Ταξιδια

Το Καστελόριζο του Άρη Σφακιανάκη

Χρυσή νιότη, μακρινό νησί

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 749
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης γράφει για το δικό του Καστελόριζο

Δούλευα τότε  ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο της Ρόδου. Κάθε μέρα, το καλοκαίρι, ένα δικινητήριο αεροπλανάκι της Ολυμπιακής προσγειωνόταν από την Αθήνα κι ύστερα από λίγο έφευγε πάλι με επόμενο σταθμό το Καστελόριζο. Μισή ώρα πτήσης. Το πλοίο χρειαζόταν έξι ώρες για το ταξίδι.

Εκείνο το καλοκαίρι είχα σοβαρό δεσμό με μια παντρεμένη. Ελληνίδα ήταν, με τουρίστριες δεν ασχολιόμουν, άφηνα τον ντόπιο ανδρικό πληθυσμό να χτίζει το αρρενωπό προφίλ του νησιού. Ήθελα να πάω ως το Καστελόριζο – πότε θα ξανάβρισκα την ευκαιρία; Όταν ωστόσο πρότεινα στην ερωμένη μου να αποδράσουμε εκεί για ένα τριήμερο, με κοίταξε θλιμμένα και μου είπε: «Δυστυχώς, δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Ο άντρας μου κατάγεται από εκεί. Εκεί κάναμε και το γλέντι του γάμου. Με ξέρει όλο το νησί».

Έτσι βρέθηκα στο Καστελόριζο μ’ έναν συνάδελφο απ’ τη Ρόδο. Μείναμε στο μοναδικό τότε ξενοδοχείο του νησιού με θέα το απέραντο γαλάζιο αλλά και τις απέναντι ακτές της Τουρκίας. Το βράδυ βλέπαμε τα φώτα στα τούρκικα παράλια και ξεροκαταπίναμε αμήχανα. Η Ελλάδα φάνταζε πολύ  μακριά.

Κάθε πρωί που ξυπνούσαμε αντικρίζαμε τα νεοκλασικά σπίτια στην πλαγιά του λόφου – χτισμένα αμφιθεατρικά από τους ομογενείς της διασποράς. Στη θάλασσα βουτούσαμε κατευθείαν από τις βεράντες του ξενοδοχείου και πίναμε το καμπάρι μας ξαπλωμένοι στις ξύλινες σεζλόνγκ σαν πλέιμποι της δεκαετίας του ’60. Ιστιοφόρα με αναπεπταμένα τα πανιά διέσχιζαν το κανάλι ανάμεσα στις δύο χώρες. Κάποια φέρνανε εμπορεύματα –δερμάτινα μπουφάν και εδώδιμα-αποικιακά από τα μαγαζιά του Πορθητή. (Τα μπουφάν τα κρύβανε οι δικοί μας έμποροι κάτω από σακιά με όσπρια, καθώς τα είχαν εισάγει αφορολόγητα).

«Πώς νιώθετε που ζείτε τόσο κοντά στην Τουρκία και τόσο μακριά από την Ελλάδα;» ρωτούσα φιλομαθής πάντα τους νησιώτες.

«Η αλήθεια είναι πως, όταν χρειαστούμε νοσοκομείο, περνάμε απέναντι», ομολογούσανε εκείνοι ανερυθρίαστα.

Κάποιο πρωί ναυλώσαμε έναν βαρκάρη ως τη Γαλάζια σπηλιά – δεν έχει μόνο το Κάπρι παρόμοιο αξιοθέατο. Περάσαμε σκυφτοί το στόμιο να μη μας γδάρει το σκαλπ κανένας σταλακτίτης και βουτήξαμε στα κρυστάλλινα νερά τολμηροί σαν γοργόνες.

Τα βράδια τρώγαμε στα ταβερνάκια του νησιού λιχουδιές της θάλασσας κι αναπολούσε ο καθένας μας την αγαπημένη του που ήταν μακριά.

Κάναμε και μια πεζοπορία στο βουνό για να δούμε τις Αχέρες, δεξαμενές νερού επί Τουρκοκρατίας (μου άρεσε η λέξη Αχέρες, μου θύμιζε τον Αχέροντα κι είμαι γνωστός θανατολάγνος), όμως ο φίλος μου δεν άντεξε την κάψα –είχε τα κιλά του, ο δυστυχής– κι έτσι δεν φτάσαμε ποτέ ως εκεί.

Τις νύχτες τραβούσαμε κατά την ντόπια ντισκοτέκ που βρισκόταν στην άκρη του μόλου, κάτω απ’ τον φάρο, κι εκεί λικνιζόμασταν χαλαρά ώσπου μας τέλειωναν τα τσιγάρα και γυρίζαμε στο ξενοδοχείο να πέσουμε ξέπνοοι στα λευκά σεντόνια.

Στο ταξίδι της επιστροφής, το μικρό μας αεροπλάνο πέταξε χαμηλά πάνω από το νησάκι της Ρω, κι ακούσαμε σχεδόν την ελληνική σημαία να πλαταγίζει στο σπιτάκι της περίφημης κυράς.

Σε κάθε ταξίδι μου στον κόσμο αφήνω πάντα κάποιο μέρος που δεν επισκέπτομαι ώστε να έχω λόγο να γυρίσω εκεί μια ακόμη φορά. Στο Καστελόριζο άφησα –έστω άθελά μου– τις Αχέρες. Ελπίζω να το εκτιμήσει αυτό ο Χάρος.

Ιούλιος 2020, για την Athens Voice


Άρης Σφακιανάκης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Η σκιά του κυβερνήτη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Βρείτε τον καλοκαιρινό οδηγό του Καστελόριζου εδώ