τα θαλάσσια σύνορά μας, από Λήμνο μέχρι Καστελόριζο» με είχε προειδοποιήσει ένας ξάδελφός μου. «Εκεί θα πεις τον Δεσπότη Παναγιώτη…»

Προς το παρόν προπαιδευόμασταν. Αποκτούσαμε τις δεξιότητες του ναύτη. Σφυρηλατούσαμε εθνικό φρόνημα. Σκληραγωγούμασταν. Δηλαδή;

Πεταγόμασταν απ’ τον ύπνο στις έξι το πρωί, όταν σε κάθε θάλαμο εισέβαλλαν δυο-τρεις λοχίες, κελευστές στο Ναυτικό, με σφυρίχτρες. Ρουφούσαμε ένα τενεκεδάκι καραβίσιο καφέ, κάναμε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, αρπάζαμε το τουφέκι που μας είχαν χρεώσει –κάτι ξεχαρβαλωμένα Λι Ένφιλντ, ίσως και από τους Βαλκανικούς Πολέμους– και σπεύδαμε στο πεδίο ασκήσεων. Έπαρση σημαίας, προσευχή κι έπειτα επί επτά συναπτές ώρες –με διαλείμματα εννοείται– μαθαίναμε το «παρουσιάστε!», το «επ’ ώμου» και το «υπό μάλης». Μας διέταζαν να βαράμε το Λι Ένφιλντ πάνω μας όσο πιο δυνατά μπορούσαμε. Οι ώμοι μας είχαν μελανιάσει. Αν κάποιος το έσπαγε, θα κέρδιζε τιμητική άδεια.

Στην τραπεζαρία, μπαίνοντας, υπήρχε ένας δίσκος με το κυρίως, τη σαλάτα και το επιδόρπιο. «Στρατεύσιμε, αυτή είναι η ακριβής ποσότης τροφής που σου αναλογεί» έγραφε από κάτω του μια χάρτινη ταμπελίτσα. Όσοι ήταν επαγγελματίες μάγειρες αξιοποιούνταν εξαρχής στα μαγειρεία. Οι υπόλοιποι παριστάναμε εκ περιτροπής τους τραπεζοκόμους. Πήγαινε κάτω το φαϊ; Ήταν, σας διαβεβαιώνω, νοστιμότατο. Ακόμα και αν ίσχυαν οι φήμες πως τα κρέατα είχαν σφραγίδες δεκαετιών, ότι καταναλώναμε μοσχάρια που μουγκάνιζαν πριν εμείς γεννηθούμε, αυτό αποτελούσε επιχείρημα υπέρ της αποτελεσματικότητας της βαθείας ψύξης. Και όχι εναντίον του Πολεμικού Ναυτικού. 

Τα απογεύματα μας μοίραζαν αγγαρείες. Να σφουγγαρίσουμε κάνα κοιτώνα, να καθαρίσουμε καμιά τουαλέτα, να πετάξουμε τα σκουπίδια, τίποτα πιο βαρύ ή πιο αηδιαστικό. Έπρεπε να ήσουν –το εννοώ– πολύ φλώρος για να δυσανασχετήσεις στα σοβαρά. Το πιο απροσδόκητο για μένα; Πιο μαλθακοί, πιο «μημουάπτου» αποδεικνύονταν οι συνομήλικοί μας από τα μικρά μέρη, που οι παραδοσιακές μαμάδες υπηρετούσαν τούς κανακάρηδες σαν δούλες, παρά εμείς, τα παιδιά των μεγάλων πόλεων… 

Μετά το δείπνο και πριν από το σιωπητήριο, μας έδιναν μία-μιάμιση ελεύθερη ώρα. Αράζαμε στον μώλο, παρλάραμε και καπνίζαμε. Αλκοόλ ή μπάφους ούτε που διανοούμασταν να περάσουμε λαθραία στο στρατόπεδο. Τα κινητά ήταν ακόμα ελάχιστα διαδεδομένα –κανέναν δεν θυμάμαι να κρατάει. Κάτι γουόκμαν είχαμε και κάτι μονοφωνικά ραδιοκασετόφωνα– «ασ’ την να λέει…» έκλαιγε ο Βασίλης Καρράς, «μου θυμίζεις τη μάνα μου…» ο Χρήστος Κυριαζής κι εμείς, υποτίθεται, μερακλώναμε. Η θάλασσα απλωνόταν στα πόδια μας, κάποια βουνά διακρίνονταν στο βάθος, κάτι φώτα αχνόφεγγαν, το τοπίο είχε μια γλύκα και μια νοσταλγικότητα, τα πιο ωραία νοσταλγούσαμε, εκείνα που δεν είχαμε ζήσει ποτέ...

Συναναστράφηκα στον Πόρο κάθε καρυδιάς καρύδι. Όχι με το στανιό – με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση. Κανέναν δεν συνάντησα που να τον βρήκα σκάρτο, τελειωμένο κωλόπαιδο. Ακόμα και εκείνος ο αλμπίνος από το Κιλκίς που όρμησε πύρκαυλος μέσα στο ντουζ ενώ ο φίλος μου ο Γιάννης σαπουνιζόταν τραγουδώντας όπερα, με την κουβέντα σαν να το κατάλαβε ότι το να είσαι ομοφυλόφιλος δεν σημαίνει ότι διατίθεσαι αδιακρίτως για σεξ... Σαν κάπως να κλονίστηκε, αν μη τι άλλο… Το συμπέρασμα που έβγαλα στον Πόρο, το 1993, δεν το έχω ακόμα αναθεωρήσει. Όσο βάρβαρα, όσο θρασύδειλα μπορεί να λειτουργήσουν οι άνθρωποι ως όχλος, τόσο ενδιαφέροντες και ευαίσθητοι αποδεικνύονται εάν τους προσεγγίσεις ένας προς έναν.

Όχι. Δεν έπηξα στον Πόρο.
Αθήνα, 3/7/20

*Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ο Βασιλιάς της» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Δείτε τον καλοκαιρινό οδηγό του Πόρου εδώ.