Ταξιδια

Στα χνάρια του επιθεωρητή Μονταλμπάνο

Αντρέα Καμιλέρι: Ένας άνθρωπος, με τα χαρακτηριστικά του σοφού της διπλανής πόρτας, ο διανοούμενος της καθημερινότητας, ίνδαλμα για τους Ιταλούς

Κώστας Κυριακόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην ταβέρνα του Έντζο, αυτήν που τρώει ο διάσημος Μονταλμπάνο, του Καμιλλέρι.

Ο σιτσιλιάνικος ήλιος έκανε ακόμα και τους μεγάλους βράχους, αριστερά και δεξιά του στενού δρόμου, να βγάζουν αυτήν την περίεργη μυρωδιά του ζεστού χώματος  που συναντάς στον μεσογειακό Νότο.  Ήταν Αύγουστος του 2005 και η  παρέα των Ελλήνων που γυρόφερνε με το νοικιασμένο λευκό οκταθέσιο βαν στο Πόρτο Εμπέντοκλε στη Σικελία είχε και κάτι άλλο στο μυαλό της εκτός από τον τουρισμό. Είχε βάλει σκοπό να κάνει και μερικές βόλτες στα χνάρια του Σάλβο Μονταλμπάνο, του επιθεωρητή  που πρωταγωνιστεί στα βιβλία του Αντρέα Καμιλέρι. Αυτού του τετραπέρατου μπάτσου, του ευέξαπτου και ευαίσθητου αξιωματικού, του πολιτικοποιημένου. Και κυρίως καλοφαγά που σου δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για μηχανή που καίει μόνο καλές σικελικές συνταγές με ζυμαρικά και θαλασσινά. Αλλιώς δεν εξιχνιάζει εγκλήματα. Στόχος: να βρεθεί ο πραγματικός Έντζο, αυτός που φτιάχνει στον αστυνόμος Μονταλμπάνο τα απίθανα πιάτα και λειτουργεί κάτι σαν… spa! Εργαλεία: Όλες οι πληροφορίες που περιέχονται στα βιβλία του Αντρέα Καμιλλέρι. Από περιγραφές τόπων και αναφορές σε φανταστικές ή πραγματικές πόλεις μέχρι χρώματα τοίχων ή τη θέα προς τη θάλασσα. Αποτέλεσμα: Ο Έντζο βρέθηκε και δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας για την πραγματική του ταυτότητα…

Ο Αντρέα Καμιλέρι, πέθανε στα 93 του χρόνια, την Τετάρτη 17 Ιουλίου, στο νοσοκομείο Santo Spirito της Ρώμης, ακριβώς έναν μήνα μετά την αιφνίδια εισαγωγή του μετά από ένα καρδιοαναπνευστικό επεισόδιο. Είχε πολλά προβλήματα υγείας, μανιώδης καπνιστής, τυφλός, έγραψε τα τελευταία του βιβλία υπαγορεύοντας στην υπομονετική βοηθό του που είχε καταφέρει να μάθει το σικελικό ιδιόλεκτό του.  Ένας άνθρωπος, με τα χαρακτηριστικά του σοφού της διπλανής πόρτας, ο διανοούμενος της καθημερινότητας, ίνδαλμα για τους  Ιταλούς, και όχι μόνο, αναγνώστες του. Ο maestro, όπως τον αποκαλούσαν όλοι. Ένα  ορθάνοιχτο μυαλό που είχε τα κουράγια, ακόμα και στα βαθειά του γεράματα,  να τα βάλει με το λαϊκίστικο,  βορβορώδες σύστημα Σαλβίνι και να βρεθεί στο στόχαστρο.

Μετά από την ταφή του ακολούθησε λαϊκό προσκύνημα που όμοιό του είχαν να δουν πολλά χρόνια οι Ιταλοί. Η μορφή του επιθεωρητή  Σάλβο Μονταλμπάνο κυριάρχησε για μία ακόμα φορά. Τον ενσάρκωσε τηλεοπτικά ο 58άχρονος ηθοποιός Luca Zingaretti, μεγάλος αδελφός του Ιταλού πολιτικού Nicola Zingaretti. Εδώ στα μέρη μας τον έχουμε απολαύσει από κάποιες προσφορές σε DVD ελληνικών εφημερίδων και, φυσικά, από  διάφορα παράνομα, ναι είναι αλήθεια, το έχουμε κάνει και αυτό, downloads, από το Internet.  

Ο επιθεωρητής  Σάλβο Μονταλμπάνο, λοιπόν, σε όλα τα βιβλία του Αντρέα Καμιλλέρι (εκδόσεις Πατάκη), έχει ένα κοσμοπολίτικο κουσούρι. Τρώει καλά. Στο βιβλίο «Υποχρεωτική Πορεία» αναγκάστηκε να βγει στην πιάτσα της Σικελίας και ν’ αναζητήσει νέο στέκι για φαγητό. Τι είχε συμβεί, λογοτεχνικά; Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ταβέρνας «Σαν Καλότζερο», όπου έτρωγε ο Μονταλμπάνο τού είχε πει, όπως γράφει ο Καμιλλέρι: «Αστυνόμε, αύριο να μην έρθετε. Η ταβέρνα θα είναι κλειστή». Ο Καλότζερο, ο ιδιοκτήτης, θα έβγαινε στη σύνταξη.  Η φράση αυτή είχε καρφωθεί σαν τεράστιο πιρούνι στα αφτιά του αστυνόμου Σάλβο Μονταλμπάνο. Του ξερίζωνε την ψυχή το  κλείσιμο της αγαπημένης του ταβέρνας της «Σαν Καλότζερο». Ο ιδιοκτήτης της, ο Καλότζερο, τού χάριζε τη γαστρονομική όαση όταν έσφιγγαν οι έρευνες  ή ξεγλιστρούσαν οι ύποπτοι και το μυαλό του έπρεπε  να ξελαμπικάρει. Αλλά, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση, ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο έπρεπε να βρει όσο το δυνατόν πιο σύντομα μια ταβέρνα που θα μπορούσε να ικανοποιεί τις γευστικές του ανάγκες. Είπαμε, είναι μια μηχανή που καίει καλέ συνταγές. Μέχρι που βρήκε τον Έντζο. Πώς τον περιγράφει ο  ίδιος ο Αντρέα Καμιλλέρι;

«...βρισκόταν στο πάνω μέρος της πόλης, ο αστυνόμος αναγκάστηκε να πάει με το βρισκόταν στο σπίτι που υπήρχε δίπλα. Σου δημιουργούσε μια αίσθηση προχειρότητας, κάτι που άρεσε στον Μονταλμπάνο [...] Το ορεκτικό ήταν μόνο χταπόδι παστό που είχε τη γεύση της θάλασσας και μόλις το έβαζες στο στόμα σου έλιωνε. Τα μακαρόνια και το μελάνι της σουπιάς δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνα που έφτιαχνε ο Καλότζερο. Κι όταν ο αστυνόμος δοκίμασε τα μπαρμπούνια, τους σαργούς και τις τσιπούρες στη σχάρα, κατάλαβε ότι είχε ξαναβρεί την παραδεισένια γεύση που πίστευε τι είχε χάσει για πάντα. Μια μουσική άρχισε να ηχεί στο μυαλό του, κάτι σαν πατριωτικό εμβατήριο».

Μπαίνοντας στο Πόρτο Εμπέντοκλε, η ταμπέλα σε προετοιμάζει ότι ο Καμιλλέρι έχει, με κάποιον τρόπο, εξασφαλίσει ήδη τον ανδριάντα του. «Καλωσορίσατε στο Πόρτο Εμπέντοκλε» και από κάτω σε παρένθεση «Βιγκάτα», το όνομα της φανταστικής πόλης του Καμιλλέρι.  Η παρέα των Ελλήνων τουριστών ρωτούσε δεξιά και αριστερά «που μπορούμε να βρούμε την ταβέρνα του Έντζο, αυτήν που γράφει ο Καμιλλέρι;». Οι περισσότεροι κοιτούσαν σαν να τους είχαν ρωτήσει κάτι σχετικό με αστροφυσική. Ερώτηση στην ερώτηση, προσπάθεια στην προσπάθεια, νάσου και σταματάει ένας νεαρός με μια κόκκινη βέσπα. «Ποιον ψάχνετε;», ρώτησε. «Την ταβέρνα του Έντζο, αυτήν που τρώει ο διάσημος Μονταλμπάνο, του Καμιλλέρι…». «Αααα… ξέρω», είπε και μπήκε μπροστά από το λευκό βαν των ξένων. «Ακολουθείστε με…». Και άρχισε να οδηγεί σε έναν στενό ανηφορικό δρόμο προς το βουνό, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του για να βεβαιωθεί ότι δεν τον είχαν χάσει. Όχι, καθρέφτες δεν είχε…

Μετά από περίπου δέκα δεκαπέντε λεπτά οδήγησης στο βουνό, κάποιος από την παρέα, είπε, με το δίκιο του: «Πού μας πάει ρε παιδιά, εδώ είναι Σικελία, έχε γούστο…». Πριν ολοκληρώσει τη φράση το και πριν ζώσουν τα φίδια και τους υπόλοιπους, ο νεαρός Σικελός με την κόκκινη βέσπα, σταμάτησε και έδειχνε με το χέρι του κάτι στην αριστερή άκρη του δρόμου.

Απ’ έξω έμοιαζε λίγο με καντίνα σε λούνα παρκ, ήταν μάλιστα και υπερυψωμένο πάνω σε πασσάλους που δημιουργούσαν την εντύπωση ότι έγερνε, περίμενες ότι και στο εσωτερικό,  πάνω στα λιγοστά τραπέζια, το κρασί θα έγερνε μέσα στα ποτήρια. Ο Έντσο Σάκκο ήταν τότε,  μόλις 38 ετών και έμοιαζε με πενήντα. Σήμερα που είναι 52, αν όλα του έχουν πάει καλά, θα δείχνει γέροντας. Osteria al Timone, με σήμα μια ξύλινη τιμονιέρα, λοιπόν…

Κλασικός Σικελός, σκληρό πρόσωπο αλλά γελαστό, το μάτι του έπαιζε, πέρασε τους ξένους μία γρήγορη, από την κορφή ως τα νύχια. Και είχε τα δίκια του. Κάπνιζε χωρίς σταματημό, πηγαινοερχόταν από την κουζίνα στα τραπέζια σαν νευριασμένος. Όταν του είπαμε ότι πρώτα τον είχαμε ανακαλύψει στον Καμιλλέρι και μετά αποφασίσαμε να τον βρούμε κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι σα να’ λεγε «ναι, ναι, και άλλοι το ίδιο έκαναν». Αλλά, τελικά ήταν χαρά, μια περίεργη γρκιμάτσα που δεν άργησε να την αντικαταστήσει με αυτήν που καταλαβαίνουν όλοι οι λαοί του κόσμου ως χαρά. Έριξε ένα πελώριο χαμόγελο και έκανε μερικές ερωτήσεις. Τα δικά μας τα μάτια προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν τη διακόσμηση, να βρουν σημάδια από τα βιβλία του Καμιλλέρι, να φανταστούν τον maestro να τρώει και να κρατάει σημειώσεις,. Σαν να διάβασε τη σκέψη μας, ο Έντζο σήκωσε το αριστερό του χέρι, όχι για να επιδείξει το τατουάζ του, αλλά για να απαντήσει στο ερώτημα που δεν είχαμε κάνει: «Εκεί κάθεται ο maestro, αλλά δεν είναι εδώ αυτές τις μέρες, είναι στη Ρώμη». Αμέσως μετά, μας έδειξε πού θα καθόμασταν αλλά παραγγελία δεν πήρε. «Να παραγγείλουμε;», ρώτησε ένας από εμάς. «Όχι, θα φάτε ό,τι τρώει ο Μονταλμπάνο». Και ξεκαθάρισε ότι από το μενού που είχαμε διαβάσει στον Καμιλλέρι έλειπαν μόνο τα ζυμαρικά με το μελάνι σουπιάς. Ήρθε το παστό χταπόδι μαζί με αχνιστά μύδια μαγειρεμένα με σκόρδο και φρέσκια τομάτα.

Ακολούθησε η νεονάτα, τηγανισμένος γόνος καλαμαριού και πλασμένος σαν φιλέτο. Το σπαγγέτι αλά καρετέρια. Ήταν ένα πέστο μαϊντανού με ελαιόλαδο, σκόρδο και κομματάκι κόκκινες καυτερής πιπεριάς (πεπεροντσίνο) που το αγαπάνε πολύ στη Σικελία. Ο Έντσο μάς είπε,  αφήνοντας το πιάτο στο τραπέζι ότι είναι ένα από τα αγαπημένα του Καμιλλέρι. Άλλο πιάτο με σπαγγέτι με σάλτσα από αυγό ξιφία, ένα άλλο με τόνο και ένα άλλο με αχιβάδες και λευκή σάλτσα. Και μετά; Με μια ανάλαφρη, σχεδόν χορευτική κίνηση, προσγειώθηκε στο τραπέζι η πιατέλα με τα ψάρια, σκαθάρια, λαβράκια, σαργούς. Πασπαλισμένα με ψιλοκομμένο μαϊντανό, τριμμένο σκόρδο και πεπεροντσίνο. Ακολούθησαν τηγανητές γαρίδες και καλαμάρια. Κλείσαμε με σπιτικό κρεμώδες λιμοντσέλο και φυσικά καφέ. Δεν είχε πισωγύρισμα. Σαν την «Υποχρεωτική Πορεία» του Καμιλλέρι. Μια που έγινε λόγος για την απίστευτη νεονάτα, τον γόνο του καλαμαριού, να σας πούμε ότι με το θέμα αυτό έχει ασχοληθεί, το 2012, και η Μαρία Δαμανάκη από τη θέση του επιτρόπου Αλιείας. Είχε κάνει δημόσια δήλωση ότι της αρέσει πολύ  Αντρέα Καμιλλέρι και ο αστυνόμος Μονταλμπάνο αλλά δεν της αρέσει που o δεύτερος, στα βιβλία, τρώει συνεχώς γόνο καλαμαριού γιατί ήταν απαγορευμένο με σκοπό την προστασία του είδους. Είχε δεσμευτεί, μάλιστα, να στείλει επιστολή στον συγγραφέα ώστε να τον ενημερώσει για την σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ο Καμιλλέρι είχε πληροφορηθεί τα όσα είχε πει η κ. Δαμανάκη: «Καταλαβαίνω αλλά ο Μονταλμπάνο τρώει και άλλα ψάρια, όπως μπαρμπούνια, που είναι πάρα πολύ νόστιμα…».

Και αφού το φαγητό στου Entzo πήγαινε προς το τέλος, ήρθε η σειρά του  να πιάσει την κουβέντα, παίρνοντας με ευθυμία ένα από τα ελληνικά τσιγάρα της παρέας. Και τότε με την ίδια χάρη που προσγείωνε τα ψητά το ψάρια στο τραπέζι, σέρβιρε και το μεγάλο του μυστικό.

Ο Έντζο είναι παιδί μιας σιτσιλιάνικης οικογένειας που έχει έντεκα παιδιά. Όλοι ψαράδες εκτός από τον Έντζο και τον πατέρα του που άνοιξαν ταβέρνα. Έχει δυο κόρες, η μία τώρα είναι 32 ετών, την πάντρεψε στα 18. Έτσι το έχουν εκεί, παντρεύονται μικροί. Γνωρίζει πολλά χρόνια τον Αντρέα Καμιλλέρι αλλά άρχισε να τρώει στην οστερία του από το 2001. Όταν τον πρωτοείδε χωρίς να τον γνωρίζει, βγήκε να τον βοηθήσει να ανέβει τις σκάλες. «Ε, όπως και να το κάνεις γέροντας είναι», μας είχε πει.  Στο βιβλίο του όμως τον έβαλε μόλις το 2004. Δεν το ήξερε, έβλεπε το συγγραφέα να μπαίνει, βαρύς, σοβαρός, να τον κοιτάζει με το γλυκό του βλέμμα, να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει χωρίς να μιλά. «Δεν παραγγέλνει ποτέ, με το που μπαίνει μέσα και κάθεται,  αρχίζω και του φέρνω το μενού, τρώει χωρίς να διακόπτει και μάλιστα δεν θέλει ούτε να τον διακόπτουν. Αν κάποιος τού μιλήσει και τον ρωτήσει «είστε ο Καμιλλέρι», κατεβάζει το κεφάλι σα να ντρέπεται», μας είχε πει, επίσης. Και πρόδωσε την προσωπική σχέση με την κουλτούρα του φαγητού που είχε ο Καμιλλέρι και την οποία είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του την Ελβίρα, μια εκπληκτική μαγείρισσα. «Τρώει αργά με προσοχή και απόλαυση». Το γράφει άλλωστε στο βιβλίο του: «Ένα πράγμα είναι βέβαιο: όταν τρως βιαστικά, στην ουσία δεν τρως, απλά μπορείς να πεις ότι τρέφεσαι».

Ο Έντζο, όμως, έχει ένα μεγάλο μυστικό που δεν το λέει στον καθένα. Πρέπει να σε εμπιστευτεί ή να οσμιστεί στην ατμόσφαιρα ότι δεν θα το πάρεις στραβά. O Έντζο, τότε, το 2005, όταν τον συναντήσαμε ήταν pentito. Μετανοημένο μέλος της σικελικής μαφίας, που σύμφωνα με τους νόμους του ιταλικού κράτους για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, συνεργαζόταν με τις Αρχές με αντάλλαγμα κάποια σημαντικά οφέλη, όπως να βγαίνει από τη φυλακή για κάποιες μέρες τον μήνα, αρκετές, να δουλεύει και να ζει μια φυσιολογική ζωή και να επιστρέφει για κάποιες άλλες στη φυλακή.

Ο Έντσο, μετά και από την «ομολογία» του μυστικού του, ανακάθισε στην καρέκλα του,  πήρε ακόμα ένα ελληνικό τσιγάρο από την παρέα και άρχισε να χαρίζει κοχύλια με την υπογραφή του στις γυναίκες. Με το ίδιο στυλό έγραψε σε ένα χαρτάκι τα ονόματα και τη διεύθυνση κάποιων από εμάς. «Έτσι, για να  πω στον maestro ότι ήρθαν κάποιοι Έλληνες και ήθελαν να μάθουν πού τρώει ο Μονταλμπάνο…». Βγήκαμε έξω για τις γνωστές αναμνηστικές φωτογραφίες.

Κατεβαίνοντας από αυτόν τον λυόμενο παράδεισο της γεύσης, τα σκαλοπάτια έκαναν και πάλι θόρυβο, η ζέστη της Σικελίας ήταν λίγο κουραστική και το χέρι του Έντσο έμεινε αρκετή ώρα στον αέρα να μας χαιρετάει από μακριά. Λίγο καιρό μετά, έφτασε ένας φάκελος στο σπίτι. Ο Καμιλλέρι ευχαριστούσε για το μήνυμα που του είχαμε αφήσει στου Έντζο και μας έστελνε τις ευχές του. Ο Έντζο, ο μετανοημένος μαφιόζος, την είχε κάνει κανονικά τη δουλειά. Όπως είχε υποσχεθεί…