Ταξιδια

Tι είναι αυτό που δεν πάει καλά στο Αίγιο;

Τριγυρνώντας στην ωραία, ιστορική, πόλη της Αχαΐας…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχα μια φίλη από το Αίγιο αλλά δεν κατάφερα να πάω ποτέ, μέχρι τώρα: Σεπτέμβριος, με όχι -κάθετο- πια τον ήλιο, με αυτό το λοξό δηλαδή φθινοπωρινό φως που σου θυμίζει αυτόματα σχολικές τάξεις. Η πόλη είναι όμορφη, πάνω στη θάλασσα, με πεύκα πίσω της και τον Κορινθιακό κόλπο μπροστά της. Κάμποσα κτίρια είναι σχεδιασμένα από τον Έρνεστ Τσίλλερ –  π.χ., η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης (1898-1914) που μοιάζει να έχει προσγειωθεί στο Βυζάντιο περνώντας από την Αναγεννησιακή Φλωρεντία. Το Κτίριο του Γατείου Κληροδοτήματος, σημερινό ταχυδρομείο, είναι επίσης «του Τσίλλερ», και η υπογραφή του μεγάλου καλλιτέχνη δίνει μια αριστοκρατική, λίγο ακόμα πιο μελαγχολική διάσταση στην πόλη…

Που κάποτε ήταν όντως αριστοκρατική, ή έστω είχε την δική της μεγαλο-αστική και αστική τάξη, όπως πολλές ελληνικές πόλεις-λιμάνια.  

Αλλά το πιάνω από την αρχή, μια και μπήκαμε στο Αίγιο ανάποδα, από τον ωραίο υδροβιότοπο της Αλυκής με τα 120 είδη σπάνιων και μη πουλιών. Στην πόλη ψιλο-χαθήκαμε, και σταματήσαμε μπροστά στην Παναγία Τρυπητή – καταπληκτική εκκλησία του 1871, με μια αναγεννησιακή μαρμάρινη σκάλα που την ενώνει με τον παραλιακό δρόμο.  Στον οποίο παραλιακό, βρίσκονται οι πρώην σταφιδαποθήκες, νυν καφετέριες και τζελατερίες  πάνω στη θάλασσα. Κι επειδή αισθάνομαι σαν ξεναγός, που δεν είμαι… παντού η αίσθηση είναι περίεργη, άδεια: κάθεται λίγος κόσμος στις καφετέριες, μαμάδες με καρότσια αγοράζουν παγωτά στα παιδάκια τους, αλλά νομίζεις ότι είσαι σε (παιχνίδι) Μονόπολης, παρόλα αυτά. Στο τέλος της παραλιακής βρίσκεται το έρημο, επιβλητικό εργοστάσιο Χαρτοποιίας, κλειστό  εδώ και σαράντα χρόνια, με σπασμένα τζάμια και μισογκρεμισμένους τοίχους. Το Αίγιο δεν έχει «αμμουδιές», μόνο ψιλό ή χοντρό βότσαλο, και μπροστά στο εργοστάσιο-φάντασμα το βότσαλο είναι ψιλό, ιδανικό για μπάνιο. Μπαίνουμε στο (καθαρό, διάφανο) νερό. Κι είναι σαν να περνάνε φαντάσματα απέναντί μας, ο Κάσπερ με άσπρο σεντόνι πετάει ανάμεσα στις σκιές πάνω από την πάλαι ποτέ Χαρτοποιία. 

© Παναγιώτης Κιντής

Εδώ είναι ο περίφημος Πλάτανος του Παυσανία, ένα δένδρο-Διατηρητέο Μνημείο εξακοσίων ετών που όμως δεν βρίσκουμε κανέναν να μας το δείξει («Ναι, κάπου κοντά είναι, τι να σας πω τώρα….»). Τα 172 πέτρινα σκαλοπάτια, οι Σκάλες του Φιλοποίμενα, ενώνουν από το 1901 την παραλία με την ‘Άνω Πόλη. Ανεβαίνουμε στα Ψηλά Αλώνια: η θέα είναι αυτό που λένε «κόβει- την-ανάσα», με την θάλασσα και τις παραλίες δεξιά-αριστερά, την Κάτω πόλη απλωμένη στα πόδια σου. Υπάρχει μια ξύλινη Γέφυρα με ακόμα καλύτερη θέα, αλλά είναι κλειστή για επισκευές. Το Πάρκο είναι πράσινο, φροντισμένο, και το μοναδικό μέρος στην πόλη που δεν έχει σκουπίδια. 

Κάνουμε ωραία βόλτα στο χείλος του γκρεμού σχεδόν, άκρη-άκρη πάνω από το κιγκλίδωμα. Στην Πλατεία πίσω μας είναι ο Πύργος στα Ψηλά Αλώνια, ένα κτίριο Νέο-Γοτθικού ρυθμού από το 1900. Η χορωδία ετοιμάζεται να αρχίσει πρόβες. Πολλά μαγαζιά είναι έρημα, με σκονισμένες βιτρίνες, πολλά κτίρια μοιάζουν κλειστά και ακατοίκητα. Η εικόνα δεν είναι σπάνια –η στάνταρ καρτ-ποστάλ από όλη την Ελληνική επαρχία– αλλά εδώ παίρνει μια σπούκι διάσταση, λίγο σοκαριστική, σαν να ανατριχιάζουμε από ελαφρύ αεράκι ενώ δεν κουνιέται φύλλο. Ίσως να φταίει η αίσθηση του άδειου, των ανθρώπων που ήταν εδώ μέχρι προχθές αλλά έφυγαν, ποιος ξέρει για πού. 

© Παναγιώτης Κιντής

Φταίει και ο μεγάλος σεισμός του 1995, με 26 θύματα, κατολισθήσεις και πολλές ζημιές στην πόλη. Τρεις χιλιάδες κτίρια κρίθηκαν κατεδαφιστέα, τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι έμειναν άστεγοι και το «Ρήγμα του Αιγίου» έγινε ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής. 

Στο διάσημο μαγειρείο «Παλιά Αγορά», τα φαγητά είναι σπιτικά, οι τιμές πολύ καλές, οι τυλιχτές σαρδέλες καταπληκτικές εδώ και πενήντα χρόνια –έτσι μας λένε οι ντόπιοι, γιατί δεν το προλαβαίνουμε ανοιχτό (κλείνει κατά τις 4-4.30). Απέναντι είναι το υπέροχο Αρχαιολογικό Μουσείο με πλούσια εκθέματα– στην περιοχή της Αιγιαλείας έχουνε ανακαλυφθεί αρχαιολογικά ευρήματα από την Μεσολοθική εποχή, με την άνθηση του 5ου αιώνα π. Χ. και την Αχαϊκή Συμπολιτεία (280-246 π.Χ.) να έχουν αφήσει ένα σωρό ίχνη στο πέρασμά τους. 

Υπάρχουν κατακόμβες, στοές που ξεκινάνε από τα τρύπια βράχια στην Παναγία Τρυπητή και διασχίζουν, λέει, όλο το υπέδαφος της πόλης. Σε άλλη επίσκεψη, θα βρούμε κάποιον να μας πει πού στην ευχή είναι η είσοδος, ή η έξοδος. Στην γύρω περιοχή ζούνε και εργάζονται στα αμπέλια και στα χωράφια πάνω από 5.000 Αλβανοί, έχουν ενσωματωθεί στον πληθυσμό, που ολοένα και μειώνεται, αλλά δεν ξέρουν να σου δώσουν πληροφορίες σχετικά με την Ιστορία του τόπου. Ο πληθυσμός μειώνεται επειδή «Όλοι οι νέοι φεύγουν, τι να κάτσουν να κάνουν εδώ;» 

© Παναγιώτης Κιντής

Και αυτό είναι τελικά που δίνει την αίσθηση του άδειου, η απουσία νέων, πιτσιρικάδων να σκουντάνε ο ένας τον άλλον φωνάζοντας «ρε μαλάκα» και κλωτσώντας άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών στο δρόμο. Ελπίζουμε στα μωρά μέσα στα καρότσια και στα πιτσιρίκια, ότι μόλις πάρουν τα πάνω τους θα ξεχυθούν στις πλατείες και την παραλία του Αιγίου έτοιμα για όλα, όπως είναι συνήθως οι πιτσιρικάδες, κορίτσια και αγόρια…