Ένα ταξίδι στο μεταίχμιο Αφρικής και Ευρώπης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Μπήκαμε στην οικία των Fermor στη Μάνη
H ATHENS VOICE επισκέφτηκε την οικία Patrick & Joan Leigh Fermor στην Καρδαμύλη - 30 φωτογραφίες από την περιήγηση
«Εδώ θα ήθελα να μείνω για πάντα», φαίνεται να είπε ο Βρετανός συγγραφέας και περιηγητής Patric Leigh Fermor, όταν σ’ ένα ταξίδι του στη Μάνη, το 1964, αντίκρισε αυτό το κομμάτι γης, το γεμάτο κυπαρίσσια, σχίνους και ελιές, κάτω από την σκιά του Ταΰγετου και πάνω από τη θάλασσα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καρδαμύλη.
«Αυτός εδώ δεν είναι ο κόσμος μου, είναι σαν να ζω στην καρδιά ενός μαρουλιού. Εγώ χρειάζομαι καυτές πέτρες κι αγκάθια, λιόδεντρα και φραγκόσυκα» είχε γράψει κάποτε για την Αγγλία και σ’ αυτό το σημείο της Μάνης βρήκε αυτά που ζητούσε και αποφάσισε με την γυναίκα του Joan να κτίσουν το σπίτι τους και να γίνει το ησυχαστήριό τους, αλλά και τόπος έμπνευσης και δημιουργίας.
Κατεβαίνοντας το μικρό μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του Patrick Leigh Fermor, κρυμμένο μέσα στην πλούσια βλάστηση και περνώντας μέσα από την βαριά γαλάζια πόρτα που θυμίζει μοναστήρι, ο επισκέπτης μένει εκστασιασμένος από τη πρώτη στιγμή απ’ όσα βλέπει και αυτό που του έρχεται αυθόρμητα να πει είναι: «εδώ θα ήθελα να μείνω για πάντα».
Αυτό ακριβώς είπαμε και όσοι βρεθήκαμε την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου στη συνέντευξη τύπου για τα εγκαίνια της Οικίας του Patrick & Joan Leigh Fermor, την οποία το 1996, το ζεύγος Fermor δώρισε, στο Μουσείο Μπενάκη και πριν λίγο καιρό ολοκληρώθηκε η ανακαίνισή της, χάρη στη γενναιόδωρη υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και όλων των ένθερμων υποστηρικτών του εγχειρήματος.
Από εδώ και στο εξής η Οικία Patrick & Joan Leigh Fermor θα λειτουργεί ως χώρος φιλοξενίας σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών, ως κέντρο εκπαιδευτικού χαρακτήρα με τη συνεργασία διεθνών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, προβάλλοντας την χώρα μας μέσα από τον καινούργιο πολιτιστικό θεσμό και συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη της Καρδαμύλης και της ευρύτερης περιοχής της Μάνης.
Προβλέπονται δύο περίοδοι φιλοξενίας ανά έτος, ένα το φθινόπωρο με διάρκεια 1.5 μήνα και ένα την άνοιξη διάρκειας 2.5 μηνών και οι πέντε κρεβατοκάμαρες με τις σύγχρονες ανέσεις, καθιστικό και χώρο εργασίας, μπορούν να προσφέρουν στους επισκέπτες τους αξέχαστη παραμονή. Η εταιρεία Aria Hotels, έχει αναλάβει την ενοικίαση του σπιτιού για τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η κεντρική κατοικία καθώς και τρία πετρόκτιστα κτίσματα – το πρώην γραφείο του Patric, o ξενώνας και το παλιό κοτέτσι που τώρα στεγάζει βοηθητικούς χώρους, βρίσκονται μέσα σε μία έκταση 9 περίπου στρεμμάτων, γεμάτη με διαφορετικά φυτά σε διάφορες γωνιές, διαφορετικές μυρωδιές και διαφορετικά ηχοτοπία που όλα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν επίγειο παράδεισο, με απεριόριστη θέα στη θάλασσα αλλά και στο βουνό. Και η αρχιτέκτων τοπίου κα Έλλη Παγκάλου εξηγεί: «Αυτό που βλέπουμε δεν είναι κατασκευή, δεν είναι κήπος, είναι τοπίο. Σαν να υπήρχε πάντα εδώ. O Fermor δεν επιλέγει να φτιάξει εδώ μία όαση ή να φέρει την παράδοση των εγγλέζικων κήπων, αλλά λειτουργεί με απόλυτο σεβασμό στο τοπίο και με τα ίδια εργαλεία αυτού του τόπου, τις πεζούλες, τις ελιές, τα κυπαρίσσια, οργανώνει την αλληλουχία των χώρων και τις κινήσεις. Είναι ένας ταξιδευτής που δεν αφήνει ασυνέχειες στον χώρο του. Ενσωματώνει αρμονικά όλα όσα μαζεύει από τα ταξίδια του όπως τα βότσαλα, τα κεραμικά δάπεδα στα οποία ενσωματώνει στοιχεία και μοτίβα από τους ισλαμικούς κήπους και μικρούς διαδρόμους.
Όπως ανέφερε η Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, κυρία Ειρήνη Γερουλάνου, «όλο αυτό που βλέπουμε και είναι έργο πολλών ανθρώπων που δούλεψαν με επαγγελματισμό, αφοσίωση και σοβαρότητα ώστε να μπορούμε σήμερα ν’ απολαύσουμε αυτό το αποτέλεσμα».
Εκτός από την αναφορά στους μεγάλους δωρητές Patrick & Joan Fermor, και τον μεγάλο χορηγό, «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» καθώς και στην κα Άννα Μαρία Κοσμόγλου και Κώστα Λιβέρη που παρακολούθησαν από την αρχή στενά το έργο, ευχαρίστησε αναλυτικά όλους τους επιστήμονες, τους μελετητές, τις εταιρείες, μικρούς δωρητές και τους φίλους του Μουσείου για την άριστη συνεργασία και το υπέροχο αυτό αποτέλεσμα.
Αν κάποιος είχε δει το σπίτι αυτό πριν μερικά χρόνια και το βλέπει και σήμερα η αίσθηση που του δημιουργείται είναι ότι «κάποιος μπήκε και το καθάρισε». Και αυτό διότι η ανακαίνιση έχει γίνει με απόλυτο σεβασμό στο ύφος και στη φυσιογνωμία του σπιτιού, το οποίο «αν και της δεκαετίας του 60 αντιμετωπίστηκε ως διατηρητέο κτίριο», πράγμα ιδιαίτερα δύσκολα.
Όπως ανέφερε ο κος Π. Μπαλλιάν της Τεχνικής Εταιρείας Μπαλλιάν ΑΕ., που ανέλαβε το έργο, μετά από διαγωνισμό και το παρέδωσε νωρίτερα από τον προβλεπόμενο χρόνο: «Έχει γίνει πάρα πολλή δουλειά, η οποία είναι υπόγεια. Δεν φαίνεται. Όλα τα μηχανολογικά (ηλεκτρικά, κλιματισμός, υδραυλικά) είναι όλα από την αρχή. Έγινε συντήρηση των τζακιών, των ξύλινων στοιχείων καθώς και στις στέγες. Έγιναν στεγανώσεις, αντικατάσταση των κουφωμάτων, των καμινάδων και ανακατασκευή των λουτρών και των κουζινών αλλά δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου η λιτή ατμόσφαιρα της κατοικίας. Το σπίτι από μόνο του απαιτεί να το σεβαστείς».
Το κυρίως σπίτι αν και με την πρώτη ματιά φαίνεται παραδοσιακό, αν το παρατηρήσεις προσεκτικά, διαπιστώνεις ότι δεν είναι. Όπως ανέφερε ο αρχιτέκτων κος Α. Κούρκουλας μέσα στο σπίτι «υπάρχει κάτι το μαγικό, υπάρχει μία παλέτα πραγμάτων ενός ταξιδευτή που τα φέρνει και καταφέρνει να τα ενσωματώσει, χωρίς να φαίνονται ξένα, μέσα σ’ έναν χώρο ενός υποτίθεται τοπικού σπιτιού. Τζάκια από την Ρουμανία, χαγάτια, γαλλικά παράθυρα, μάρμαρα με σχέδια από την Βερόνα, λότζες, γαλαρία...-ψηφίδες από τα ταξίδια του- καθυποτάσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται σαν τοπικές. Ο ίδιος ο Φέρμορ έλεγε ότι το βράδυ διάβαζε Βιτρούβιο και Παλλάδιο για να καταλάβει τις αναλογίες των δωματίων, πώς γίνονται τα παράθυρα, πώς καδράρεται η θέα... Πρόκειται για έναν ταλαντούχο άνθρωπο που φέρει μέσα του όλη την παιδεία της κλασικής αρχαιότητας».
Μεγάλη η συμβολή και των συντηρητών του Μουσείου από τα πέντε εξειδικευμένα εργαστήρια οι οποίοι δούλεψαν ατελείωτες ώρες για να είναι όλα έτοιμη στην ώρα τους. Και ο επικεφαλής του τμήματος, κος Β. Πασχάλης, μας έδωσε μία μικρή αναφορά των εργασιών. «Έγινε καταγραφή και αξιολόγηση της κατάστασης των αντικειμένων και αντιμετώπιση των προβλημάτων με πρώτη ενέργεια την απεντόμωση όλων των χώρων και αντικειμένων, ώστε να είναι απαλλαγμένα από κάθε παράσιτο. Όλα τα αντικείμενα συσκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν για αποθήκευση στους χώρους του Μουσείου υπό την επίβλεψη συντηρητών. Τα αντικείμενα που αποφασίστηκε ν’ επανατοποθετήθηκαν στην οικία, μετά την ανακαίνισή της, παρουσίαζαν την ιδιαιτερότητα ότι έπρεπε να αντιμετωπιστούν αφ’ ενός σαν έργα τέχνης και αφ’ ετέρου σαν χρηστικά αντικείμενα μια και θα είχαν καθημερινή χρήση από τους μελλοντικούς φιλοξενούμενούς της. Όλα τα αντικείμενα, με εξαίρεση τα νέα καθιστικά, έχουν περάσει από το τμήμα συντήρησης. Το τμήμα συντήρησης ανέλαβε την κατασκευή των ξύλινων φωτιστικών που υπάρχουν στην οικία, πιστά αντίγραφα των φωτιστικών που είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει ο ίδιος ο Patrick Leigh Fermor».
«Η ΟΙΚΙΑ PATRICK & LEIGH FERMOR ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΟΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΕΥΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ!»
Ποιος ήταν ο Patric Leigh Fermor
Ο Patric Michael Leigh Fermor, o Paddy για τους φίλους του και ο κυρ-Μιχάλης για τους Έλληνες, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 11 Φεβρουαρίου του 1915. Ήταν μοναχογιός και το δεύτερο παιδί του Sir Lewis Leigh Fermor, πρώτου προέδρου της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ινδιών και της Eileen Ambler. Μετά την γέννησή του, η μητέρα του επέστρεψε στον σύζυγό της και στην κόρη της Vanessa, στην Καλκούτα και τον Paddy ανέλαβε, για τέσσερα περίπου χρόνια, η οικογένεια Martins στο χωριό Road Weedon στο Northamptonshire, όπου πέρασε ανέμελα παιδικά χρόνια.
Από μικρός είχε την τάση να κάνει ό,τι θέλει και με την πειθαρχία δεν είχε ποτέ πολύ καλές σχέσεις, κάτι που του δημιουργούσε προβλήματα στα μαθητικά του χρόνια και τον απέβαλαν από σχολεία, λόγω κακής επίδοσης ή ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το αίσθημα ότι αδυνατούσε ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων τον καταδίωκε και στην ενήλικη ζωή του και ήταν η αφορμή για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και κρίσεις κατάθλιψης που βίωνε, κατά διαστήματα.
«Η ΕΝΤΟΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕ».
Ανήσυχο, ατίθασο και ανυπότακτο πνεύμα, με ασίγαστη περιέργεια για τα πάντα και έντονη την αίσθηση της περιπέτειας, είχε εκδηλώσει από νωρίς την αγάπη του για την λογοτεχνία, την ιστορία, την γεωγραφία και την έφεση στις γλώσσες. Επίσης, το ενδιαφέρον του για Μουσεία, Πινακοθήκες και μνημεία του Λονδίνου ήταν μεγάλο όπως όμως και για τα bars και τις pubs, όπου ξενύχταγε διασκεδάζοντας με φίλους του.
Διάβαζε πάρα πολύ ποίηση, αρχαία ελληνικά και λατινικά, απομνημόνευε ολόκληρα κείμενα και τον γοήτευε η ιδέα να γίνει συγγραφέας. Ένα βιβλίο του Robert Byron για το Βυζάντιο ήταν η αφορμή για να τον κάνει ν’ ακολουθήσει τα βήματα του δασκάλου του και να αποφασίσει να πάει στην Κωνσταντινούπολη με τα πόδια, εγκαταλείποντας το Λονδίνο, τον μποέμικο τρόπο ζωής του και όλα όσα του προκαλούσαν ξαφνικά απέχθεια και αποστροφή καθώς και την στρατιωτική σταδιοδρομία για την οποία τον προόριζαν.
Αν και η ιδέα αυτή ακούστηκε παράξενη και πολλοί προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αρκετοί την υποστήριξαν και τον βοήθησαν ώστε να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα για το ταξίδι καθώς επίσης και να επιλύσει το οικονομικό θέμα. Το πιο πολύτιμο όμως δώρο που πήρε ήταν οι συστατικές επιστολές μίας οικογενειακής φίλης, της κυρίας Σάντουιτς, οι οποίες απευθύνονταν σε φιλικά της πρόσωπα στην Γερμανία. Αυτές του φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες τόσο στο ταξίδι αλλά είχαν μεγάλο αντίκτυπο και στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η περιπέτεια του ρομαντικού Patric, άρχισε στις 9 Δεκεμβρίου του 1933, λίγο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο Stadthouder Willem με προορισμό το Ρότερνταμ. Τα υπάρχοντά του περιελάμβαναν έναν ταξιδιωτικό σάκο με λίγα ρούχα, μπλοκ και σημειωματάρια, ένα λεξικό, την Ποιητική Ανθολογία της Οξφόρδης και έναν τόμο από τις Ωδές του Οράτιου.
Τα βιβλία του «A time of gifts» και «Between the woods and the waters», που γράφτηκαν αρκετά χρόνια μετά, αφορούν αυτό το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε την Πρωτοχρονιά του 1935, και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων. Kάποτε, ένας δημοσιογράφος του BBC τον περιέγραψε ως «κράμα ανάμεσα σε Ιντιάνα Τζόουνς, Τζέιμς Μποντ και Γράχαμ Γκριν».
Κατά την διάρκεια του οδοιπορικού του στην Ευρώπη απέκτησε την ικανότητα να του αρέσει η μοναξιά, χωρίς να χάσει όμως ποτέ την κοινωνικότητά του. Η ιδιότητα «φοιτητής» που αναγραφότανε στο διαβατήριό του, παρέπεμπε κάπως στους περιπλανώμενους διανοούμενους του 12ου αιώνα στην Ευρώπη και του άνοιγε εύκολα πόρτες. Κοιμήθηκε σε καλύβες αγροτών αλλά και μέγαρα αριστοκρατών της κεντρικής Ευρώπης και έκανε χρήσιμες γνωριμίες αλλά και φιλίες που κράτησαν ολόκληρη ζωή.
Είχε την ικανότητα να ανελίσσεται σε οποιαδήποτε κοινωνία και το ωραίο παρουσιαστικό του, η ευγένειά του, η γοητεία του, η φιλομάθειά του, η ζωντάνια του, o νεανικός του ενθουσιασμός και η ευχάριστη προσωπικότητά του τον βοήθησαν στις συναναστροφές του με ανθρώπους κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικό-οικονομικής τάξης.
Φλέρταρε και τον φλέρταραν, ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκαν αλλά την γυναίκα της ζωής του και μέλλουσα σύζυγό του, την πανέμορφη φωτογράφο Joan Rayner, την συνάντησε το 1944, σ’ ένα πάρτι στην Αίγυπτο. Διατήρησαν μία μακροχρόνια και αντισυμβατική σχέση η οποία κατέληξε σε γάμο, το 1968, τρία χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην Καρδαμύλη.
Εκτός από τις φιλίες, γνώσεις και πλούσιες εκπαιδευτικές εμπειρίες που απέκτησε από το ταξίδι του στην Ευρώπη, βρήκε αντικείμενο για τα βιβλία που πάντα ήθελε να γράψει, αλλά και μία χώρα την οποία λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και αυτή ήταν η Ελλάδα, στην οποία πρόσφερε πολλά κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η οποία έμελλε να γίνει η δεύτερη πατρίδα του.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διέκοψε τον δεσμό που διατηρούσε για τέσσερα χρόνια με την Ρουμάνα πριγκίπισσα και ζωγράφο Μπαλάσα Καντακουζηνού και επέστρεψε την Αγγλία για να καταταγεί στους «Ιρλανδούς φρουρούς». Το γεγονός ότι μιλούσε ελληνικά τον έφερε πίσω στην Ελλάδα, με τον βαθμό του Βρετανού αξιωματικού, ως ακόλουθο του Ελληνικού Στρατού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία. Πολέμησε στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, επέστρεψε στην Κρήτη τρεις φορές, τη μία με αλεξίπτωτο. Μετά την Μάχη της Κρήτης αποχώρησε για την Μέση Ανατολή, όπου στρατολογήθηκε στην Υπηρεσία Ειδικών Αποστολών και το 1942 επιστρέφει στην Κρήτη για να συντονίσει τους κρητικούς αντιστασιακούς.
Έζησε δύο χρόνια στα βουνά, ντυμένος σαν βοσκός, οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών και αποκτώντας, με πολλούς από αυτούς, δυνατούς φιλικούς δεσμούς. Σε όλο δε το νησί τον αποκαλούσαν «Ο Φιλεντέμ», από το παλιό τούρκικο τραγούδι που τραγουδούσε και είχε γίνει κώδικας ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Κρητικούς.
Στις 26 Απριλίου του 1944, πρωταγωνίστησε στην απαγωγή του γερμανού στρατηγού Heinrich Kreipe καταφέρνοντας να τον περάσουν από 22 γερμανικά μπλόκα, μέσα στο Ηράκλειο, να τον οδηγήσουν σε μία σπηλιά στον Ψηλορείτη και μετά από λίγο καιρό να τον φυγαδεύσουν στο Κάιρο. Ένα τυχαίο περιστατικό που έφερε στην επιφάνεια την αγάπη που έτρεφαν οι δύο άνδρες για τον Οράτιο, συνετέλεσε ώστε η σχέση τους να γίνει ιδιαίτερη. Για την επιχείρηση αυτή ο Patric Leigh Fermor παρασημοφορήθηκε με το Αριστείο Διακεκριμένων Πράξεων.
Ο Fermor και ο Kreipe συναντήθηκαν ξανά, μετά από πολλά χρόνια, στο στούντιο μίας τηλεοπτικής εκπομπής του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος είχε καλεσμένους όσα μέλη της επιχείρησης Kreipe ήταν εν ζωή. Την πρόσκληση είχε αποδεχθεί και ο Kreipe, ο οποίος όταν τον ρώτησε ο παρουσιαστής αν έτρεφε αισθήματα πικρίας προς την ομάδα, αυτός απάντησε: «Αν είχα κάποια πικρία, δεν θα ήμουνα εδώ». Και στην ερώτηση για το πώς του φερνόντουσαν κατά την διάρκεια της περιπέτειάς του, απάντησε: «ιπποτικά, σαν να ήμουν ένας ιππότης», απάντηση που συγκίνησε βαθύτατα τον Patric.
Mετά το τέλος του πολέμου, ο Patric Leigh Fermor εργάστηκε για λίγο στο Βρετανικό Iνστιτούτο της Αθήνας (το μεταγενέστερο Βρετανικό Συμβούλιο) και μετά ταξίδεψε πολύ ανά τον κόσμο, συγκεντρώνοντας υλικό για τα βιβλία του και μένοντας κατά καιρούς σε μοναστήρια (στην Νορμανδία) ή ως φιλοξενούμενος σε σπίτια φίλων, όπως του Α. Σικελιανού στη Σαλαμίνα, του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Ύδρα, του Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Αν και αεικίνητος, οι συνεχείς μετακινήσεις, η ανοργάνωτη ζωή και η έλλειψη μόνιμης βάσης, όπου θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο, κάπου τον κούραζαν και η έντονη επιθυμία του για απόκτηση μίας κατοικίας στην Ελλάδα ποτέ δεν τον εγκατάλειψε.
Μόνος του ή παρέα με την Joan, εκτός από το εξωτερικό, ταξίδεψαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και όταν πήγαν στην Κρήτη, τον υποδέχθηκαν θερμά, σαν ήρωα πολέμου. Κατά την διάρκεια των ταξιδιών του αλλά και της παραμονής του σε διάφορες χώρες γνωρίστηκε με σημαντικούς ανθρώπους, της πολιτικής, των γραμμάτων και τεχνών και ο Ευάγγελος Τοσίτσας Αβέρωφ, ο Γεώργιος Σεφέρης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Αντώνης Μπενάκης, είναι ανάμεσα στους επιφανείς Ελληνες φίλους του.
Το 1963, ταξιδεύοντας με την Joan στην Ελλάδα προς εύρεση κατοικίας, σταμάτησαν στο Καλαμίτσι, ένα ονειρεμένο ακρωτήρι ανάμεσα σε δύο κοιλάδες που κατέληγε σε μία παραλία, 3.5 χιλιόμετρα νότια της Καρδαμύλης. Ερωτεύτηκαν το μέρος από την πρώτη στιγμή και άρχισαν αμέσως τις ενέργειες για αγορά γης, πράγμα που αρχικά αποδείχθηκε αρκετά πολύπλοκο, αλλά τελικά υπέγραψαν συμβόλαια στις 3 Μαρτίου του 1964.
Εκεί έστησαν δύο σκηνές καθώς και δύο πρόχειρα υπόστεγα. Διάβασαν, έγραφαν απολαμβάνοντας την ομορφιά και την ησυχία του τοπίου, κατασκευάζοντας χάρτινες μακέτες με το πώς φανταζόντουσαν το σπίτι τους. Ο Νίκος Χατζημιχάλης ανέλαβε τον σχεδιασμό της οικίας, σε στενή συνεργασία μαζί τους και από τον Αύγουστο του 1966 ο Patrick και η Joan, εγκαταστάθηκαν εκεί, παρόλο που το σπίτι δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
Το σπίτι έχει επιρροές και στοιχεία από τα διάφορα μέρη που είχε επισκεφθεί ο Patric στο παρελθόν, όπως το τζάκι που είχε σχεδιαστεί με βάση ένα περσικό μοντέλο με κωνική καμινάδα που είδε δει στο Μπαλένι, ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, το χαγιάτι, με παράθυρα και ντιβάνια σε τρεις πλευρές, το σχέδιο στο μαρμάρινο τραπέζι φαγητού, εμπνευσμένο από ένα tondo στην εκκλησία της Αγίας Αναστασίας στη Βερόνα. Στο σπίτι αυτό φιλοξενούσαν συνέχεια φίλους, απ’ όλον τον κόσμο. Τον Οκτώβριο του 1967, ο Patric ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Καρδαμύλης.
Για την αγαπημένη του περιοχή είχε γράψει το βιβλίο «Μάνη», πριν καν αγοράσει το σπίτι και αυτό είχε αποσπάσει ενθουσιώδεις κριτικές. Μέρος του βιβλίου μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1972 από τον αγαπημένο του φίλο Τζανή Τζαννετάκη.
Δεν εγκατέλειψε ποτέ τα ταξίδια, το γράψιμο αλλά ούτε την αγάπη του για την αναρρίχηση και το κολύμπι. Ανέβηκε στις Άνδεις, έκανε αναρρίχηση στην Πίνδο και στα Ιμαλάια και το 1984, σε ηλικία 69 ετών διέσχισε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο.
Mε την πάροδο των χρόνων άρχισε να τους απασχολεί το μέλλον του σπιτιού μετά τον θάνατό τους και την λύση την έδωσε ο καλός τους φίλος και πρώην Πρωθυπουργός, Τζανής Τζαννετάκης, ο οποίος τους πρότεινε να το δωρίσουν στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Patric Leigh Fermor ήταν φίλος με τον ιδρυτή του Μουσείου, Αντώνη Μπενάκη και αργότερα συνδέθηκε και με τον Διευθυντή του Μουσείου, Αγγελο Δεληβοριά.
Το 1996, ο Patric και η Joan δώρισαν εν ζωή στο Μουσείο Μπενάκη το σπίτι τους στην Καρδαμύλη, ώστε αυτό να μεταβιβαστεί στο Μουσείο μετά τον θάνατό τους και να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του Μουσείου, καθώς και για την φιλοξενία ερευνητών ή άλλων προσώπων συνδεδεμένων με τις δραστηριότητές του.
Η Joan πέθανε στην Καρδαμύλη στις 4 Ιουνίου του 2003 και κηδεύτηκε στην Αγγλία. Η απώλειά της ήταν τεράστια για τον Patric o οποίος επιστρέφοντας στην Καρδαμύλη περνούσε ώρες και μέρες ξαπλωμένος, προσπαθώντας να αποδεχθεί την έλλειψή της αλλά οι πολλοί και καλοί φίλοι του αποδείχθηκαν μεγάλο στήριγμα γι’ αυτόν.
Αν και το 1991 είχε αρνηθεί τον τίτλο του ιππότη, το 2004 τον δέχθηκε και ο τίτλος του απενεμήθη από την Βασίλισσα της Αγγλίας, στις 11 Φεβρουαρίου, την ημέρα που γιόρταζε τα ογδοηκοστά ένατα γενέθλιά του. Το 2007 ξεκίνησε για την τελευταία εκδρομή της ζωής του στην δυτική Μακεδονία και στην Αλβανία με μία παρέα φίλων.
Τα προβλήματα υγείας, που αντιμετώπιζε από τον 1975 λόγω καρκίνου στη γλώσσα, επανήλθαν δριμύτερα και μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο «Γεννηματάς» και χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του όγκου, αποφάσισε να μην υποστεί την ταλαιπωρία θεραπείας κατά του καρκίνου, μια και απ’ ό,τι του είπαν οι γιατροί του απέμενε λίγος χρόνος ζωής. Στις 9 Ιουνίου έφυγε από την Ελλάδα για να αποχαιρετίσει τους φίλους του στην Αγγλία με σκοπό να επιστρέψει στην Καρδαμύλη. Αλλά δεν πρόλαβε... Πέθανε ήρεμος και σε πλήρη διαύγεια το επόμενο πρωία, στο σπίτι του στο Ντάμπλετον.
Βιβλιογραφία
- Κούπερ Άρτεμις, Πάτρικ Λη Φέρμορ, μία περιπέτεια, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013
- Μανούσης Ορέστης, ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, Εκδ. Anubis, Αθήνα 2012
- Μουσείο Μπενάκη, ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ. Και το ταξίδι συνεχίζεται. Εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2017
Δειτε περισσοτερα
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Φωνές από το περιθώριο και τροφή για σκέψη για την αποδοχή και τα σύγχρονα κοινωνικά στερεότυπα
Πώς συναντιούνται τόσοι κόσμοι;
Τα ψηφιακά εργαλεία που υπόσχονται ένα πράσινο μέλλον
Οι επιχειρήσεις που αναγνωρίζουν τη σημασία της βιωσιμότητας μπορούν να επιτύχουν σε όλα τα επίπεδα—οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά